You are here

Moneyval: Εξάρτηση τραπεζών στους introducers

16/05/2013 07:52
Τη σημαντική εξάρτηση των τραπεζών σε δικηγόρους και λογιστές που λειτουργούν ως introducers ξένων πελατών καταγράφει μεταξύ άλλων η έκθεση της Moneyval για το ξέπλυμα χρήματος.

Hέκθεση, που αποκαλύπτει το ΚYΠΕ, επικεντρώνεται σε τρία χαρακτηριστικά του κυπριακού τραπεζικού συστήματος σε σχέση με τις διεθνείς τραπεζικές εργασίες: Την απόκτηση πελατών μέσω διαμεσολαβητών (introducers), τις περίπλοκες επιχειρηματικές δομές και τη χρήση αντιπροσώπων (nominees). Τα χαρακτηριστικά αυτά «σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να επιφέρουν σωρευτικό επίπεδο κινδύνου πέραν αυτού που είναι δυνατόν να περιοριστεί αποτελεσματικά από τα μέτρα ελέγχου πελατών (Customer Due Diligence) που εφαρμόζονται», αναφέρεται.

Επισημαίνεται πως μερικά από τα ευρήματα δεν περιορίζονται μόνο στην Κύπρο, ενώ υπογραμμίζεται ότι οι τράπεζες κατέδειξαν «υψηλά επίπεδα γνώσης και εμπειρίας» στα θέματα καταπολέμησης του ξεπλύματος, καλή γνώση και αντίληψη των ρίσκων που αντιμετωπίζουν όσον αφορά τη φήμη και μια γενική δέσμευση στην υιοθέτηση μέτρων ελέγχου πελατών με βάση τις νομοθεσίες και τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου.

Η Moneyval προέβη σε ελέγχους σε 13 από τα συνολικά 41 τραπεζικά ιδρύματα στην Κύπρο, δείγμα το οποίο είναι πολύ μεγαλύτερο από το δείγμα μιας τυπικής αξιολόγησης της Moneyval ή της FATF (Financial Action Task Force), όπως αναφέρεται.

Σύμφωνα με την έκθεση, σημαντικό μέρος των διεθνών επιχειρήσεων κατευθύνεται στην Κύπρο λόγω χαμηλής φορολογίας, αλλά περιλαμβάνει διάφορες πολύπλοκες εταιρικές δομές και διασυνοριακές συναλλαγές με αντισυμβαλλόμενα μέρη σε διάφορες χώρες (δικαιοδοσίες). «Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εγγενώς ευάλωτα στην ελλιπή εφαρμογή του πλαισίου κατά του ξεπλύματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και παρουσιάζουν τον υψηλότερο κίνδυνο στον τραπεζικό τομέα στην Κύπρο», αναφέρεται.

Η Moneyval τονίζει πως οι τράπεζες είναι ευάλωτες σε κινδύνους ξεπλύματος βρώμικου χρήματος διότι βασίζονται στους διαμεσολαβητές, κυρίως δικηγόροι και λογιστές στην Κύπρο ή και το εξωτερικό, για προσέλκυση διεθνών πελατών. «Είναι η άποψη των αξιολογητών ότι η εξάρτηση στους διαμεσολαβητές αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πηγές ευπάθειας για τον τραπεζικό τομέα στην Κύπρο».

Εκφράζει ανησυχία για το ότι μία κατηγορία των διαμεσολαβητών δεν υποβάλλεται σε έλεγχο για συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για το ξέπλυμα και ζητά την περαιτέρω ενίσχυση του ελέγχου των άλλων κατηγοριών διαμεσολαβητών.

Στην έκθεση σημειώνεται μεν ότι όλες οι τράπεζες διαθέτουν διαδικασίες για εξακρίβωση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου (beneficial owner), επισημαίνοντας ωστόσο πως οι τράπεζες δεν έρχονται σε απευθείας επαφή με τον πραγματικό δικαιούχο. «Οι τράπεζες είναι απομακρυσμένες τουλάχιστον κατά ένα βαθμό από τον τελικό δικαιούχο και πολύ πιο απομακρυσμένες από αυτόν όταν υπάρχει μια μακρά λίστα διαμεσολαβητών», αναφέρει η έκθεση, η οποία σημειώνει ότι το εύρημα αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην Κύπρο.

Σύμφωνα με την Moneyval, σε ένα σημαντικό αριθμό τραπεζών, η λειτουργία των τμημάτων συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις κατά του ξεπλύματος δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την αποδοχή πελατών υψηλού κινδύνου, κάτι που χαρακτηρίζεται «σημαντική αδυναμία υπό το φως του επιπέδου διεθνών επιχειρήσεων υψηλού κινδύνου που διεξάγεται στον τραπεζικό τομέα».

Στα ευρήματα περιλαμβάνεται και η διατήρηση λογαριασμών με σημαντικό αριθμό πολιτικά εκτεθειμένων προσώπων (ΠΕΠ), ο έλεγχος των οποίων δεν είναι πλήρως αποτελεσματικός. Αν και σημειώνει πως οι αδυναμίες εντοπίζονται και σε άλλες χώρες, η έκθεση θεωρεί το θέμα αυτό σημαντικό για την Κύπρο, λόγω «του σημαντικού αριθμού ΠΕΠ με λογαριασμούς στις τράπεζες».

Η Moneyval εισηγείται όπως «το ιδανικό θα ήταν οι τράπεζες να έχουν τουλάχιστον μια συνάντηση με τον τελικό δικαιούχο (ultimate beneficial owner) όταν χειρίζονται πελάτες υψηλού ρίσκου».

Η Moneyval θεωρεί πως οι κυπριακές αρχές διαθέτουν ένα νομικό πλαίσιο με ορθές προληπτικές απαιτήσεις για την ταυτοποίηση πελατών, την εξακρίβωση του πραγματικού ιδιοκτήτη, την διατήρηση αρχείου και την αναφορά ύποπτων δραστηριοτήτων.

Τέλος, η έκθεση σημειώνει ότι μερικές τράπεζες «εφαρμόζουν μηχανικά» τη σχετική οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας και εισηγείται η κάθε τράπεζα να συνθέσει όλες τις αναλύσεις κινδύνων σε ένα γενικότερο έγγραφο πολιτικής κατά του ξεπλύματος για έγκριση από το Διοικητικό της Συμβούλιο.