You are here

Νέος νόμος αυξάνει το κόστος ομολόγων για τράπεζες

06/06/2019 07:02

Η αναθεώρηση ιεραρχίας σε περίπτωση πτώχευσης τραπεζών είναι θετική για τους καταθέτες αλλά αρνητική για τους κατόχους ομολόγων, αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, που εκτιμά ότι οι νέες ρυθμίσεις θα καταστήσουν μελλοντικές εκδόσεις ομολόγων πιο ακριβές για τις τράπεζες.

Στις 29 Μαΐου, η κυβέρνηση της Κύπρου δημοσίευσε νόμο που τροποποιεί τον νόμο περί επιχειρήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων και μεταφέρει στην εθνική νομοθεσία οδηγία της ΕΕ.

Όπως απαιτείται από την οδηγία, ο νόμος ασχολείται με την προτεραιότητα των απαιτήσεων σε μια τραπεζική εξυγίανση ή εκκαθάριση και δημιουργεί μια νέα κατηγορία «ανώτερου μη προτιμώμενου» χρέους (κατώτερο κύριο χρέος) που είναι υποκείμενο σε ανώτερο μη εξασφαλισμένο χρέος αλλά ανώτερο της κατηγορίας 2.

Το νέο πλαίσιο αποκλίνει από την τυποποιημένη έκδοση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση τραπεζών (BBRD), καθώς εισάγει την προτίμηση των καταθετών, ενώ ακόμη οι κατώτεροι καταθέτες κατατάσσονται μπροστά σε άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές.

Οι κατώτεροι καταθέτες, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι δημόσιες αρχές και οι μεγάλες επιχειρήσεις, θα επωφεληθούν από το αποθεματικό του ανώτερου χρέους, το οποίο θα μειώσει τις ζημιές για τις καταθέσεις σε μια εξυγίανση, με θετικό πιστωτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, οι ανώτεροι ασφαλισμένοι κάτοχοι ομολόγων θα επηρεαστούν αρνητικά από την έλλειψη κατανομής ζημιών με κατώτερες καταθέσεις και θα έχουν υψηλότερο ποσοστό ζημιών, κάτι που είναι πιστωτικά αρνητικό.

Σημειώνεται ότι η έλλειψη κατανομής των ζημιών από τους κατώτερους καταθέτες αυξάνει τον πιστωτικό κίνδυνο που συνδέεται με τις δανειακές υποχρεώσεις των τραπεζών και είναι πιθανό να καταστήσει το κόστος της έκδοσης ανώτερων μη εξασφαλισμένων χρεών για τις κυπριακές τράπεζες ακριβότερο από ό, τι σε άλλες χώρες. Ο τελικός πιστωτικός κίνδυνος και το κόστος των μη εξασφαλισμένων χρεών υψηλού επιπέδου θα εξαρτηθεί επίσης από τον όγκο των νεότερων υποχρεώσεων που είναι διαθέσιμες για την απορρόφηση ζημιών πρώτα.

Η λογική της κυπριακής κυβέρνησης για την τροποποίηση της κατάταξης των υποχρεώσεων υπέρ των καταθέσεων φαίνεται ότι σχετίζεται με τις απώλειες των καταθετών στις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας τον Μάρτιο του 2013.

Την εποχή εκείνη η Τράπεζα Κύπρου, μετέτρεψε το 47,5% των ανασφάλιστων καταθέσεων της σε μετοχές, ενώ η Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα, εξυγιάνθηκε με την πλειοψηφία των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της που μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου. Ως εκ τούτου, η προτίμηση των καταθετών θα υποστηρίξει την ακόμα εύθραυστη εμπιστοσύνη των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.

«Παρόλο που δεν αναμένουμε σημαντική έκδοση χρεογράφων το 2019 και το 2020, η έκδοση ενδέχεται να αυξηθεί αργότερα για να ικανοποιηθεί η ελάχιστη απαίτηση της ΕΕ για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL)», αναφέρεται.

 Το MREL απαιτεί από τις τράπεζες να εκδίδουν ελάχιστους όγκους χρεών απορρόφησης ζημιών - οι οποίοι για την Κύπρο πιθανόν να περιλαμβάνουν ανώτατο ακάλυπτο χρέος - για να προστατεύσουν τους φορολογούμενους από το κόστος της αποτυχίας των τραπεζών. Το κόστος χρηματοδότησης των κυπριακών τραπεζών θα αυξηθεί από το 2021 και εξής, μόλις αρχίσουν να εκδίδουν χρεωστικούς τίτλους για να συμμορφωθούν με την ελάχιστη απαίτηση της ΕΕ για το MREL, παρόλο που οι ακριβείς στόχοι για τις κυπριακές τράπεζες δεν έχουν ακόμη ανακοινωθεί. Η ΕΕ επεδίωξε την εναρμόνιση της ιεραρχίας των εθνικών πιστωτών για τη μείωση της αβεβαιότητας για τους πιστωτές και για το σκοπό αυτό τροποποίησε τη ΔΕΑΔ τον Δεκέμβριο του 2017 με την έκδοση της οδηγίας 2017/2399.

Το νέο χρέος των τραπεζών μικρής ηλικίας σχεδιάστηκε για να εξαλείψει ένα δυνητικό εμπόδιο για την εξυγίανση, προσθέτοντας ένα ειδικό επίπεδο απορρόφησης ζημιών στην ιεραρχία των πιστωτών, που είναι υποδεέστερο των υπευθύνων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων.

Με την υιοθέτηση του νέου πλαισίου, η Κύπρος ακολουθεί την Ιταλία, τη Σλοβενία, τη Βουλγαρία, τη Μάλτα και την Πορτογαλία, οι οποίες έχουν υιοθετήσει ένα πλαίσιο πλήρους καταθέτησης προτιμήσεων που διαφέρει από τις ιεραρχίες των πιστωτών σε άλλα μέρη της ΕΕ.

Κατά την άποψη μας, η απουσία εναρμονισμένων ιεραρχιών των πιστωτών αποτελεί εμπόδιο στις προσπάθειες για την επίτευξη ίσων όρων ανταγωνισμού εντός της ΕΕ και δημιουργεί αβεβαιότητα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τους επενδυτές και τους καταθέτες ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα επηρεαστούν από το ψήφισμα των τραπεζών.

Της Γεωργίας Χαννή