You are here

Αύξηση 69% στις αιτήσεις για άσυλο

24/06/2019 12:00

Οι αιτήσεις ασύλου στην ΕΕ μειώθηκαν για τρίτη συνεχή χρονιά το 2018, επιστρέφοντας σε επίπεδα προ της κρίσης, ενώ η αύξηση των αιτήσεων κατά τους πρώτους πέντε μήνες του 2019, δεν είναι ενδεικτική μιας «σημαντικής μακροπρόθεσμης μεταβολής των πρόσφατων τάσεων», σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO).
 
Με 664.480 αιτήσεις διεθνούς προστασίας στην ΕΕ, το 2018 καταγράφεται μείωση για τρίτη συνεχή χρονιά, αυτή τη φορά κατά 10%. Περίπου το 9% αυτών των αιτήσεων περιελάμβανε επανειλημμένους αιτούντες, ωστόσο καταγράφονται και έντονες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των μεμονωμένων πολιτειών.

Στην Κύπρο ειδικότερα, η οποία καταγράφεται ως η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία υποδοχής σε σχέση με τον πληθυσμό της, υπήρξαν 1 745 το 2014, 2 265 το 2015, 2 940 το 2016, 4 600 το 2017 και 7 765 το 2018, δηλαδή αύξηση 69% από το 2017 στο 2018, αντιστοιχεί στο 1.2% του συνόλου της ΕΕ και η κύρια προέλευση των αιτούντων με 26% είναι η Συρία.

Στην Ελλάδα καταγράφονται 9 430 το 2014, 13 205 το 2015,  51 110 το 2016, 58 650 το 2017 και 66 965 το 2018, με αύξηση 14% ανάμεσα στο 2017 και 2018, (10% επί του συνόλου της ΕΕ και κύρια προέλευση με 20% τη Συρία).

Αναλυτικά, το συνολικό ποσοστό αναγνώρισης το 2018 ήταν 39%, σημειώνοντας μείωση κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αν και γενικά εκδόθηκαν λιγότερες θετικές αποφάσεις, υψηλότερο ποσοστό θετικών αποφάσεων χορήγησε το καθεστώς του πρόσφυγα (55% των θετικών αποφάσεων).
 
Η Συρία (13%), το Αφγανιστάν και το Ιράκ (από 7%) ήταν οι τρεις κύριες χώρες προέλευσης των αιτούντων στην ΕΕ το 2018. Στις 10 πρώτες χώρες καταγωγής περιλαμβάνονται επίσης το Πακιστάν, η Νιγηρία, το Ιράν και η Τουρκία (από 4%) και η Βενεζουέλα, η Αλβανία και η Γεωργία (από 3%). Το 2018, σχεδόν το ένα πέμπτο του συνόλου των αιτήσεων υποβλήθηκαν από υπηκόους χωρών που απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεώρησης για να εισέλθουν στον χώρο Σένγκεν, συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων Βενεζουέλας, Κολομβιανών, Αλβανών και Γεωργιανών.

 Όσον αφορά τις χώρες υποδοχής, το 2018, οι περισσότερες αιτήσεις ασύλου κατατέθηκαν στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία. Μαζί, αυτές οι πέντε χώρες αντιπροσώπευαν σχεδόν τα τρία τέταρτα όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν στην ΕΕ.

Η Γερμανία έλαβε τις περισσότερες αιτήσεις (184.180) για έβδομη συνεχή χρονιά, παρά τη μείωση κατά 17% σε σύγκριση με το 2017.

Οι αιτήσεις στη Γαλλία αυξήθηκαν για τέταρτη συνεχή χρονιά, φθάνοντας τις 120 425 το 2018, το υψηλότερο επίπεδο που καταγράφηκε στη Γαλλία μέχρι σήμερα.

Η Ελλάδα έγινε η χώρα με τον τρίτο μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων που υποβλήθηκαν στην ΕΕ το 2018, με 66 965 αιτήσεις.

Οι πέντε πρώτες χώρες υποδοχής σε αναλογία με τον πληθυσμό τους ήταν η Κύπρος, η Ελλάδα, η Μάλτα, η Σουηδία και το Λουξεμβούργο.

Επιπλέον στο τέλος του 2018, οι εκκρεμείς υποθέσεις παρέμειναν υψηλά, με περίπου 896 560 αιτήσεις να αναμένουν τελική απόφαση στην ΕΕ. Αυτό αντιπροσωπεύει μόνο μια μέτρια μείωση κατά 6% σε σύγκριση με το τέλος του 2017.

Κατά τους πρώτους πέντε μήνες του 2019, περισσότερες από 290.000 αιτήσεις διεθνούς προστασίας καταγράφηκαν στην ΕΕ. Αυτό αντιστοιχεί σε αύξηση 11% κατά την ίδια περίοδο το 2018. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι κύριες χώρες προέλευσης ήταν η Συρία (8%), το Αφγανιστάν και η Βενεζουέλα (από 7%), αντιπροσωπεύοντας από κοινού περίπου μία στις τέσσερις αιτήσεις στην ΕΕ.

Στην περίοδο αυτή σημειώθηκε επίσης αύξηση των αιτήσεων που καταγράφηκαν από τους Λατινοαμερικανούς υπηκόους. Οι υπήκοοι της Βενεζουέλας υπέβαλαν περίπου 18.400 αιτήσεις ασύλου, περίπου διπλάσιες σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2018, ενώ οι Κολομβιανοί υπήκοοι υπέβαλαν τριπλάσιες αιτήσεις. Αυξήσεις σημειώθηκαν επίσης από τους υπηκόους του Ελ Σαλβαδόρ, της Ονδούρας, της Νικαράγουας και του Περού.

Η EASO καταγράφει τέλος ότι «η αύξηση στις αρχές του 2019 θα πρέπει να ληφθεί στο πλαίσιο της δραματικής πτώσης των αιτήσεων τα τελευταία τρία χρόνια, και κυρίως της επιστροφής στα επίπεδα του 2014 πέρυσι», σημειώνοντας ότι σε αυτό το στάδιο «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η πρόσφατη μέτρια αύξηση των αιτήσεων αποτελεί σημαντική μεταβολή των γενικών τάσεων καθώς οι μηνιαίες διακυμάνσεις είναι φυσιολογικές».