You are here

Ουκρανία-Ρωσία: Για ποια πλευρά δουλεύει υπέρ ο χρόνος

13/08/2022 14:52

Από την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, και ιδιαίτερα τις τελευταίες εβδομάδες, έχουν προκύψει διαφορετικές αφηγήσεις σχετικά με τη μελλοντική τροχιά του πολέμου. Αυτές οι συζητήσεις συχνά πλαισιώνονται ως ένα ερώτημα σχετικά με το χρόνο: για ποιον από τους δυο δουλεύει;

Η προοπτική ενός παρατεταμένου πολέμου

Αυτό το ερώτημα ήρθε στο προσκήνιο τον Μάιο καθώς κατέστη σαφές ότι οι ειρηνευτικές συνομιλίες που ξεκίνησαν λίγο μετά την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας τον Φεβρουάριο είχαν, αναπάντεχα, σταματήσει.

Σήμερα, μια ειρηνευτική συμφωνία παραμένει μακρινή λόγω της επιμονής της Ρωσίας να διατηρεί τον έλεγχο - και πιθανότατα να προσαρτήσει - τον χερσαίο διάδρομο προς την Κριμαία. Η Ουκρανία αρνήθηκε να συζητήσει αυτό το ενδεχόμενο καθώς θα κατοχύρωνε ουσιαστικά τον έλεγχο της Μόσχας στις όχθες του ποταμού Δνείπερου, που είναι η οικονομική και ιδεολογική ραχοκοκαλιά του ουκρανικού κράτους.

Ο έλεγχος από τη Ρωσία έστω και μιας από τις όχθες στις εκβολές του ποταμού θα στειρώσει μόνιμα την Ουκρανία από στρατηγική άποψη, προσφέροντας στη Μόσχα τον έλεγχο της κυκλοφορίας στον ποταμό. Η παρουσία της Ρωσίας στον ποταμό θα λειτουργούσε, επομένως, με τρόπο ανάλογο με τα ρωσικά στρατεύματα που βρίσκονται λίγα μίλια από την πρωτεύουσα της Γεωργίας, την Τιφλίδα, ως αποτέλεσμα του πολέμου της το 2008 με τη Ρωσία, που έχουν ως αποτέλεσμα η χώρα να πασχίζει να αναπτύξει την οικονομία της και να αποκτήσει στενότερους δεσμούς με την Ευρώπη.

Η ουκρανική κυβέρνηση θα αντισταθεί έτσι σε οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός (πόσο μάλλον σε μια ειρηνευτική συμφωνία) που συνεπάγεται την de facto αποδοχή από την Ουκρανία της απώλειας αυτών των εδαφών. Ως εκ τούτου, θα συνεχίσει να απορρίπτει πιθανές μονομερείς προσπάθειες της Ρωσίας να προσφέρει τερματισμό των εχθροπραξιών και θα προσπαθεί να αποκτήσει ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση αφότου αποκτήσει περισσότερα δυτικά όπλα για να εξαπολύσει πιθανές αντεπιθέσεις.

Στη Ρωσία, η δημοτικότητα του ολοένα και πιο δαπανηρού πολέμου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τελική προσάρτηση ουκρανικών εδαφών, κάτι που πιθανότατα θα οδηγήσει επίσης το Κρεμλίνο να διατηρεί τη στρατηγική του και να υπενθυμίζει συνεχώς σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη την «υπαρξιακή φύση» της σύγκρουσης για τη Μόσχα.

Η Ρωσία θα συνεχίσει να διαμηνύει, μεταξύ άλλων μέσω πυρηνικού εκβιασμού, ότι θα είναι πάντα έτοιμη να πληρώσει υψηλότερο κόστος από αυτό που είναι διατεθειμένη (ή, στην περίπτωση της Ουκρανίας, μπορεί) να πληρώσει η Δύση προκειμένου να διατηρήσει το έδαφος που έχει ήδη καταλάβει κατά τη διάρκεια τον πόλεμο, διατηρώντας παράλληλα τις φιλοδοξίες για ακόμα μεγαλύτερη επέκταση.

Στην Ουκρανία, οι πολιτικοί ηγέτες εξακολουθούν να επιμένουν ότι το τέλος της «ενεργής φάσης» του πολέμου θα έρθει κάποια στιγμή αυτό το χειμώνα. Ωστόσο, η αδυναμία κάθε πλευράς να επιτύχει επαρκώς ευνοϊκές συνθήκες σημαίνει ότι η σύγκρουση είναι ολοένα και πιο πιθανό να επεκταθεί έως το 2023 και μετά, καθώς ο πόλεμος μετατρέπεται σε παρατεταμένη αντιπαράθεση με πιθανότητα οξειών εξάρσεων.

Οι ειρηνευτικές συνομιλίες πιθανότατα θα ξαναρχίσουν, αλλά είναι απίθανο να αποφέρουν μεγάλη πρόοδο όσο η Ρωσία, η Ουκρανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να στέλνουν το σήμα ότι η διατήρηση του πολέμου είναι βιώσιμη και προτιμότερη από τις οδυνηρές παραχωρήσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Το επιχείρημα ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της Ουκρανίας

Το επιχείρημα ότι ο χρόνος ευνοεί την Ουκρανία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συνεχιζόμενη πρόσβασή της σε σύγχρονο οπλισμό του ΝΑΤΟ (συγκεκριμένα συστήματα πυροβολικού και πυρομαχικά, συμπεριλαμβανομένων πυρομαχικών ακριβείας) — σε αντίθεση με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ρωσία όσον αφορά την επιμελητεία, τον εφοδιασμό και την παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού.

Δηλώσεις δυτικών αξιωματούχων, όπως της αναπληρώτριας υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ Kathleen Hicks – η οποία στις 13 Ιουνίου είπε ότι το Πεντάγωνο ήταν «καλά εξοπλισμένο» για να υποστηρίξει την Ουκρανία «για πέντε, 10 ή 20 χρόνια στο μέλλον» – υποστηρίζουν την ιδέα ότι η Ουκρανία θα υποδέχεται μακροπρόθεσμα σύγχρονο εξοπλισμό. Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, εξοικονομεί όλο και περισσότερο πυρομαχικά ακριβείας και ορισμένα συστήματα εν μέσω αμφιβολιών για την ικανότητά της να τα αντικαταστήσει. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να σημειωθεί ότι η αυξανόμενη διαφορά στον οπλισμό των δύο πλευρών θα επιτρέψει, τελικά, στην Ουκρανία όχι απλώς να αμυνθεί στην πρώτη γραμμή, αλλά και να διεξάγει τις δικές της στρατηγικές αντεπιθέσεις.

Αυτό το επιχείρημα στηρίζεται επίσης στους περιορισμούς της Ρωσίας σε ανθρώπινο δυναμικό. Το γεγονός ότι η Μόσχα έχει επανειλημμένα αρνηθεί μέχρι τώρα πιο εκτεταμένα μέτρα επιστράτευσης, παρότι κάτι τέτοιο θα ήταν πιο επωφελές αν γίνονταν το συντομότερο, είναι ισχυρή απόδειξη ότι το Κρεμλίνο φοβάται να το κάνει τώρα ή στο μέλλον, επειδή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της υποστήριξης στον πόλεμο στο εσωτερικό της.

Η Ρωσία αγωνίζεται να προσελκύσει αρκετούς εθελοντές, πολλοί από τους οποίους είναι μεγαλύτερης ηλικίας και λιγότερο ικανοί για μάχη. Η Ουκρανία, αντίθετα, συνεχίζει να κινητοποιεί προσωπικό με υψηλά κίνητρα που μπορεί να εκπαιδευτεί στη Δύση. Αυτό σημαίνει ότι, με την πάροδο του χρόνου, η Ρωσία θα αντιμετωπίσει ζητήματα ποιότητας και διαθεσιμότητας δυνάμεων που θα θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των Ρώσων στρατιωτών κατά τη διάρκεια μιας ουκρανικής αντεπίθεσης.

Η ανακατάληψη της Κριμαίας ή μεγάλου μέρους του Ντονμπάς από την Ουκρανία είναι εκτός συζήτησης τόσο για στρατιωτικούς, όσο και για πολιτικούς λόγους. Όμως, εάν διατηρήσει το πλεονέκτημα ανθρώπινου δυναμικού και εξοπλισμού, ο ουκρανικός στρατός θα μπορούσε, σύμφωνα με το επιχείρημα, να πάρει πίσω αρκετά κομμάτια της επικράτειάς του ώστε να εμποδίσει τη Ρωσία να προσαρτήσει ή να συνεχίσει να κατέχει κάποια εδάφη, καθώς το πολιτικό και οικονομικό κόστος θα ήταν βαρύ.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ρωσία είναι πολύ πιθανό να προσαρτήσει εδάφη κατά μήκος εύκολα υπερασπίσιμων φυσικών συνόρων, όπως ο ποταμός Δνείπερος, ή κατά μήκος διοικητικών ορίων που θα δίνουν ένα μανδύα νομιμότητας στις ενέργειες της Ρωσίας. Η άρνηση του πλήρη ελέγχου αυτών των διοικητικών περιοχών από τη Μόσχα σε μια κατάσταση όπου δεν έχει επιτύχει τους δεδηλωμένους στρατηγικούς της στόχους θα μπορούσε, με την πάροδο του χρόνου, να γίνει πολιτικά μη βιώσιμη για τη Μόσχα. Αυτό, ελπίζεται ότι θα μπορούσε να αναγκάσει τη Ρωσία να αποσυρθεί τελικά από ορισμένες περιοχές της Ουκρανίας, κίνηση που η Ρωσία θα αποκαλούσε «χειρονομία καλής θέλησης».

Στο επιχείρημα ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της Ουκρανίας προστίθενται οι προκλήσεις για τη ρωσική οικονομία που προέρχονται από κυρώσεις και την αποχώρηση δυτικών εταιρειών. Παρά τα χρόνια χρηματοδότησης προγραμμάτων «αντικατάστασης εισαγωγών», η πολιτική και στρατιωτική παραγωγή της Ρωσίας παραμένει θλιβερά εξαρτημένη από τις εισαγωγές ξένου (συνήθως δυτικού) εξοπλισμού, κυρίως σε ευαίσθητα τεχνολογικά εξαρτήματα και ηλεκτρονικά.

Η Ρωσία μπορεί να είναι σε θέση να αντέξει τις επιπτώσεις από τις δυτικές κυρώσεις κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου έτους. Αλλά εάν οι κυρώσεις παραμείνουν σε ισχύ το 2023 και μετά, η αποδυνάμωση της ρωσικής οικονομίας θα μπορούσε να φτάσει σε σημείο όπου η Μόσχα θα αναγκαστεί να περιορίσει τους πολεμικούς της στόχους λόγω ελλείψεων ή επακόλουθης πολιτικής αναταραχής.

Η ικανότητα της Ρωσίας να διατηρήσει τη δημοσιονομική σταθερότητα θα μπορούσε να υπονομευθεί σοβαρά από την αδυναμία να καλύψει τις οικονομικές της ανάγκες με τις πωλήσεις πετρελαίου. Καθώς το κόστος εξόρυξης για την παραγωγή πετρελαίου πιθανότατα έχει ανέβει, μια πτώση των τιμών του πετρελαίου θα μπορούσε να αναγκάσει τη Μόσχα να εξαντλήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα για να καλύψει το έλλειμμα.

Ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να ευνοεί την Ουκρανία μακροπρόθεσμα είναι η αυξανόμενη επιφυλακτικότητα του ρωσικού κοινού για τον συνεχιζόμενο πόλεμο του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι εγχώριες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι, ενώ η δημοτικότητα και η υποστήριξη του Πούτιν για τη λεγόμενη «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» του στην Ουκρανία αυξήθηκαν μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, και τα δυο έχουν τώρα πτωτική τάση -και πιθανότατα θα συνεχίσουν να έχουν (αν και αργά) καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται.

Οι εκδοχές του παραπάνω επιχειρήματος είναι φυσικά δημοφιλείς στη Δύση και στην Ουκρανία. Είναι σημαντικό για το Κίεβο να στηρίξει αυτό το αφήγημα γιατί –πιθανότατα σωστά– εκτιμά ότι η διατήρηση της προσοχής και της υποστήριξης του κοινού στη Δύση εξαρτάται από την ιδέα ότι η Ουκρανία δεν μπορεί απλώς να επιβιώσει από τον πόλεμο, αλλά να «νικήσει». Χωρίς «όραμα νίκης», οι δυτικές δυνάμεις μπορεί να είναι λιγότερο διατεθειμένες να συνεχίσουν να παρέχουν υλική και οικονομική υποστήριξη.

Το γεγονός ότι η δυτική υποστήριξη εξαρτάται εν μέρει από την αντίληψη ότι το Κίεβο μπορεί να «κερδίσει» τον πόλεμο είναι καλά κατανοητό από τη Μόσχα, η οποία θα συνεχίσει να προωθεί το αντίθετο αφήγημα – ότι οι παραδόσεις όπλων θα οδηγήσουν μόνο σε πρόσθετη καταστροφή μεταξύ του ουκρανικού στρατού και του λαού, ενώ αυτή δεν θα επιτρέψει ποτέ στην Ουκρανία να ανακαταλάβει επαρκή εδάφη για να αλλάξει τη θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Οι προειδοποιήσεις: Η αδύναμη θέση της Ουκρανίας και ο δισταγμός της Δύσης

Είναι αλήθεια ότι η Ουκρανία πέτυχε στο να αποτρέψει έναν πολύ πιο ισχυρό εχθρό από το να πάρει τον έλεγχο ακόμη μεγαλύτερου μέρους της χώρας (ειδικά δεδομένης της κακής προετοιμασίας της για μια πλήρους κλίμακας εισβολή). Ωστόσο, η συνεχιζόμενη κατοχή της νοτιοανατολικής Ουκρανίας από τη Ρωσία και οι επιθέσεις στην υπόλοιπη χώρα καθιστά δύσκολο για τους Ουκρανούς να παρηγορηθούν σε αυτό το επίτευγμα.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πραγματική στρατηγική νίκη της Ουκρανίας θα συνεπαγόταν, τουλάχιστον, την εκδίωξη των δυνάμεων της Μόσχας εντελώς έξω από τις περιοχές Χερσώνα και Ζαπορίζια και, ως εκ τούτου, την άρνηση της ρωσικής πρόσβασης στον ποταμό Δνείπερο.

Εκτός από τη Μαριούπολη και την υπόλοιπη περιοχή του ανατολικού Ντονμπάς, οι τρέχουσες γραμμές του μετώπου θα έβλεπαν την Ουκρανία να χάνει τον έλεγχο όχι μόνο στον ποταμό, αλλά και σε στρατηγικές πόλεις όπως το Ενέργονταρ (η τοποθεσία του μεγαλύτερου πυρηνικού σταθμού της Ευρώπης), η Μελιτόπολη (βιομηχανικό κέντρο μεταξύ του Ντονμπάς και της Κριμαίας) και το Μπερντιάνσκ (μεγάλο λιμάνι εξαγωγής σιτηρών στην Αζοφική Θάλασσα).

Η ρητορική των δυτικών αξιωματούχων ότι τα όπλα προορίζονται απλώς για να βοηθήσουν τη διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας, αντί να επιτύχουν τη νίκη ή την ήττα της Ρωσίας είναι σκόπιμα διφορούμενη και αντικατοπτρίζει τη ζοφερή πραγματικότητα ότι η Ουκρανία αντιμετωπίζει ένα στενό στρατιωτικό μονοπάτι για την ανακατάληψη του εδάφους που έχασε από τότε που τα ρωσικά στρατεύματα άρχισαν την εισβολή, στις 24 Φεβρουαρίου, πόσο μάλλον για να φτάσει στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορά της.

Αυτή η στρατηγική ασάφεια θα συνεχίσει να αποτρέπει τους δυτικούς αξιωματούχους από το να προσδιορίσουν με σαφήνεια τον ρυθμό και τα όρια της υποστήριξής τους, καθώς οι σαφέστερες δεσμεύσεις θα μπορούσαν να διαμορφώσουν έναν ορισμό της ουκρανικής «νίκης» που δεν θα είναι νίκη. Αυτό θα παρείχε πληροφορίες στη Μόσχα ώστε να ακολουθήσει καλύτερα τη δική της στρατηγική, ενώ θα αποθάρρυνε σοβαρά τους Ουκρανούς. Αντίθετα, η προσέγγιση της Δύσης περιλαμβάνει την εξάντληση της ρωσικής αποφασιστικότητας και των πόρων για τη συνέχιση του πολέμου επί μακρόν, ελπίζοντας ότι αυτό θα οδηγήσει σε οικονομική και πολιτική αστάθεια στη Ρωσία η οποία θα ωθήσει τη Μόσχα σε αποκλιμάκωση.

Η συνολική εικόνα υποδηλώνει ότι οι δυτικοί πολιτικοί ανησυχούν υπερβολικά για την κλιμάκωση με τη Ρωσία και τις πολιτικές συνέπειες της «κόπωσης πολέμου» (παράγοντες που πρόκειται μόνο να γίνουν χειρότεροι καθώς οι διαταραχές της αγοράς που προκλήθηκαν από τον πόλεμο αποσταθεροποιούν περαιτέρω την παγκόσμια οικονομία) ώστε να προμηθεύουν επαρκώς την Ουκρανία προκειμένου να πετύχει μια νίκη.

Η κόπωση αυτή στην Ουκρανία και τη Δύση ήταν πιθανό να αυξηθεί με τον καιρό, ανεξάρτητα από τον βαθμό υποστήριξης και τις παραδόσεις όπλων τους πρώτους μήνες του πολέμου. Ως εκ τούτου, η πολιτική «στρατηγικής ασάφειας» της Δύσης εγκυμονεί κινδύνους για την Ουκρανία, καθώς πιθανά θα την ωθήσει να αναλάβει ριψοκίνδυνη δράση χωρίς επαρκή υποστήριξη πριν προλάβουν οι ρωσικές δυνάμεις να ενισχύσουν τις θέσεις τους. Μια πρόωρη επίθεση θα αποδυνάμωνε τους Ουκρανούς σε μια παρατεταμένη σύγκρουση, και ως εκ τούτου είναι κάτι που η Μόσχα πιθανότατα επιδιώκει να προκαλέσει.

Γνωρίζοντας ότι η ικανότητα της Ουκρανίας να διεξάγει μια αντεπίθεση τώρα ή στο μέλλον βασίζεται εξ ολοκλήρου στις προμήθειες όπλων της Δύσης, η Μόσχα δεν χρειάζεται να σπάσει τη βούληση των Ουκρανών να συνεχίσουν να πολεμούν. Η Μόσχα χρειάζεται μόνο να σπάσει τη βούληση της Δύσης να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τις παραδόσεις όπλων και να υποστηρίζει την οικονομία της Ουκρανίας ή την ενδεχόμενη ανοικοδόμηση και να πείσει τη Δύση να σταματήσει να επιτρέπει τη χρήση των όπλων της για επίθεση σε δυνάμεις της που βρίσκονται σε περιοχές της Ουκρανίας που κατέχει.

Οι αναφορές ότι η Μόσχα προετοιμάζει δημοψηφίσματα το Σεπτέμβριο για να δικαιολογήσει την επακόλουθη προσάρτηση των περιοχών που κατέλαβε ευθυγραμμίζεται με αυτή τη στρατηγική. Δεδομένης της δήλωσης του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ότι μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες είναι η αποτροπή του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Μόσχα πιθανώς υπολογίζει ότι η προσάρτηση κατασχεμένων περιοχών και ο ισχυρισμός ότι βρίσκονται κάτω από την πυρηνική ασπίδα της Ρωσίας θα βοηθούσε στην αποτροπή των ουκρανικών επιθέσεων στη Ρωσία χρησιμοποιώντας δυτικά όπλα.

Αμερικανοί αξιωματούχοι είπαν ότι είναι αντίθετοι στην παροχή όπλων που η Ουκρανία «θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να επιτεθεί στη Ρωσία» — μια λογική που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε αυξανόμενο ποσοστό εξοπλισμού που έχει στη διάθεσή του το Κίεβο. Αυτό θα συνεπαγόταν, φυσικά, μεγάλο κίνδυνο να τρωθεί η αξιοπιστία της Μόσχας. Αλλά η ικανότητα της Ρωσίας να εκβιάζει τη Δύση (για παράδειγμα, αυξάνοντας το επίπεδο πυρηνικής απειλής) παραμένει εκτεταμένη και πιθανότατα θα οδηγήσει περισσότερους Ευρωπαίους και Αμερικανούς να ζητούν αποκλιμάκωση. Τα σχέδια της Ρωσίας για προσαρτήσεις χρησιμεύουν ως μπαλαντέρ που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αλλάξουν τη μελλοντική τροχιά του πολέμου, φέρνοντας νέους παράγοντες στο παιχνίδι σε ότι αφορά τη στρατηγική κάθε πλευράς.

Γιατί ο χρόνος μπορεί να μην είναι με το πλευρό της Ουκρανίας

Το επιχείρημα ότι ο χρόνος στην πραγματικότητα δεν είναι στο πλευρό της Ουκρανίας στον πόλεμο έχει πολλά στοιχεία που το υποστηρίζουν. Πρώτον, η ικανότητα της να εκδιώξει τις ρωσικές δυνάμεις - οι οποίες ήδη καταλαμβάνουν περίπου το 20% της Ουκρανίας - θα μειωθεί με τον καιρό καθώς η Ρωσία περνά από την επίθεση στην άμυνα ενισχύοντας στρατεύματα σε βασικές περιοχές, κατασκευάζοντας οχυρά και βελτιώνοντας τις υλικοτεχνικές δυνατότητες.

Ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που η στρατιωτική κατάσταση της Ρωσίας επιδεινωθεί στη Χερσώνα, η Ρωσία θα μπορούσε απλώς να υποχωρήσει σε μια πιο ασφαλή πρώτη γραμμή στην άλλη πλευρά του ποταμού Δνείπερου, πέρα από την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα για ουκρανική αμφίβια επιχείρηση για το άμεσο μέλλον. Αυτό το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα καταστροφικό για την Ουκρανία, επειδή θα άφηνε στη Ρωσία τον έλεγχο μιας όχθης του ποταμού στις εκβολές του, επιτρέποντας της να στραγγαλίσει την οικονομία της Ουκρανίας εμποδίζοντας τις εξαγωγές χάλυβα, σιτηρών και άλλων προϊόντων μέσω του κάτω μέρους του Δνείπερου. Οι ουκρανικές αντεπιθέσεις σε άλλες περιοχές, όπως το βόρειο τμήμα γύρω από το Χάρκοβο, θα παρείχαν ακόμη λιγότερα στρατηγικά οφέλη στο Κίεβο.

Επιπλέον, η μετάβαση της Ουκρανίας από τη χρήση σοβιετικών/ρωσικών όπλων στα όπλα του ΝΑΤΟ συνοδεύεται από μακροπρόθεσμες προκλήσεις, καθώς οι δωρεές διαφόρων οπλικών συστημάτων για έναν μόνο ρόλο (για παράδειγμα, αυτοκινούμενα συστήματα πυροβολικού 155 mm) σε αποσπασματική βάση έχουν περιπλέξει τις απαιτήσεις εκπαίδευσης, συντήρησης και επιμελητείας εντός του ουκρανικού στρατού. Η Ουκρανία θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τεράστιες υλικοτεχνικές δυσκολίες στο να μεταφέρει πυρομαχικά και όπλα με ασφάλεια στην πρώτη γραμμή.

Η φυσική καταστροφή στην Ουκρανία δεν είναι λιγότερο σημαντική, καθώς η κούραση του πολέμου θα κάνει τη Δύση όλο και πιο διστακτική στο να χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση, η οποία εκτιμάται ότι θα κοστίσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Η κόπωση από τον πόλεμο είναι επίσης πιθανό να αυξηθεί στην Ευρώπη, καθώς η οικονομία της ηπείρου αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού τα επόμενα τρίμηνα, οι επιπτώσεις του οποίου θα επιδεινωθούν από το ήδη υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους της Ευρώπης.

Επιπλέον, οι υψηλές τιμές ενέργειας θα κάνουν λιγότερο κερδοφόρους τους βιομηχανικούς τομείς ορισμένων ευρωπαϊκών οικονομιών, ιδίως της Γερμανίας, γεγονός που πιθανότατα θα οδηγήσει σε ανεργία και πολιτική επιθυμία σε όλη την Ευρώπη να ξοδέψουν περισσότερα στο... σπίτι παρά στην οικονομική στήριξη της Ουκρανίας.

Η κόπωση θα μπορούσε να αναγκάσει τόσο τους ευρωπαίους όσο και τους αμερικανούς να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους είτε να μειώσουν τη στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία, είτε να εξαρτήσουν αυτή την υποστήριξη από παραχωρήσεις της Ουκρανίας στη Ρωσία. Η μείωση της δυτικής στρατιωτικής βοήθειας με αυτόν τον τρόπο πιθανότατα θα περιόριζε την ικανότητα της Ουκρανίας να αμυνθεί, τροφοδοτώντας τις φιλοδοξίες της Ρωσίας για νέα επίθεση.

Δεν είναι επίσης σαφές πόσο ακόμη η Ουκρανία μπορεί να αντέξει τη σύγκρουση από εσωτερική οικονομική και πολιτική σκοπιά. Η οικονομία της προβλέπεται ήδη να συρρικνωθεί κατά 35-45% φέτος και η πτώση είναι πιθανό να συνεχιστεί, καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται και η Ρωσία συνεχίζει να βλάπτει κρίσιμες υποδομές και βιομηχανία.

Ο πόλεμος επιδείνωσε επίσης σοβαρά την πρόκληση από τη μείωση του πληθυσμού της χώρας, καθώς 4,8 εκατομμύρια Ουκρανοί (πάνω από το 10% του προπολεμικού πληθυσμού της χώρας) είναι επίσημα εγγεγραμμένοι στην Ευρώπη ως πρόσφυγες σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που έχουν εγκαταλείψει την Ουκρανία είναι κατά εκατομμύρια μεγαλύτερος. Το γερασμένο εργατικό δυναμικό της χώρας, η έλλειψη φθηνού εργατικού δυναμικού και το κόστος για τη φροντίδα μεγάλου αριθμού τραυματισμένων βετεράνων θα επιβαρύνουν τα οικονομικά και θα οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση του πληθυσμού καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται.

Η Ουκρανία παραμένει η πιο ενωμένη πολιτικά από κάθε άλλη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία της. Και υπάρχει, προς το παρόν, ελάχιστη έως καθόλου επιθυμία μεταξύ των Ουκρανών να συμμετάσχουν σε διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία που περιλαμβάνουν εκχώρηση εδαφών. Ωστόσο, η αύξηση της ανεργίας και η πτώση του βιοτικού επιπέδου θα μπορούσαν, με τον καιρό, να διαβρώσουν αυτή την αποφασιστικότητα και να ωθήσουν περισσότερους Ουκρανούς να υποστηρίξουν τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Επιπλέον, τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας που σχετίζονται με τη διαφθορά, την επιρροή της ολιγαρχίας και την αδυναμία των θεσμών θα παραμείνουν, προκαλώντας κριτική στη χώρα από διεθνείς χορηγούς και μειώνοντας περαιτέρω τις ήδη αβέβαιες προοπτικές της Ουκρανίας να ενταχθεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μετρώντας τη δύναμη της Ρωσίας

Εκτός από τις αδυναμίες της Ουκρανίας, υπάρχει επίσης το θέμα των σχετικών δυνάμεων της Ρωσίας που θα μπορούσαν να της επιτρέψουν να ξεπεράσει το Κίεβο στη σύγκρουση. Η πρώτη είναι ο σταθερός έλεγχος της εξουσίας από το Κρεμλίνο. Παρά την αυξανόμενη συζήτηση στη Δύση για την απειλή που υφίσταται ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Πουτινισμός, η εσωτερική πολιτική κατάσταση της Ρωσίας πιθανότατα θα παραμείνει σταθερή. Χρόνια καταστολής ενόψει της εισβολής και η σχεδόν ολοκληρωτική σίγαση της διαφωνίας εν μέσω μέτρων λογοκρισίας εν καιρώ πολέμου έχουν εκφοβίσει πλήρως τον πληθυσμό της Ρωσίας και έχουν κάνει την ενεργή αντίθεση στο Κρεμλίνο πολύ επικίνδυνη.

Το Κρεμλίνο έχει παρουσιάσει τη σύγκρουση στην Ουκρανία ως έναν υπαρξιακό αγώνα για την επιβίωση της Μητέρας Ρωσίας. Και προς το παρόν, υπάρχουν ελάχιστα σημάδια ότι αυτή η προπαγάνδα - σε συνδυασμό με τη βάναυση καταστολή της διαφωνίας από την κυβέρνηση και τα υψηλά επίπεδα συνολικής απάθειας σε όλη τη ρωσική κοινωνία - δεν θα επιτύχει στο να αποτρέψει τη δημιουργία συνθηκών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απομάκρυνση ή την απαξίωση του Πούτιν.

Σε σύγκριση με την Ουκρανία, η πολύ μεγαλύτερη οικονομία της Ρωσίας μπορεί επίσης να είναι καλύτερα εξοπλισμένη για να αντέξει το τίμημα ενός παρατεταμένου πολέμου. Η Ρωσία θα χρειαστεί τελικά να αναδιαμορφώσει μεγάλο μέρος της οικονομίας της, η οποία θα υποστεί μια παρατεταμένη συρρίκνωση υπό το βάρος των δυτικών κυρώσεων. Αλλά αυτό δεν θα αλλάξει σημαντικά την οικονομική και στρατιωτική ικανότητα της Ρωσίας να συνεχίσει τον πόλεμο και την κατοχή.

Αντίθετα, η Μόσχα πιθανότατα πιστεύει ότι έχει συνδέσει σωστά το μέλλον της με τις χώρες που θα έχουν μεγαλύτερο οικονομικό όφελος μακροπρόθεσμα, και κυρίως την Κίνα. Οι χώρες που είναι είτε ουδέτερες, είτε φιλικές προς τη Ρωσία (συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Ινδίας και της Ινδονησίας) προβλέπεται να γνωρίσουν μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη τις επόμενες δεκαετίες από τις δημογραφικά στάσιμες και πολιτικά ευάλωτες οικονομίες των «μη φιλικών» δυτικών εθνών που έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Μόσχα. Η Ρωσία θα βιώσει ελλείψεις αγαθών και πτώση του βιοτικού επιπέδου, αλλά πιθανότατα θα μπορέσει να περιορίσει τις χειρότερες από τις ελλείψεις σε αγροτικές περιοχές που δεν έχουν ουσιαστικά καμία πολιτική σημασία.

Το σχετικό στρατιωτικό βάρος και η ικανότητα της Ρωσίας να παράγει δικά της όπλα θα δυσκολέψει τις ουκρανικές δυνάμεις που εξαρτώνται από το ΝΑΤΟ να αποδυναμώσουν επαρκώς τις ρωσικές δυνάμεις με την πάροδο του χρόνου. Οι πιο έντονες ελλείψεις όπλων που θα αντιμετωπίσει η Ρωσία στην Ουκρανία θα είναι πιθανότατα drones και πυρομαχικά ακριβείας. Ωστόσο, θα χρειαστεί πολύς χρόνος προτού τέτοιες ελλείψεις την εμποδίσουν από το να διεξάγει μια ικανή άμυνα.

Ομοίως, η έλλειψη βασικών εξαρτημάτων, εργαλειομηχανών, ηλεκτρονικών και ανταλλακτικών θα εμποδίσει τη στρατιωτική παραγωγή της Ρωσίας, αλλά υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι αυτό θα καταστήσει τη ρωσική κατοχή μη βιώσιμη. Το σημερινό πλεονέκτημα της Ρωσίας σε εξοπλισμό —ιδιαίτερα σε πυροβολικό, αεροπορική υποστήριξη και ηλεκτρονικό πόλεμο— θα χρειαστούν μήνες ή και χρόνια παραδόσεων του ΝΑΤΟ για να καλυφθεί από την Ουκρανία. Αντί για εξοπλισμό, οι ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας χρειάζονται στην πραγματικότητα περισσότερο ανθρώπινο δυναμικό από μέτρα επιστράτευσης, τα οποία θα επέτρεπαν στη Ρωσία να χρησιμοποιήσει καλύτερα το τεράστιο συνολικό πλεονέκτημά της σε ανθρώπινο δυναμικό έναντι της Ουκρανίας.

Η Ρωσία είναι έτοιμη για το μακρύ παιχνίδι

Η παραπάνω δυναμική δίνει μια εικόνα στην οποία ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας διαρκεί καθώς η δυτική υποστήριξη παραμένει ανεπαρκής και ο Πούτιν «τακτοποιείται», αφήνοντας τον χρόνο να υποβαθμίσει περαιτέρω τη διαπραγματευτική θέση των Ουκρανών.

Η Μόσχα πιθανότατα θα επικεντρωθεί στη διατήρηση της εσωτερικής σταθερότητας, ενώ θα υπερασπιστεί τα κεκτημένα της και θα συνεχίσει να ασκεί στρατιωτική δύναμη στην υπόλοιπη Ουκρανία με ελάχιστο κόστος – πιστεύοντας ότι έχει όλα τα κομμάτια στη θέση τους για να αφήσει τον χρόνο να υποβαθμίσει τη θέληση της Δύσης και την πολιτική αποφασιστικότητα των Ουκρανών με την πάροδο του χρόνου.

Καθώς η Ρωσία δεν αναμένει ή δεν χρειάζεται διεθνή αναγνώριση της κατοχής της, η Μόσχα είναι απίθανο να αφήσει τις ανησυχίες για τη νομιμότητα των πράξεών της να εμποδίσουν τα σχέδιά της για τη νότια Ουκρανία. Αυτά τα σχέδια περιλαμβάνουν την υποταγή και την αφομοίωση των κατασχεθέντων εδαφών και τη χρήση τους ως ουδέτερου χώρου από τον οποίο θα ασκείται συνεχής πίεση στην υπόλοιπη Ουκρανία μέσω στρατιωτικών ή άλλων μέσων, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής προσάρτησής τους.

Υπάρχει ακόμα ένα παράθυρο για την Ουκρανία και τη Δύση να επιτύχουν μια νίκη, αρχικά στο πεδίο της μάχης και μετά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εάν η Δύση αυξήσει τον ρυθμό και τον όγκο των παραδόσεων όπλων στο Κίεβο και δεσμευτεί να σταθεροποιήσει την οικονομία της Ουκρανίας. Αλλά αυτές οι κινήσεις θα είχαν τεράστιο κόστος και θα μπορούσαν να διαρκέσουν πολλά χρόνια. Και μέχρι στιγμής, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να διστάζουν να αυξήσουν σημαντικά την υποστήριξή τους προς την Ουκρανία.

Εκτός και αν οι σύμμαχοι της Ουκρανίας στη Δύση αντισταθούν στην αυξανόμενη κόπωση του πολέμου, οι μακροπρόθεσμοι παράγοντες φαίνεται πιο πιθανό να ευνοήσουν τη Ρωσία καθώς η εισβολή συνεχίζεται.

Πηγή: Euro2day