You are here

Καμπανάκι οίκων αξιολόγησης ελέω ουκρανικού

19/03/2022 06:00

Το καμπανάκι του κινδύνου άρχισαν να κτυπούν οι οίκοι αξιολόγησης για τις επιπτώσεις της ρωσο-ουκρανικής κρίσης στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις χωρών.

Οι αυστηρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην αξιολόγηση κρατών και τραπεζών, αναφέρουν οι Fitch σε έκθεσή τους.

Για το δημόσιο, αυτό θα εξαρτηθεί από την ικανότητά των κυρώσεων να υπονομεύσουν τη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή να εμποδίσουν τις πληρωμές εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, σύμφωνα με τους Fitch.

Για τις τράπεζες, οι κυρώσεις που εμποδίζουν τη δυνατότητα εκτέλεσης πληρωμών σε ξένο νόμισμα (FC) θα μπορούσαν να επιφέρουν αρνητικές αξιολογήσεις.

«Η βασική μας υπόθεση είναι ότι οι νέες κυρώσεις δεν είναι αρκετά αυστηρές για να δικαιολογήσουν ενέργειες αρνητικής αξιολόγησης, αλλά ο κίνδυνος αυτού του σεναρίου έχει γίνει πιο σημαντικός τις τελευταίες εβδομάδες», τονίζεται.

Πιέσεις στην ποιότητα ενεργητικού

Η ποιότητα του ενεργητικού των μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών τραπεζών θα πιεστεί από τις συνέπειες της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, αν και τα υψηλά επίπεδα λειτουργικών κερδών πριν από την απομείωση θα πρέπει να μετριάσουν αυτόν τον αντίκτυπο, επισημαίνουν οι Fitch.

«Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν επίσης σημαντικά αυξημένο λειτουργικό κίνδυνο. Πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι δραστηριότητές τους είναι σύμφωνες με τις διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας», αναφέρεται.

Επισημαίνεται ότι οποιοδήποτε σοβαρό πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη από τον πόλεμο στην Ουκρανία θα αποδυναμώσει τις επιχειρηματικές και χρηματοοικονομικές προοπτικές των τραπεζών.

Οι τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης είχαν συνολικές απαιτήσεις περίπου 91 δισεκατομμυρίων δολαρίων από Ρώσους αντισυμβαλλομένους στα τέλη Σεπτεμβρίου 2021, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS). Από αυτά, τα 41 δισεκατομμύρια δολάρια αφορούσαν σε τοπικά νομίσματα, κυρίως ανοίγματα που κατέχουν ρωσικές θυγατρικές ξένων τραπεζών.

H έκθεση σε ουκρανικούς αντισυμβαλλομένους ήταν πολύ χαμηλότερη, κάτω από 9 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, και κυρίως από αυστριακές και γαλλικές τράπεζες.

Από τις μεγάλες γαλλικές τράπεζες, η BNP Paribas και η Credit Agricole είναι οι πιο εκτεθειμένες στην Ουκρανία λόγω των τοπικών θυγατρικών τους λιανικής τραπεζικής.

Ο αντίκτυπος στην ποιότητα του ενεργητικού αυτών των δύο ομίλων εκτιμάται ότι θα είναι περιορισμένος δεδομένου του μέτριου μεγέθους των ανοιγμάτων και της αυτοχρηματοδοτούμενης κατάστασης των θυγατρικών. Ωστόσο, τα ανοίγματα είναι πιθανό να δημιουργήσουν υψηλότερες επιβαρύνσεις απομείωσης δανείων το 2022, μειώνοντας τα λειτουργικά κέρδη των ομίλων.

Οι ιταλικές και γαλλικές τράπεζες είχαν τη μεγαλύτερη διασυνοριακή έκθεση σε Ρώσους αντισυμβαλλομένους, με περίπου 15 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ και 10 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, αντίστοιχα, στα τέλη Σεπτεμβρίου 2021, σύμφωνα με στοιχεία της BIS. Όλες οι άλλες δυτικοευρωπαϊκές τράπεζες είχαν συνολική έκθεση περίπου 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.

Τα ανοίγματα των ευρωπαϊκών τραπεζών διατηρούνται κυρίως μέσω εταιρικών και επενδυτικών τραπεζικών εργασιών και επενδυτικών χαρτοφυλακίων.

«Η πιστωτική ποιότητα αυτών των ανοιγμάτων είναι πιθανό να επιδεινωθεί απότομα, ιδιαίτερα για τους αντισυμβαλλομένους που πλήττονται περισσότερο από τις κυρώσεις. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές αυξήσεις στις χρεώσεις απομείωσης δανείων σε ορισμένες από τις τράπεζες, αλλά ο αντίκτυπος θα πρέπει να αμβλυνθεί από τα μεγάλα κέρδη προ της απομείωσης των τραπεζών», τονίζεται.

Μέρος του ανοίγματος θα επωφεληθεί επίσης από εξασφαλίσεις ή εγγυήσεις εξαγωγικών πιστώσεων.

Ωστόσο, τα τοπικά ανοίγματα στη Ρωσία είναι μικρά σε σχέση με τις μητρικές ομάδες, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 2% των συνολικών ανοιγμάτων σε κάθε περίπτωση. Τα περισσότερα από τα ρωσικά ανοίγματα σχετίζονται με τις τοπικές λιανικές και εμπορικές τραπεζικές εργασίες των τραπεζών.

Η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών με ρωσικές θυγατρικές θα επηρεαστεί επίσης από την υποτίμηση του ρουβλιού. Ωστόσο, αναμένεται ότι οι περισσότερες τράπεζες θα αντισταθμίσουν σε μεγάλο βαθμό τον συναλλαγματικό κίνδυνο για να αποφύγουν μεγάλες διακυμάνσεις στους δείκτες ενοποιημένου κεφαλαίου.

Η συμμόρφωση με τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε πολλούς Ρώσους αντισυμβαλλομένους από την ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελβετία θέτει λειτουργικές προκλήσεις για τις τράπεζες, ιδίως όταν ο αποκλεισμός από το σύστημα πληρωμών SWIFT ή άλλα εμπόδια επηρεάζουν την ικανότητα των αντισυμβαλλομένων να αποπληρώσουν ξένους πιστωτές ή να συναλλαγούν σε τίτλους.

S&P: Υπό στενή παρακολούθηση οι τράπεζες

Σε έκθεσή του ο οίκος Standard and Poor’s επισημαίνει ότι αριθμός διεθνών τραπεζών έχουν σημαντική έκθεση στη Ρωσία ή την Ουκρανία, κυρίως μέσω των τοπικών θυγατρικών τους. Αυτές περιλαμβάνουν την OTP, τη Raiffeisen Bank International, τη Société Générale και την UniCredit.

«Συνεχίζουμε να παρακολουθούμε στενά οποιεσδήποτε πιθανές επιπτώσεις αξιολογήσεων σε αυτά τα ιδρύματα, αλλά παραμένουμε προσεκτικοί όσον αφορά τα συνολικά ανοίγματα των ομίλων και την άφθονη τοπική χρηματοδότηση καταθέσεων των θυγατρικών - η οποία ιστορικά διατηρήθηκε καλά σε προηγούμενες περιόδους πίεσης», αναφέρει ο οίκος.

Άλλες τράπεζες που δραστηριοποιούνται διεθνώς έχουν επίσης κάποια ρωσική έκθεση, συνήθως μέσω της εξυπηρέτησης πολυεθνικών εταιρικών πελατών ή πελατών διαχείρισης περιουσίας.

«Θα μπορούσαν να δουν ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις από την απώλεια επιχειρηματικής δραστηριότητας και τη μείωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, καθώς και την ανάγκη να τηρήσουν τις διάφορες λίστες κυρώσεων», σημειώνεται.

Οι ασταθείς χρηματοοικονομικές αγορές και οι αγορές εμπορευμάτων προσθέτουν σημαντικούς περαιτέρω κινδύνους, αλλά και ορισμένες βραχυπρόθεσμες ευκαιρίες, εάν η δραστηριότητα των πελατών αυξηθεί.

«Εάν οι κίνδυνοι κλιμακωθούν και εξαπλωθούν, αυτό θα μπορούσε τελικά να αποδειχθεί άσχημο για τις τράπεζες», επισημαίνεται.

Moodys: Πέραν της Ρωσίας οι συνέπειες για τράπεζες

Οι συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις χρηματοπιστωτικές αγορές εξελίσσονται και αναμένεται ότι θα είναι εκτεταμένες, με συνέπειες για τις τράπεζες πολύ πέραν από τα σύνορα της Ρωσίας και της Ουκρανίας, τονίζει από την πλευρά του ο Moody’s σε έκθεσή του.

Όπως αναφέρει ο οίκος, οι περισσότερες τράπεζες παγκοσμίως έχουν περιορισμένη άμεση έκθεση στον κίνδυνο στη σύγκρουση. Μερικές έχουν συνδέσμους μέσω τοπικών θυγατρικών και μεγάλων χαρτοφυλακίων περιουσιακών στοιχείων στην Ουκρανία ή τη Ρωσία ή και τα δύο, «αλλά θεωρούμε ότι οι κίνδυνοι είναι μέτριοι», σημειώνεται.

«Η πλήρης έκταση της ευρύτερης, έμμεσης επίπτωσης από τη στρατιωτική σύγκρουση και οι σχετικές διεθνείς οικονομικές και χρηματοοικονομικές κυρώσεις δεν μπορούν να αξιολογηθούν πλήρως, καθώς το πεδίο εφαρμογής τους θα συνεχίσει να εξελίσσεται», επισημαίνεται.

Ωστόσο, τονίζεται, είναι πιθανό ότι οι τράπεζες με παγκόσμιες επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν πληθώρα συνεπειών που θα πλήξουν τις δραστηριότητές τους και θα αποδυναμώσουν την οικονομική τους απόδοση.

Οι τράπεζες, αναφέρεται, θα πρέπει επίσης να λάβουν μέτρα για τις ταχέως αναπτυσσόμενες διεθνείς κυρώσεις στη Ρωσία.

Σύμφωνα με τον οίκο, οι κίνδυνοι θα είναι πιο σοβαροί για τις εγχώριες τράπεζες στην Ουκρανία και τη Ρωσία που επηρεάζονται άμεσα από την εισβολή ή από κυρώσεις.

Μέτριοι άμεσοι κίνδυνοι θα επηρεάσουν επίσης μερικές ξένες τράπεζες, κυρίως ευρωπαϊκές τράπεζες με θυγατρικές στην Ουκρανία και τη Ρωσία.

Αναφέρεται ότι οι διεθνείς τράπεζες έχουν μειώσει ενεργά την έκθεσή τους στη Ρωσία από το 2014.

Ο οίκος υπογραμμίζει ότι οι ευρύτερες έμμεσες επιπτώσεις θα επηρεάσουν την ποιότητα των δανείων των τραπεζών μέσω της έκθεσης των εταιρικών τους δανειοληπτών στις αγορές της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Τα τραπεζικά συστήματα σε οικονομίες που εξαρτώνται περισσότερο από τις εμπορικές ροές με αυτήν την περιοχή, ιδίως τα πρώην μέλη της Σοβιετικής Ένωσης, θα είναι περισσότερο εκτεθειμένα σε αυξανόμενες χρεοκοπίες των δανειοληπτών.

Παράλληλα, αναφέρεται ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα ενταθούν, αυξάνοντας τον κίνδυνο για περιουσιακά στοιχεία και το λειτουργικό κόστος των τραπεζών, αλλά ενδεχομένως και επιταχύνοντας τις αυξήσεις των επιτοκίων, ωφελώντας τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών.

Ακόμη, σημειώνεται ότι οι υπηρεσίες κεφαλαιαγοράς θα αντιμετωπίσουν αυξημένη αστάθεια στην αγορά και δυσκολίες στον διακανονισμό συναλλαγών λόγω των ρωσικών κυρώσεων, των περιορισμών στις μετατροπές νομισμάτων και του αποκλεισμού από το SWIFT. Οι δραστηριότητες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αναμένεται να αντιμετωπίσουν οικονομικούς, νομικούς και άλλους κινδύνους από τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, τους περιορισμούς καταθέσεων και το πάγωμα κεφαλαίων.

Επίσης, σημειώνεται ότι οι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο και οι νομικοί κίνδυνοι θα αυξηθούν μακροπρόθεσμα.

Της Γεωργίας Χαννή