You are here

Παρατείνεται η παραμονή της Κύπρου στα «σκουπίδια»

17/03/2018 04:58

Ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poor’s αποφάσισε σήμερα να διατηρήσει τη διαβάθμιση του αξιόχρεου της Κύπρου στα ίδια επίπεδα, παρατείνοντας την παραμονή της χώρας στην κατηγορία «σκουπίδια», στην οποία βρίσκεται από το 2012.

Επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις της πλειοψηφίας των αναλυτών που συμμετείχαν σε σχετική σφυγμομέτρηση της StockWatch, ο οίκος επιβεβαίωσε αργά την Παρασκευή τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις της Κύπρου στο BB+/B, διατηρώντας τις θετικές προοπτικές.

Ο οίκος είχε αναβαθμίσει την Κύπρο σε αυτή τη βαθμίδα πριν ένα ακριβώς χρόνο, δημιουργώντας προσδοκίες για έξοδο από την κατηγορία σκουπιδιών, για την οποία χρειάζεται μία μόνο αναβάθμιση.

Οι άλλες τρεις διεθνείς οίκοι αξιολόγησης έχουν την Κύπρο σε δύο ή τρεις βαθμίδες χαμηλότερες από ότι οι Standard and Poor’s.

Ο οίκος σημειώνει ότι αναβάθμιση των αξιολογήσεων θα προκύψει εάν διαπιστωθεί μεγαλύτερη δυναμική στη μείωση των τρωτών σημείων της χώρας, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με τον τραπεζικό τομέα και τα ψηλά χρέη  του ιδιωτικού τομέα, ενώ η οικονομική ανάπτυξη εξακολουθεί να στηρίζει τη μείωση του δημόσιου χρέους.

Σημειώνεται ότι θα εξεταστεί αναβάθμιση των αξιολογήσεων το 2018 εάν η οικονομική ανάκαμψη και η κατεύθυνση της μακροοικονομικής πολιτικής παρέχει ώθηση για περαιτέρω σημαντική μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης και του ιδιωτικού τομέα, οι μετρήσεις του εξωτερικού χρέους της οικονομίας βελτιώνονται περαιτέρω, ιδίως μέσω μείωσης του βραχυπρόθεσμου χρέους της και εάν οι πιστωτικές και νομισματικές συνθήκες της Κύπρου εξακολουθούν να συγκλίνουν με εκείνες της ευρωζώνης, μέσω μιας ουσιαστικής μείωσης του «ασυνήθιστα ψηλού» επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Αναφέρεται ότι οι προοπτικές θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν σε σταθερές εάν η οικονομική ανάπτυξη είναι σημαντικά χαμηλότερη από αυτή που αναμένεται σήμερα ή υπάρξει μετατόπιση της δημοσιονομικής θέσης και το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ δεν πρόκειται πλέον να μειωθεί στον ορίζοντα πρόβλεψης μέχρι το 2021.

«Θα μπορούσαμε επίσης να αναθεωρήσουμε τις προοπτικές σταθερές εάν δούμε κινδύνους που προέρχονται από μεγαλύτερη οικονομική συγκέντρωση σε ορισμένους τομείς, για παράδειγμα, κατασκευές ή τουρισμό, ή αν υπάρχουν νέες ανησυχίες γύρω από τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ενώ ο τομέας εξακολουθεί να είναι επιβαρυμένος».
Οι αξιολογήσεις της Κύπρου περιορίζονται από τον ψηλό βαθμό μόχλευσης της οικονομίας, τον επιβαρυμένο τραπεζικό τομέα και το μικρό μέγεθος της σε σχέση με άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης.

«Θεωρούμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενδέχεται να λάβει υπόψη λιγότερο τις μικρότερες οικονομίες της ευρωζώνης κατά τον καθορισμό της πολιτικής αποφάσεων της», αναφέρεται.

Οι αξιολογήσεις υποστηρίζονται από τα επίπεδα εισοδήματος της Κύπρου και τις προσπάθειες των πολιτικών για τη μείωση του χρέους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και την αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού τομέα.

Η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 3,9% το 2017 έναντι 3,3% που ανέμενε ο οίκος ενώ αναμένεται το πραγματικό ΑΕΠ να αυξηθεί κατά μέσο όρο 2,8% τα έτη 2018-2021 υποστηριζόμενη από τις επενδυτικές δραστηριότητες και τις εξαγωγές υπηρεσιών ενώ η ιδιωτική κατανάλωση θα επιβραδυνθεί καθώς τα νοικοκυριά αυξάνουν την εξυπηρέτηση του χρέους τους.

Αναμένεται ότι η χάραξη πολιτικής θα παραμείνει προσανατολισμένη προς τη μείωση των μακροοικονομικών αδυναμιών, δηλαδή το ψηλό απόθεμα του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και τη βελτίωση της υγείας του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Στα μεγέθη 2011 η οικονομία

Για το 2018 ο οίκος αναμένει ότι η οικονομία θα επιστρέψει στα μεγέθη του 2011.

Η επενδυτική δραστηριότητα θα παραμείνει ισχυρή υποστηριζόμενη από τα έργα τα επόμενα τέσσερα χρόνια, κυρίως στον τουρισμό και την ενέργεια ενώ αναμένεται ότι οι εξαγωγές κυρίως από τον τουρισμό και τις επιχειρηματικές υπηρεσίες θα συνεχίσουν να έχουν σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη μέχρι το 2021.

Τα ευάλωτα σημεία εξακολουθούν να υφίστανται από τα ψηλά επίπεδα του χρέους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, το απομειωμένο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, που είναι επιβαρυμένο με το μεγαλύτερο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη σε σχέση με το ΑΕΠ.

«Πιστεύουμε ότι αυτοί οι παράγοντες περιορίζουν την ικανότητα της οικονομίας να απορροφά μακροοικονομικές διαταραχές χωρίς οδυνηρές προσαρμογές», τονίζεται.
Ο ισολογισμός του κυπριακού ιδιωτικού τομέα είναι από τους πλέον χρεωμένους στην Ευρώπη σε περίπου 250% του ΑΕΠ.

Παρά τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη, το χρέος του ιδιωτικού τομέα είναι πιθανό να παραμείνει ψηλό μεσοπρόθεσμα, αν και μειώνεται βραδέως λόγω αποπληρωμών που χρηματοδοτούνται επί του παρόντος από αποταμιεύσεις, αναδιάρθρωση, συνεχιζόμενες διαγραφές και συμβάσεις ανταλλαγής χρέους / περιουσιακών στοιχείων με τράπεζες.

«Προβλέπουμε ότι μετά τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 2018, η ώθηση της μακροοικονομικής πολιτικής των αρχών κατά τον χρονικό ορίζοντα πρόβλεψης θα παραμένει αμετάβλητη και θα επικεντρωθεί στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας εκμεταλλευόμενοι την κυκλική άνοδο, ενώ οι εξωτερικοί παράγοντες παραμένουν ευνοϊκοί».

Οι πολιτικές θα στοχεύουν στη διατήρηση πλεονασματικών δημόσιων οικονομικών, τη μείωση του χρέους και την ανάκαμψη του τραπεζικού τομέα.

Αδυναμία οι τράπεζες

Ο οίκος σημειώνει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας παραμένει μία σημαντική πιστωτική αδυναμία και το μέγεθός του είναι τρεις φορές το ΑΕΠ.

Αναμένεται ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί λόγω των δημοσιονομικών πλεονασμάτων ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα αυξηθεί οριακά μέχρι το 2021 αντανακλώντας τη μεγαλύτερη ζήτηση για εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αναμένεται να μειωθούν σταδιακά υποστηριζόμενα από τις προσπάθειες των τραπεζών να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.

Το δημοσιονομικό πλεόνασμα της ώρας ανήλθε στο 1,9% του ΑΕΠ το 2017 έναντι 0,5% που ανέμεναν οι S&P ενώ για τα επόμενα έτη αναμένεται να διατηρηθούν μέτρια τα πλεονάσματα.

Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί με ταχύτερο ρυθμό από ότι αναμενόταν τον Σεπτέμβριο. Μέχρι το τέλος του 2019, το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί σε κάτω από το 80% του ΑΕΠ από 89% το 2017 ενώ η μείωση θα είναι μεγαλύτερη εάν προκύψουν έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις.

Το μεγάλο μέγεθος του συστήματος και το ακόμα ψηλό επίπεδο των ΜΕΔ οδηγούν τον οίκο να θεωρήσει το σύστημα ως μια μέτρια ενδεχόμενη υποχρέωση της κυβέρνησης.
«Παρόλο που δεν προβλέπουμε άλλο γύρο ανακεφαλαιοποίησης, οι αρχές είναι πιθανό να στηρίξουν τις προσπάθειες του συνολικού τραπεζικού τομέα για τη μείωση των ΜΕΔ των νοικοκυριών», σημειώνεται.

Οι δημοσιονομικές προβλέψεις ανέρχονται σε €30 εκ. (0,2% του ΑΕΠ) ετησίως στον προβλεπόμενο ορίζοντα προς αυτή την υποστήριξη.

Ο οίκος δεν ενσωματώνει εισπράξεις από την προγραμματισμένη εκποίηση της συμμετοχής 25% του κράτους στη ΣΚΤ στις προβλέψεις. Ωστόσο, αναφέρει, οι προσπάθειες να προετοιμαστεί η τράπεζα προς πώληση μέσω αναδιάρθρωσης θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει ένα φορολογικό κόστος για την κυβέρνηση.

Σημειώνεται ότι τα προηγούμενα σχέδια για δώρο μετοχές στους πελάτες της τράπεζας φαίνεται να έχει αποσυρθεί ενώ παρουσιάστηκαν πιέσεις στις καταθέσεις της πριν τις εκλογές.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν στο 51% των συνολικών δανείων του εθνικού συστήματος τον Νοέμβριο του 2017από 55% τον Νοέμβριο του 2014.

«Δεδομένου ότι ο παρονομαστής, δηλαδή, τα δάνεια των τραπεζών μειώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η μείωση είναι πιο έντονη σε ονομαστικούς όρους  φθάνοντας τα €7,2 δισ.  ή περισσότερο από το ένα τρίτο του εκτιμώμενου ΑΕΠ του 2018», αναφέρεται.

Οι τράπεζες καταβάλλουν περαιτέρω προσπάθειες για να μειώσουν τα επίπεδα ΜΕΔ μέσω διαγραφών και αναδιαρθρώσεων χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ορισμένες τράπεζες έχουν προσλάβει εταιρείες εξυπηρέτησης χρέους για την ταχύτερη μείωσή τους.

Αναφέρεται ότι ενώ οι συναλλαγές που αφορούν ανταλλαγή χρεών με περιουσιακά στοιχεία, θα οδηγήσουν σε μείωση των ΜΕΔ, δεν θα οδηγήσουν σε εισροές μετρητών μέχρι ο τράπεζες να πωλήσουν τα ακίνητα.

Επίσης, ο κίνδυνος οι τράπεζες να μην αναγνωρίζουν επιπλέον ζημιές από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία δεν εξαφανίζονται μέχρι να πωληθούν πραγματικά τα περιουσιακά στοιχεία.

Με την αυξανόμενη χρήση αυτής της μεθόδου, οι τράπεζες έχουν τώρα περίπου το 4,5% των μεικτών δάνεια σε ακίνητα. Αν συμπεριληφθούν τα δάνεια στον τομέα των ακινήτων, η έκθεση στον τομέα ανέρχεται σε σχεδόν 25% των ακαθάριστων δανείων.

Η επόμενη αξιολόγηση του οίκου θα είναι το φθινόπωρο. 

Της Γεωργίας Χαννή