You are here

Η αρχή 'ου δις δικάζειν' μπορεί να περιορισθεί μόνο υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις κρίνει το ΔΕΕ

20/03/2018 16:59

Η αρχή "ου δις δικάζειν" (ne bis in idem) μπορεί να περιορισθεί μόνο υπό πολύ αυστηρές και συγκεκριμένες προϋποθέσεις, χάριν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και των χρηματοπιστωτικών αγορών της, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι ένας τέτοιος περιορισμός δεν πρέπει να βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

Η αρχή "ne bis in idem" ορίζει ότι ουδείς μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά δύο φορές για την ίδια παράβαση.Το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα αναγνωρίζεται τόσο από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης) όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σημειώνει το ΔΕΕ.

Υπό αυτό το πλαίσιο το ΔΕΕ κρίνει ότι ιταλική ρύθμιση περί χειραγωγήσεως της αγοράς ενδεχομένως να είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης. Το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφανθεί, μετά από σχετικό ερώτημα ιταλικών δικαστηρίων για 4 σχετικές υποθέσεις που είχαν να κάνουν με το ΦΠΑ και τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Ως εκ τούτου το Δικαστήριο της ΕΕ διευκρινίζει ότι μια εθνική ρύθμιση που επιτρέπει τη σώρευση διώξεων και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα πρέπει:

- να επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει μια τέτοια σώρευση διώξεων και κυρώσεων, δεδομένου ότι αυτές οι διώξεις και αυτές οι κυρώσεις πρέπει να επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς,

- να περιέχει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να παρέχουν στον πολίτη τη δυνατότητα να προβλέψει ποιες πράξεις και ποιες παραλείψεις δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας τέτοιας σωρεύσεως διώξεων και κυρώσεων,

- να διασφαλίζει τον συντονισμό μεταξύ των διαδικασιών προκειμένου να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο η πρόσθετη επιβάρυνση που συνεπάγεται αυτή η σώρευση διαδικασιών για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, και

- να διασφαλίζει ότι η αυστηρότητα του συνόλου των επιβαλλομένων κυρώσεων περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο σε σχέση προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει εάν οι απαιτήσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω και να βεβαιωθεί επίσης ότι οι επιβαρύνσεις που απορρέουν in concreto για το εμπλεκόμενο πρόσωπο από μια τέτοια σώρευση δεν είναι υπέρμετρες σε σχέση προς τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως.

Το Δικαστήριο εκτιμά τέλος ότι οι απαιτήσεις στις οποίες υπόκειται, κατά το δίκαιο της Ένωσης, η ενδεχόμενη σώρευση διώξεων και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα παρέχουν ένα επίπεδο προστασίας της αρχής «ne bis in idem» το οποίο δεν αποκλίνει από αυτό που κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ.

Το ΔΕΕ τέλος αναφέρει ότι, οσάκις υφίσταται αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η ανυπαρξία παραβάσεως, η εξακολούθηση διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα θα ήταν ασυμβίβαστη με την αρχή «ne bis in idem».