You are here

Citigroup: QE προ των πυλών για την Ελλάδα

13/02/2020 16:30

Η φιλική για την επιχειρηματικότητα νέα κυβέρνηση στην Αθήνα σημαίνει ότι όχι μόνο οι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά, σε σχέση με μόλις λίγα χρόνια πριν, αλλά η βελτιωμένη αξιοπιστία της νέας κυβέρνησης φαίνεται ότι είναι σε θέση να διαπραγματευτεί τη μείωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού της στόχου (ύψους 3,5% του ΑΕΠ) με τους Ευρωπαίους πιστωτές της, για πρώτη φορά μετά τη διάσωση που έληξε το 2018, εκτιμά η Citigroup.

Οι συζητήσεις εστιάζονται σε έναν αισθητά μικρότερο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,5% του ΑΕΠ. Εάν συμφωνηθεί, θα υπάρξει μια ουσιαστική δημοσιονομική ώθηση στην αύξηση του ΑΕΠ, πιθανώς ήδη από το 2ο τρίμηνο του 2020, μετά από μια δεκαετία δημοσιονομικής συγκράτησης.

Η ανάπτυξη ενδέχεται να επιταχυνθεί σε περίπου 2,5% σε πραγματικούς όρους. Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθούν κατά περίπου 1% μεταξύ 2018 (στο 3,3% του ΑΕΠ) και του τέλους του χρονικού ορίζοντα πρόβλεψης το 2024. Η Citigroup περιλαμβάνει πλέον αυτό στις προβλέψεις της, τις αναθεωρεί σε περίπου 2,5% το 2020-2021 από περίπου 2,0% στο παρελθόν και προειδοποιεί ότι ο αντίκτυπος θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος από αυτό.

Η αλλαγή της κυβέρνησης έχει προκαλέσει σημαντική αύξηση της οικονομικής εμπιστοσύνης, η οποία, παράλληλα με τις καλύτερες από τις αναμενόμενες δημοσιονομικές επιδόσεις, συνέβαλε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία, επισημαίνει η Citigroup.

Αυτό είναι ένα ζωτικό στοιχείο για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η εγχώρια ρευστότητα παραμένει σπάνια εν μέσω ενός ακόμη προβληματικού τραπεζικού τομέα. Τα πρόσφατα σχέδια στήριξης από την κυβέρνηση για να βοηθηθούν οι εγχώριες τράπεζες να μειώσουν τα μεγάλα αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων θα πρέπει να διευκολύνουν την εγχώρια ρευστότητα προοδευτικά. Η ισχυρότερη ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσει την ταχύτερη αναβάθμιση των αξιολογήσεων. Αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα καταστεί επιλέξιμη από την ΕΚΤ μέχρι τα τέλη του 2020.

Τα αρνητικά που παραμένουν

Στα αρνητικά, ωστόσο, η δυνητική ανάπτυξη παραμένει ασθενής. Η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη παραμένει αδύναμη και είναι απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως, δεδομένων των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών.

Παρά τις σημαντικές προσπάθειες μεταρρύθμισης και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης. Οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά περίπου 65% από το 2007. Ο δρόμος προς την αειφόρο ανάπτυξη και η επιδίωξη σταθερής μείωσης του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα.

Οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζουν να είναι καθοριστικές για τη χαλαρότερη δημοσιονομική κατεύθυνση. 
Η ικανότητα του νέου πρωθυπουργού να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για φορολογικές περικοπές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία του να αντιμετωπίσει άλλα πολιτικά δύσκολα εμπόδια -να καθαρίσει τις τράπεζες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις μικρής κλίμακας στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Ένας άλλος γύρος περικοπών των συντάξεων μπορεί επίσης να καταστεί αναγκαίος για την ελευθέρωση κάποιου δημοσιονομικού χώρου.

Συνολικά, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης μεταξύ των ξένων επενδυτών, οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά τον κύριο χρηματοδοτικό δίαυλο για την οικονομία.

Πηγή: Euro2day