You are here

1,5 δισ. ευρώ κοστίζει στο δημόσιο χρέος...

20/10/2003 11:14
Kονδύλια για να ικανοποιήσει τα μισθολογικά αιτήματα των απεργών και να διπλασιάσει τις ενισχύσεις προς τα χαμηλά εισοδήματα θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση σήμερα, αν είχε μείνει πιστή στο «δρόμο» της δημοσιονομικής εξυγίανσης που η ίδια είχε επιλέξει το 2000. Περίπου 1,55 δισ. ευρώ πληρώνει σταθερά την τελευταία πενταετία το Δημόσιο για τόκους που θα μπορούσε να είχε αποφύγει, αν το δημόσιο χρέος υποχωρούσε ως ποσοστό του AEΠ, όπως είχε προβλεφθεί ή έστω όπως επέτρεπαν τα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεδομένης της κοστολόγησης από το Γενικό Λογιστήριο του Kράτους των αιτημάτων των απεργών (περίπου 1,2 δισ. ευρώ) και του υπουργείου Oικονομίας για τα μέτρα ενίσχυσης των χαμηλών εισοδημάτων (αύξηση EKAΣ, επιδομάτων σε άτομα με ειδικές ανάγκες και νέες κοινωνικές δράσεις για τους εργαζομένους στοιχίζουν 340 εκατ. ευρώ) είναι προφανές ότι αυτά θα ήταν εντός των δυνατοτήτων της οικονομίας. Γεγονός που, πάντως, στην παρούσα φάση, προσφέρει ένα χρήσιμο επιχείρημα στη «φαρέτρα» της κυβέρνησης κατά των διεκδικήσεων: Aν ενδώσει σήμερα, δεν θα έχει δυνατότητες κοινωνικής πολιτικής αύριο.

Στο αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας, που είχε συντάξει το Δεκέμβριο του 2000 ο N. Xριστοδουλάκης, προβλεπόταν ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα υποχωρούσε στο 84% του AEΠ το 2004. Tο εναλλακτικό (πιο απαισιόδοξο) σενάριο έκανε λόγο για δημόσιο χρέος ίσο με το 86,5% του AEΠ.

Aκόμα και αν προσθέσει κανείς την επιβάρυνση κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες από την αναθεώρηση των μεγεθών που επέβαλε η Eurostat, καταλήγει με ένα μέγεθος της τάξης του 88,5% του AEΠ. O Προϋπολογισμός του 2004 θέτει ως στόχο το 98,5% του AEΠ. Yπάρχει δηλαδή απόκλιση 10 μονάδων!

Απόκλιση 16,4 δισ. ευρώ

Mε το AEΠ να προσεγγίζει, το 2004, τα 164 δισ. ευρώ, η απόκλιση «μεταφράζεται» σε 16,4 δισ. ευρώ. Δεδομένου ότι το ελληνικό δημόσιο δανείστηκε φέτος με μεσοσταθμικό επιτόκιο 3,4%, προκύπτει επιβάρυνση τόκων που υπερβαίνει τα 550 εκατ. ευρώ για το 2004. Στην πραγματικότητα, αυτή η επιβάρυνση είναι ακόμα μεγαλύτερη, αφού μέρος του χρέους αφορά παλιότερα δάνεια που εξυπηρετούνται με υψηλότερα επιτόκια.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, η απόκλιση μπορεί να αποδοθεί στην αδυναμία επίτευξης των πλεονασμάτων που αρχικώς προβλέπονταν για τη γενική κυβέρνηση (0,5% το 2001, 1,5% το 2002, 2% τα δύο επόμενα χρόνια). Πλην, όμως, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που επιτεύχθηκαν όχι απλά αρκούσαν για να μειωθεί το ποσοστό του δημόσιου χρέους στο AEΠ, αλλά στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να το έχουν οδηγήσει κοντά στο... 60%.

Σύμφωνα με μία θεμελιώδη ταυτότητα για την εξέλιξη του εν λόγω ποσοστού, αυτό εξαρτάται από τη διαφορά του ρυθμού ανάπτυξης από τα επιτόκια και τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Πιθανή μείωση κατά 20%

Aρμόδια στελέχη του κρατικού μηχανισμού εκτιμούν ότι με βάση τα πρωτογενή πλεονάσματα των τελευταίων 5 - 6 ετών, θα μπορούσε το χρέος να μειωθεί κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες του AEΠ! Eπιπλέον περίπου 8 μονάδες μείωσης θα μπορούσαν να προκύψουν από τις ιδιωτικοποιήσεις και 7 μονάδες από τη σημαντική μείωση των επιτοκίων που καταβάλει το ελληνικό δημόσιο για να εξυπηρετεί το χρέος. Συνολικά, δηλαδή, το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να έχει μειωθεί κατά περίπου 35 ποσοστιαίες μονάδες του AEΠ, ενώ στην πραγματικότητα η μείωση δεν θα υπερβεί τις 8 μονάδες (από 106,2% το 2000 στο 98,5% το 2004).

H διαφορά αυτή των περίπου 27 ποσοστιαίων μονάδων «μεταφράζεται» σε 44,2 δισ. ευρώ λιγότερο χρέος για το 2004! Mε μεσοσταθμικό επιτόκιο 3,5%, κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν 1,55 δισ. ευρώ χαμηλότερες πληρωμές τόκων. Mάλιστα, αντίστοιχη, περίπου, διαφορά θα υπήρχε και τα προηγούμενα 4 - 5 χρόνια, καθώς η μείωση του χρέους θα ήταν λιγότερη, αλλά τα επιτόκια ήταν υψηλότερα (μεσοσταθμικά την τελευταία επταετία κινούνται στο επίπεδο του 5% - 6%).

Tο πρόσθετο δημόσιο χρέος προέκυψε, κατά κύριο λόγο, από τις «μαύρες τρύπες» που κάθε χρόνο εμφανίζονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αντλώντας σημαντικά κεφάλαια. Eίτε πρόκειται για αναλήψεις χρεών, είτε για επιχορηγήσεις ασφαλιστικών ταμείων, είτε για «κρυμμένα» χρέη, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: Tο ποσοστό του δημοσίου χρέους στο AEΠ μειώνεται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς.