You are here

Στη Fed στρέφουν τα βλέμματα οι αγορές

21/03/2023 13:11

Καθοριστικής σημασίας για τις αγορές εκτιμάται ότι θα είναι οι σημερινές και αυριανές εξελίξεις στη Federal Reserve, η οποία αναμένεται να συνέλθει με κορυφαίο θέμα στην ατζέντα την αύξηση επιτοκίων.

Υπενθυμίζεται, ότι η Fed δεν έκανε καμία αναφορά για την επόμενη αύξηση από την κατάρρευση των SVB και Signature Bank, ενώ οι αναλυτές εκτιμούν ότι πιθανόν να μην προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων το Μάρτιο.

Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ήδη αύξησε τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης την περασμένη Πέμπτη παρά τις εξελίξεις με την Credit Suisse.

Ανήσυχη ηρεμία στα χρηματιστήρια

Σε ότι αφορά το κλίμα που επικρατεί στις αγορές, η ηρεμία έχει εν μέρει επιστρέψει σύμφωνα με το Bloomberg. Σημειώνεται ότι στα ευρωπαϊκά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και στις ασιατικές αγορές καταγράφηκαν ήπιες μεταβολές.

Τα συμβόλαια για τον δείκτη Euro Stoxx 50 ανέβηκαν μέχρι και 0,9%, ενώ οι ασιατικές μετοχές κέρδισαν 0,7% στο Χονγκ Κονγκ, τη Ν. Κορέα και την Αυστραλία.

Ο MSCI Asia Pacific Financials Index κέρδισε 0,6%, μετά την υποχώρηση σε νέο χαμηλό από το Νοέμβριο τη Δευτέρα.

Οι μετοχές στο Λονδίνο ξεκίνησαν υψηλότερα, με τον δείκτη FTSE 100 blue-chip μετοχών να ανεβαίνει κατά 0,8%, τη Barclays να σημειώνει άνοδο 2,5%, τη NatWest και τη Lloyds Banking Group να βλέπουν άνοδο 2,2%, αντίστοιχα.

«Πάτος» για τη First Republic

Την ίδια στιγμή, οι μετοχές της αμερικάνικης First Republic καταγράφουν πτώση πέραν του 46% μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της τράπεζας και παρά την «ένεση» διάσωσης ύψους $30 δισ. από άλλες τράπεζες.

Η τράπεζα μετρά ακόμη ζημιές μία βδομάδα μετά το ξέσπασμα της κρίσης στις αγορές, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι τα κεφάλαια της τράπεζας θα πρέπει να αυξηθούν κι άλλο.

Ο οίκος S&P υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της τράπεζας, αναφέροντας ότι η First Republic μάλλον αντιμετώπισε υψηλό στρες ρευστότητας με σημαντικές εκροές.

Οι αξιωματούχοι εξετάζουν πως να επεκτείνουν την προσωρινή προστασία της FDIC στους πελάτες της τράπεζας, ώστε να συμπεριληφθούν όλες οι καταθέσεις πέραν του ορίου των $250 χιλ.

Ανησυχούν οι κάτοχοι ομολόγων

Εν αναμονή των αποφάσεων της Fed, οι κάτοχοι ομολόγων ανησυχούν για την εξάλειψη ομολόγων ύψους $17 δισ. της ελβετικής Credit Suisse.

Μετά την εξαγορά της Credit Suisse από την UBS με $3,2 δισ., ανατράπηκαν τα πρότυπα ανάκτησης χρέους υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με τους αναλυτές, σύμφωνα με τους Financial Times, να εκτιμούν ότι η κίνηση αυτή είναι αντίθετη με τη νομοθεσία.

Με βάση τις σχετικές εξελίξεις, οι επενδυτές ομολόγων ΑΤ1 δεν θα λάβουν τίποτα, ενώ οι μέτοχοι πιθανόν να αποχωρήσουν με $3,2 δισ.

Όπως σημειώνεται, τα ομόλογα ΑΤ1 εξελίχθηκαν σε μία αγορά περίπου $260 δισ., ως μέρος των εποπτικών ρυθμίσεων που έπρεπε να πληρούν οι τράπεζες για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θέση. Οι μετατρέψιμοι τίτλοι σχεδιάστηκαν για την απορρόφηση ζημιών, μία επικίνδυνη μορφή τραπεζικού χρέους.

Οι FT εξηγούν ότι οι τίτλοι αυτοί μπορούν να μετατραπούν σε κεφάλαια εάν ο δείκτης κεφαλαίου μιας τράπεζας πέσει κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή οι επενδυτές μπορεί να χάσουν εντελώς το κεφάλαιο τους.

Εγχώριες διαβεβαιώσεις

Διαβεβαιώσεις ότι οι κυπριακές τράπεζες δεν έχουν καμία έκθεση σε ομόλογα ΑΤ1 της Credit Suisse έδωσε χθες η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, θέλοντας να καθησυχάσει το εθνικό τοπίο για κανένα κίνδυνο του κυπριακού τραπεζικού συστήματος.

Εξάλλου, ο διοικητής της ΚΤ Κωνσταντίνος Ηροδότου, τις τελευταίες μέρες είχε συναντήσεις τόσο με τον ΠτΔ Νίκο Χριστοδουλίδη, όσο και με τις εμπορικές τράπεζες με θέμα τις εξελίξεις στο διεθνές σκηνικό.

Βλέπει κινδύνους ο οίκος DBRS

Ο οίκος αξιολόγησης DBRS, προχώρησε σε καταγραφή των πιθανών κινδύνων για την ελβετική οικονομία μετά την μεγάλη εξαγορά από τη UBS, σημειώνοντας ότι η αστάθεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα απορρέει κινδύνους από το τραπεζικό τομέα.

Αυξανόμενος είναι ο φόβος για μαζικές απολύσεις στην ελβετική τράπεζα, στον απόηχο της εξαγοράς. Σημειώνεται ότι η Credit Suisse απασχολεί πέραν των 30 χιλ. εργαζομένων.

Της Μαρίας Κυριακίδου