You are here

Νομικές επιφυλάξεις για αρχή ισότητας

20/03/2017 15:51
Τα επιχειρήματα τους επί της συνταγματικότητας του νομοθετήματος που ψήφισε η προηγούμενη Βουλή των Αντιπροσώπων σε σχέση με την εκπροσώπηση των δύο φύλων στα ΔΣ των δημόσιων οργανισμών, για το οποίο είχε καταχωρηθεί αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ανέπτυξαν σήμερα οι εκπρόσωποι των δύο πλευρών.

Πρόκειται για τον περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) (Τροποποιητικός) Νόμο του 2016 τον οποίο η πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας έκρινε ως αντισυνταγματικό με αποτέλεσμα να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας την έκδοση σχετικής γνωμάτευσης.

Μιλώντας ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου, εκπροσωπώντας την πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας Νικόλας Κυριάκου επικαλέστηκε τα στατιστικά στοιχεία του European Institute of Gender Equality για να σημειώσει ότι η Κύπρος υστερεί σημαντικά στο ζήτημα της ισότιμης εκπροσώπησης των δύο φύλων στην πλειοψηφία των τομέων της εργασίας, της οικονομίας, της εκπαίδευσης και της υγείας και ειδικά στο ζήτημα της συμμετοχής στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, όπως είπε, αυτά τα στατιστικά στοιχεία δεν αποτελούν ούτε νομικό ούτε επίδικο ζήτημα.

Ο υπό αναφορά νόμος, πρόσθεσε, είναι ασύμβατος με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών κάνοντας παράλληλα λόγο για παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών από τη Βουλή.

Με τον υπό αναφορά Νόμο, όπως υποστήριξε, ανάγεται το φύλο ως το υπέρτερο κριτήριο διορισμού και δύναται να καταλήξει σε άνιση μεταχείριση προσώπων που κατά τα άλλα έχουν τα ίδια προσόντα, εμπειρίες και ικανότητες, ή σε διακριτική μεταχείριση ενός προσώπου ανεξαρτήτως των προσόντων, της εμπειρίας και των ικανοτήτων του, λόγω του φύλου του.

Ανέφερε ότι ο διορισμός των μελών των διοικητικών συμβουλίων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου θα πρέπει να γίνεται στη βάση αντικειμενικών και αξιοκρατικών κριτηρίων και όχι με βάση το φύλο.

Ο υπό αναφορά νόμος , συνέχισε, αποσκοπεί στην εισαγωγή «μέτρων θετικής διάκρισης» υπέρ του, κατά περίπτωση, υποεκπροσωπούμενου φύλου. Τα μέτρα θετικής διάκρισης συνιστούν περιορισμό της ισότητας και οδηγούν εξ ορισμού σε διάκριση. Συνεπώς η λήψη τέτοιων μέτρων παραβιάζει την αρχή της ισότητας, συμπλήρωσε.

Ισχυρίστηκε επίσης ότι τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι αποσπασματικά και ελλειπή και οι δείκτες που επικαλείται (όπως για παράδειγμα η πληθυσμιακή σύνθεση της Κύπρου, το μορφωτικό επίπεδο και η συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό) είναι πιο ψηλοί του 1/3, και άρα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η θεσμοθέτηση του συγκεκριμένου ελάχιστου ορίου.

Το άρθρο 2 του υπό αναφορά Νόμου, πρόσθεσε, επιχειρεί να εισαγάγει αυστηρές ποσοστώσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη τα αντικειμενικά κριτήρια των υποψηφίων, αλλά δίνουν προτεραιότητα στο υποεκπροσωπούμενο φύλο, ανεξαρτήτως προσόντων. Η παράλειψη του νομοθέτη να συνδέσει το φύλο και με τα προβλεπόμενα προσόντα των υποψηφίων, συνεπάγεται ότι οι υποψήφιοι του υποεκπροσωπούμενου φύλου θα προτιμώνται έναντι καταλληλότερων και πιο προσοντούχων υποψηφίων κάτι που συνιστά αφ’ εαυτού μη επιτρεπόμενη διακριτική μεταχείριση, σημείωσε.

Ο υπό αναφορά νόμος, είπε, δεν αποκαθιστά την έμφυλη ισότητα στην κοινωνία μας. Ούτε αντιμετωπίζει τις δομικές ανισότητες που απορρέουν από βαθιά εμπεδωμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες που ανιχνεύονται καθημερινά στην κοινωνική πραγματικότητα, κατέληξε.

Εκπροσωπώντας τη πλευρά της Βουλής των Αντιπροσώπων, η δικηγόρος Αναστασία Παπαδοπούλου είπε ότι η πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας βασίζει όλους τους ισχυρισμούς ή εισηγήσεις της σε μια λανθασμένη πεποίθηση. Ότι το υπό κρίση νομοθέτημα αποτελεί περιορισμό του Άρθρου 28.

Όπως είπε, αυτό είναι μια λανθασμένη εκτίμηση. Εξ ου και το παρόν νομοθέτημα διαφοροποιείται από αυτά τα οποία έχουν ήδη κριθεί προσφάτως από το Δικαστήριο ως αντισυνταγματικά, σημείωσε.

Η αρχή της ισότητας, υποστήριξε, δεν εφαρμόζεται με την εξίσωση των ανόμοιων και δεν εφαρμόζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματικότητα που επικρατεί. Ανέφερε περαιτέρω ότι εδώ υπάρχει μια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί ως παράγοντας κατά τη διαδικασία κρίσης της συνταγματικότητας του νομοθετήματος. Δεν υπάρχει ισότητα στο διορισμό στα διοικητικά συμβούλια των οργανισμών δημοσίου δικαίου μεταξύ των δύο φύλων, είπε.

Σύμφωνα με την κα. Παπαδοπούλου, τα τελευταία 20 χρόνια υπήρχε υπο-εκπροσώπηση του ενός φύλου όπου αυτό αποτελούσε μόνο το 9%των διορισθέντων. Και αυτό, εξήγησε, κατά την ίδια περίοδο όπου αυτό το φύλο αριθμητικά είναι πλέον μεγαλύτερο από το άλλο, όπου ποσοστιαία αποτελούν μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που ολοκλήρωσαν τριτοβάθμια εκπαίδευση και αποτελούν και ίσο ποσοστό του εργατικού δυναμικού του κράτους.

Τα στοιχεία αυτά τα οποία ο Αιτητής αποκαλεί αποσπασματικά είναι τα επίσημα στοιχεία της Δημοκρατίας από τη Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, είπε και πρόσθεσε ότι το νομοθέτημα αναγνωρίζει την πραγματικότητα που υφίσταται και προσπαθεί με ένα σχετικό βήμα να προωθήσει την αρχή της ισότητας.

Το μόνο που επιβάλλει αυτό το νομοθέτημα, επεσήμανε, είναι την υποχρέωση στο Υπουργικό Συμβούλιο να αναγνωρίσει την ισότητα των φύλων και την ανάγκη εκπροσώπησης και των δύο φύλων στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Κανενός ατόμου ή ομάδας το δικαίωμα στην ισότητα δεν περιορίζεται.

Η κρίση του νομοθετήματος ως αντισυνταγματικού όμως θα επιτρέψει τη συνέχιση της ανισότητας η οποία είναι η υφιστάμενη πραγματικότητα, κατέληξε.

Αφού άκουσε και τις δύο πλευρές το Ανώτατο επιφύλαξε την έκδοση της απόφασης του σε μεταγενέστερο στάδιο.