You are here

Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών Σ.Α. καταδίκασε την απόφαση Τραμπ για Ιερουσαλήμ

09/12/2017 13:14
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν απομονωμένες στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο συνήλθε εκτάκτως την Παρασκευή ύστερα από αίτημα οκτώ χωρών-μελών, για να εξετάσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την αναγνώριση από τις ΗΠΑ της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Πριν ένα ακριβώς χρόνο, με την αποχή των ΗΠΑ, το Σ.Α. είχε υιοθετήσει ψήφισμα στο οποίο υπογράμμισε ότι «δεν θα αναγνωρίσει οποιεσδήποτε αλλαγές στις γραμμές τις 4ης Ιουνίου 1967, συμπεριλαμβανομένων και σε σχέση με την Ιερουσαλήμ, εκτός αυτών που θα συμφωνηθούν από τα μέρη μέσω διαπραγματεύσεων».

Πέραν της καταδίκης της απόφασης του προέδρου Τραμπ, από όλους τους ομιλητές, οι μόνιμοι αντιπρόσωποι στο Συμβούλιο Ασφαλείας τεσσάρων χωρών μελών της Ε.Ε. (Βρετανία, Σουηδία, Γαλλία, Ιταλία) μαζί με τη Γερμανία, με κοινή δήλωση που διαβάστηκε στους δημοσιογράφους μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης, εκφράζουν τη διαφωνία τους με την απόφαση των ΗΠΑ για αναγνώριση της Ιερουσαλήμ, ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και να μεταφέρουν την πρεσβεία τους εκεί από το Τελ Αβίβ.
«Δεν είναι ευθυγραμμισμένη με τα ψηφίσματα του Σ.Α. και είναι μη υποβοηθητική για τις προοπτικές για ειρήνη στην περιοχή».
Τονίζουν ότι το καθεστώς της πόλης πρέπει να αποφασιστεί μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, που θα οδηγήσουν σε ένα τελικό καθεστώς.

«Αποτελεί σταθερή θέση των μελών της Ε.Ε. ότι εντός αυτού του πλαισίου, η Ιερουσαλήμ θα πρέπει τελικά να είναι η πρωτεύουσα και του Ισραηλινού και του Παλαιστινιακού κράτους. Μέχρι τότε δεν αναγνωρίζουμε κυριαρχία στην Ιερουσαλήμ».

Παραθέτουν σειρά ψηφισμάτων του Σ.Α., αλλά και το διεθνές δίκαιο, βάσει των οποίων η Ανατολική Ιερουσαλήμ αποτελεί τμήμα των Κατεχομένων Παλαιστινιακών Εδαφών και ότι μία συμφωνία για τα σύνορα των δύο κρατών θα πρέπει να βασίζεται στις γραμμές της 4ης Ιουνίου 1967 με όποιες ισοδύναμες ανταλλαγές εδαφών συμφωνηθούν μεταξύ των πλευρών
.
«Η ΕΕ δεν θα αναγνωρίσει οποιεσδήποτε αλλαγές των συνόρων προ του 1967, συμπεριλαμβανομένων και σε σχέση με την Ιερουσαλήμ, πλην όσων συμφωνηθούν από τα μέρη», αναφέρει η κοινή δήλωση.

Αφού καλούν όλους να εργαστούν από κοινού για τη διατήρηση ηρεμίας και σημειώνουν τη δέσμευση του προέδρου Τραμπ να υποστηρίξει τη λύση δύο κρατών αν συμφωνηθεί από τα δύο μέρη, προτρέπουν την αμερικανική κυβέρνηση να υποβάλει τώρα λεπτομερείς προτάσεις για μια ισραηλινο-παλαιστινιακή διευθέτηση.

«Είμαστε έτοιμοι να συμβάλουμε σε όλες τις αξιόπιστες προσπάθειες για την επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας, βάσει διεθνώς συμφωνημένων παραμέτρων, οδηγώντας σε μια λύση δύο κρατών», καταλήγει η κοινή δήλωση των Ευρωπαίων.

Η Αμερικανίδα μόνιμη αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, Νίκι Χέιλι, επέκρινε τα Ηνωμένα Έθνη, γιατί με τις άδικες επιθέσεις κατά του Ισραήλ, μάλλον προκαλούν ζημιά παρά προωθούν τις προοπτικές για ειρήνη,

«Το Ισραήλ δεν πρόκειται ποτέ ούτε πρέπει ποτέ να εκφοβισθεί σε συμφωνία από τα Ηνωμένα Έθνη ή από οποιαδήποτε συλλογή χωρών που έχουν αποδείξει την αδιαφορία τους για την ασφάλεια του Ισραήλ", είπε η κ. Χέιλι.

Επανέλαβε τη δέσμευση του προέδρου Τραμπ στην ειρηνευτική διαδικασία και διευκρίνισε ότι οι ΗΠΑ δεν λαμβάνουν θέση για τα σύνορα ή τα όρια της Ιερουσαλήμ, ούτε υποστηρίζουν οποιεσδήποτε αλλαγές στις διευθετήσεις των ιερών τόπων».

«Οι ενέργειές μας έχουν πρόθεση να βοηθήσουν στην προώθηση της υπόθεσης της ειρήνης. Πιστεύουμε ότι ίσως είμαστε πιο κοντά στο στόχο από ποτέ», πρόσθεσε.

Ο ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών στο Μεσανατολικό, Νικολάι Μλαντένοφ προειδοποίησε για τον φοβερό κίνδυνο να δούμε αλυσιδωτές μονομερείς αντιδράσεις μετά από αυτό, οι οποίες το μόνο που θα καταφέρουν είναι να μας απομακρύνουν ακόμη περισσότερο από την επίτευξη του κοινού στόχου για ειρήνευση.

Ο Ισραηλινός μόνιμος αντιπρόσωπος κάλεσε όλα τα κράτη να ακολουθήσουν το παράδειγμα των ΗΠΑ και να αναγνωρίσουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, ενώ ο αντιπρόσωπος της Παλαιστινιακής αρχής τόνισε πως δεν μπορεί ένα από τα μέρη να συνεχίσει να μονοπωλεί την ειρηνευτική διαδικασία, ειδικά δε όταν ενεργεί μεροληπτικά υπέρ της αρχής της κατοχής, εις βάρος του νόμου και των δικαιωμάτων των κατοίκων που βρίσκονται κάτω από κατοχή.