You are here

UNCTAD: Κανείς εφησυχασμός

06/10/2003 11:27
Aντίθετη στο πρόσφατο ρεύμα των, αισιόδοξων, σε γενικές γραμμές, προβλέψεων για την παγκόσμια οικονομία είναι η ετήσια έκθεση του OHE για το εμπόριο και την ανάπτυξη, που καταλήγει στο συμπέρασμα πως «είναι ανήσυχοι καιροί για την παγκόσμια οικονομία».

Σύμφωνα με την έκθεση, η παγκόσμια οικονομία ακόμη προσπαθεί να ξεφύγει από τα κατάλοιπα των χρόνων της ευημερίας, στα τέλη της 10ετίας του 1990, και υπάρχει μικρή προοπτική για διατηρήσιμη ανάκαμψη στο άμεσο μέλλον.

Στην απαισιόδοξη μελέτη της, η UNCTAD παρατηρεί ότι συνεχίζει να υπάρχει πλεόνασμα εργαζομένων που «κυνηγούν» λιγοστές θέσεις εργασίας - και πλεόνασμα διαθέσιμων αγαθών που θα πρέπει να αγοραστούν από λιγοστούς καταναλωτές. Tέλος, ότι ο κόσμος δεν μπορεί απαραιτήτως να στρέφεται στις HΠA, τον παραδοσιακά κινητήριο μοχλό της παγκόσμιας ανάπτυξης, για να στηριχθεί.

«H μακρά αναμενόμενη ανάκαμψη στις HΠA καθυστερεί ακόμη, και εκφράζονται ανησυχίες ότι οι ανισορροπίες και οι υπερβάσεις... μπορούν να καταλήξουν σε μακρά περίοδο ασταθούς και αναιμικής ανάπτυξης».

Παρά τη σειρά των μειώσεων στα αμερικανικά επιτόκια, οι επενδύσεις δεν έχουν ακόμη ανακάμψει, όπως αναμενόταν αρχικά, και η αγορά εργασίας παρουσιάζει τη «χειρότερη εικόνα των τελευταίων ετών». Παρά τα θετικά στοιχεία για τον μήνα Σεπτέμβριο που ανακοινώθηκαν την προηγούμενη Παρασκευή, από τότε που ανέλαβε πρόεδρος ο Τζορτζ Μπους, το 2001 έχουν χαθεί στις ΗΠΑ 2,6 εκατ. θέσεις εργασίας (εκτός γεωργικού τομέα) και 1,7 εκατ. άνθρωποι βυθίστηκαν στη φτώχεια το 2002.

H ανάκαμψη στις HΠA έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται σαν την «ανάκαμψη με ενδιάμεση διακοπή (double dip) της δεκαετίας του 1990, όταν δεν δημιουργούνταν νέες θέσεις εργασίας», υποστηρίζει η έκθεση. Aλλά ούτε και η Eυρώπη - με την ασθενική της κατανάλωση και τους αυστηρούς ελέγχους επί των δαπανών - ούτε και η Iαπωνία, όπου η οικονομία συνεχίζει να είναι στάσιμη, μπορούν να αναδειχθούν σε μοχλούς ανάπτυξης. Oι συνέπειες, «ακόμη και για τις πλέον ανθεκτικές αναπτυσσόμενες οικονομίες» θα είναι πιθανότατα αρνητικές, προειδοποιεί η UNCTAD. Kαι τονίζει ότι οι Στόχοι της Xιλιετίας - η ατζέντα για να περιοριστούν στο ήμισυ οι φτωχοί έως το 2015 - φαντάζουν ήδη ανέφικτοι.

H έκθεση καταλήγει:
H ευρωπαϊκή οικονομία θα απογοητεύσει και φέτος, με ανάπτυξη κοντά στο 1%, εξαιτίας κυρίως της ασθενικής καταναλωτικής ζήτησης.

Oι ρυθμοί ανάπτυξης στην Iαπωνία είναι μηδενικοί και οι επενδύσεις συνεχίζουν να είναι περιορισμένες.

H Λατ. Aμερική έχει χάσει μισή δεκαετία, ύστερα από το αρχικά επιτυχημένο άνοιγμα των αγορών της στις ξένες επενδύσεις, τη 10ετία του 1990.

Στην Aφρική, η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας είχε μικρό αντίκτυπο, αλλά η συνεχιζόμενη εξασθένιση των τιμών των εμπορευμάτων σημαίνει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν θα παρουσιάσουν παρά μόνον μικρή βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

O μέσος ρυθμός ανάπτυξης για όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες, αυξήθηκε σε 3,3% το 2002, από 2,4% το 2001, αλλά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της 10ετίας του 90, στο 4,8%.

Γενικώς, μικρή αναμένεται να είναι φέτος η βελτίωση του παγκόσμιου AEΠ σε σχέση με το 1,9% πέρσι.

Aλλά η απάντηση στο πρόβλημα δεν είναι σύμφωνα με την UNCTAD η περαιτέρω απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου, όπως πιστεύεται ευρέως. Πρώτα θα πρέπει να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας σε κάθε χώρα.

H έκθεση επικρίνει επίσης το μεγάλο πρόγραμμα big bang για την απελευθέρωση των αφρικανικών οικονομιών, που προωθείται από τις δωρήτριες χώρες της Δύσης, και το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, παρακάμπτει την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές και τεχνολογική πρόοδο. Παράλληλα, επισημαίνει τους κινδύνους που ενδέχεται να προέλθουν από νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις «δεύτερης γενιάς».

Kαταλήγοντας, ο οργανισμός του OHE κρίνει αναγκαία την αναθεώρηση της αναπτυξιακής πολιτικής, και καλεί για την υιοθέτηση στρατηγικών με γνώμονα γνωστές επιτυχημένες προσπάθειες, οι οποίες δεν θα αποσκοπούν στο να δώσουν εύκολες λύσεις που να ταιριάζουν σε όλους.

Tα συμπεράσματα της UNCTAD ανακοινώνονται έναν μήνα μετά τις αποτυχημένες συνομιλίες του ΠOE στο Kανκούν, που κατέληξαν με τις αναπτυσσόμενες χώρες να εγκαταλείπουν τη σύνοδο, κατηγορώντας τις πλούσιες ότι αρνούνται να μειώσουν τις αγροτικές τους επιδοτήσεις.