You are here

Πλεονάσματα μέχρι το 2026 αναμένει το ΥΠΟΙΚ

10/06/2023 06:01

Το δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να παραμείνει πλεονασματικό ύψους €567 εκατ. ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται στο 2%, σε σύγκριση με πλεόνασμα €570 εκατ. (2,1% του ΑΕΠ) τον προηγούμενο χρόνο, με βάση το μακροοικονομικό σενάριο του Υπουργείου Οικονομικών για το 2023.

Όπως αναφέρεται στο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής που εγκρίθηκε την Πέμπτη από το Υπουργικό Συμβούλιο, το πρωτογενές ισοζύγιο εκτιμάται να παραμένει πλεονασματικό ύψους €931 εκατ. (3,2% του ΑΕΠ) το 2023 σε σύγκριση με πρωτογενές πλεόνασμα ύψους €973 εκατ. (3,6% του ΑΕΠ) το 2022.

Με βάση το μακροοικονομικό σενάριο του Υπουργείου Οικονομικών, το δημοσιονομικό ισοζύγιο το 2024 προβλέπεται ότι θα είναι πλεονασματικό ύψους €714 εκατ., ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στο 2,3% και να παρουσιάσει βελτίωση 0,3 ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με τον τρέχοντα χρόνο. Μεσοπρόθεσμα, το δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να παραμείνει ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 2,3% το 2025 ή ύψους €752 εκατ. σε ονομαστικούς όρους, ενώ το 2026 προβλέπεται να βελτιωθεί οριακά στο 2,4% του ΑΕΠ ή σε ονομαστικούς όρους ύψους €799 εκατ.

Αναλυτικότερα, τα δημόσια έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης το 2023 αναμένεται να ανέλθουν στα €12.162 εκατ. σε σύγκριση με €11.322 εκατ. τον προηγούμενο χρόνο παρουσιάζοντας αύξηση 7,4%, λόγω της αναμενόμενης περαιτέρω αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο, αλλά και της χαμηλότερης απώλειας από τα μέτρα αντιμετώπισης των πληθωριστικών πιέσεων σε σύγκριση με την αντίστοιχη απώλεια κατά τον προηγούμενο χρόνο.

Το 2024, ο ρυθμός αύξησης των δημόσιων εσόδων προβλέπεται να φθάσει το 6,8%, απόρροια του περί των Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου με βάση τον οποίο τα ποσοστά εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα είναι αυξημένα από 1η Ιανουαρίου 2024, ενώ το 2025 και 2026 αναμένεται αύξηση των δημόσιων εσόδων κατά 4,3%, αντίστοιχα.

Οι πρωτογενείς δαπάνες κατά το 2023 αναμένεται να παρουσιάσουν αύξηση 8,5% σε σύγκριση με το 2022, ενόψει και του κόστους των μέτρων αντιμετώπισης των πληθωριστικών πιέσεων, καθώς επίσης και στις αναμενόμενα αυξημένες δαπάνες για κοινωνικές παροχές στο πλαίσιο του ΓεΣΥ σε σύγκριση με τις αντίστοιχες δαπάνες το 2022. Το 2024 ο ρυθμός ανάπτυξης των πρωτογενών δημόσιων δαπανών αναμένεται να είναι της τάξης του 5,8%, ενώ το 2025 και 2026 οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες προβλέπεται να αυξηθούν με ρυθμό 4% και 4,3%, αντίστοιχα.

Ανώτατα όρια δαπανών

Λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις των εσόδων, καθώς και τους δημοσιονομικούς στόχους, το συνολικό ανώτατο όριο δαπανών για την κεντρική κυβέρνηση καθορίζεται στα €9,380 εκατ. (2024), €9,480 εκατ. (2025) και €9,425 εκατ. (2026).

Τονίζεται ότι, τα συνολικά ανώτατα όρια δαπανών διαμορφώνονται στη βάση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων και ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να προωθούνται πολιτικές και να αναλαμβάνονται δεσμεύσεις πέραν των ορίων δαπανών που καθορίζονται στα πλαίσια του ΣΠΔΠ. Οποιαδήποτε απόκλιση από τα ανώτατα όρια δαπανών θέτει σε αμφιβολία την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και κατ’ επέκταση την αξιοπιστία της κυπριακής οικονομίας. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια του 2024 θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να μην υποβάλλονται νέες προτάσεις πολιτικής προς το Υπουργικό Συμβούλιο που συνεπάγονται πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος. Η υποβολή νέων προτάσεων από τα Υπουργεία/Υφυπουργεία/ Τμήματα/Ανεξάρτητες Υπηρεσίες θα πρέπει να εντάσσεται στη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού και εντός των καθορισμένων ανώτατων οροφών. Μόνο σε εξαιρετικές και απρόβλεπτες περιπτώσεις θα εξετάζονται νέες προτάσεις μετά την έγκριση του προϋπολογισμού με την προϋπόθεση ότι οι αναγκαίες πιστώσεις θα καλύπτονται από εξοικονομήσεις χωρίς να διαφοροποιείται η συνολική οροφή του προϋπολογισμού και κατ’ επέκταση να επηρεάζεται η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων (με πλήρη ανάλυση του ετησίου και μεσοπρόθεσμου κόστους που η πρόταση συνεπάγεται).

Ανάλυση κινδύνων

Το ΣΠΔΠ 2024-2026 ετοιμάστηκε αφού έλαβε υπόψη τόσο τις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις της κυπριακής οικονομίας, όσο και τις μακροοικονομικές προβλέψεις και τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί.

Σημειώνεται ταυτόχρονα η ύπαρξη κινδύνων, οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν το βασικό μακροοικονομικό σενάριο στο οποίο στηρίζονται οι δημοσιονομικοί στόχοι.

Πιο συγκεκριμένα, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι απορρέουν από τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία, μετά από την εισβολή από τη Ρωσία. Οι αυστηρές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία και Λευκορωσία από την ΕΕ, τις ΗΠΑ και το ΗΒ έχουν επιφέρει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου.

Οι επιπτώσεις αυτές περιλαμβάνουν τη σημαντική αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος διαβρώνει το πραγματικό εισόδημα των πολιτών.

Επίσης, η συμπερίληψη νομικών και φυσικών προσώπων από την Κύπρο στις λίστες κυρώσεων των ΗΠΑ και του ΗΒ, έχει πλήξει τον τομέα παροχής υπηρεσιών στην Κύπρο. Σε περίπτωση επανάληψης του φαινομένου αυτού, το πλήγμα ενδέχεται να ενταθεί.

Οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα εξακολουθούν να θεωρούνται πιθανή πηγή κινδύνου κυρίως λόγω του ακόμη υψηλού (παρά τη σημαντική πρόοδο) ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).

Δεδομένης της εισβολής στην Ουκρανία, των κυρώσεων που επιβλήθηκαν των επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία και της ανόδου των βασικών επιτοκίων, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια αύξηση των ΜΕΔ.

Από την άλλη, γίνονται συνεχώς σημαντικά βήματα προς την αποτελεσματική μείωση του επιπέδου των ΜΕΔ, ενώ το τραπεζικό σύστημα υποστηρίζεται από ανθεκτική κεφαλαιακή θέση και πλεονάζουσα ρευστότητα.

Επιπρόσθετα, δυνητικό κίνδυνο αποτελεί η επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών από το ΓεΣΥ, κυρίως μέσω των ελλειμμάτων του ΟΚΥπΥ, τα οποία δύναται να καλύπτει το κράτος κατά τα πρώτα 5 χρόνια λειτουργίας του, οι εργασίες του οποίου έχουν επιβαρυνθεί ιδιαίτερα λόγω της πανδημίας.

Από την άλλη πλευρά, οι μακροοικονομικές προβλέψεις βασίζονται σε μερική μόνο συμπερίληψη του αντικτύπου των επενδύσεων που αναμένεται να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του Σχέδιου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Πρόσθετες νέες επενδύσεις πέραν του Σχέδιου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δεν συνυπολογίζονται πλήρως στο βασικό σενάριο, λόγω του ότι είναι δύσκολο στο παρόν στάδιο να ποσοτικοποιηθεί η ετήσια επίπτωση.

Οι επενδύσεις αυτές έχουν σχέση με τον τομέα της ενέργειας, την υγεία και την εκπαίδευση.

Της Γεωργίας Χαννή