You are here

Αποτίμηση κατάστασης στην Ελλάδα μετά από «οκτώ χαμένα χρόνια» από τους FT

09/08/2018 12:13

Η Ελλάδα πέρασε από οκτώ «χαμένα χρόνια», αναφέρει ανταπόκριση των FT από την Αθήνα, σε μια προσπάθεια αποτίμησης του «τι άλλαξε και τι δεν άλλαξε» στη χώρα.
 
Από το 2010 και μετά η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 1/4, το διαθέσιμο εισόδημα κατά 1/3, περισσότεροι από 300.000 μετανάστευσαν και η ανεργία είναι στο 20%, επισημαίνεται.
 
Στον ιδιωτικό τομέα, όσες επιχειρήσεις κατάφεραν να επιβιώσουν και να έχουν κέρδος δείχνουν σημάδια αισιοδοξίας.
 
Όχι χωρίς πόνο βέβαια, σημειώνει ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Μικρών Επιχειρήσεων, Παύλος Ραβάνης. Το 20% των μικρών επιχειρήσεων καινοτόμησαν επιτυχώς. Το 40% απλά επιβιώνει, δηλαδή εξυπηρετεί χρέη αλλά χωρίς κέρδη. Και το υπόλοιπο 40% είναι εταιρείες «ζόμπι», που δεν πληρώνουν φόρους ή δάνεια. Μόνο οι μισές από αυτές είναι «διασώσιμες».
 
Στο δημόσιο, ωστόσο, «η αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση και το εκπαιδευτικό σύστημα που παραπαίει αντιστάθηκαν στη μεταρρύθμιση», γεννώντας ερωτήματα για το πόσο δεσμευμένοι είναι οι Έλληνες στις διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζονται για μια βιώσιμη ανάκαμψη, σχολιάζει η βρετανική εφημερίδα.
 
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ακόμα δεν έχει πείσει το κόμμα το του ότι οι μέρες των πελατειακών σχέσεων έχουν παρέλθει, συνεχίζει το δημοσίευμα. Η κυβέρνησή του προχώρησε σε πάνω από 30.000 διορισμούς στο δημόσιο, περιλαμβανομένων πολλών «ειδικών συμβούλων» που έχουν επιλέξει οι υπουργοί.
 
Επίσης η κυβέρνηση «δεν έχει υπερκεράσει την αντίσταση στην εφαρμογή ενός σχεδίου αποπολιτικοποίησης του δημοσίου, μεγαλύτερης διαφάνειας στους διορισμούς και τακτικών αξιολογήσεων των δημοσίων υπαλλήλων».
 
Σημειώνεται ότι ένα σημαντικό βαρόμετρο για το πόση διάθεση για αλλαγή υπάρχει είναι κατά πόσο μετά την 20ή Αυγούστου η κυβέρνηση θα υπαναχωρήσει από κάποιες μεταρρυθμίσεις. Εκτιμάται ότι θα υπάρξει πολιτική πίεση σε θέματα όπως οι συντάξεις και οι διορισμοί στο δημόσιο καθώς πλησιάζουν οι εκλογές.
 
Το δημοσίευμα κλείνει με την παρατήρηση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας της δεξαμενής σκέψης Bruegel των Βρυξελλών Μαρίας Δεμερτζή ότι «ο λόγος για τον οποίο το πρόγραμμα διήρκεσε τόσο πολύ είναι ότι δεν έχουμε καταφέρει να χτίσουμε μία συναίνεση. Δεν είμαστε ικανοί να καθίσουμε κάτω και να πούμε ‘ποιο είναι το πρόβλημα, πώς μπορούμε να το λύσουμε; Και αυτό μας κρατά πίσω».