You are here

Το Δικαστήριο ΕΕ απέρριψε αγωγή αποζημίωσης κατά ΕΚΤ για απώλειες από αναδιάρθρωση ελληνικού χρέους

23/05/2019 11:43

Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ), απέρριψε με σημερινή του απόφαση αγωγή αποζημίωσης που άσκησαν κατά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι υπέστησαν ζημίες λόγω της αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους το 2012 (το λεγόμενο PSI), καθώς όπως έκρινε «η αναδιάρθρωση αυτή δεν συνιστούσε δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των εν λόγω επενδυτών, ακόμη και αν δεν είχαν συναινέσει στο μέτρο αυτό».

Κατά το ΓΔΕΕ η επέκταση του PSI στους ομολογιούχους που δε συμφώνησαν σε αυτό «ανταποκρίνεται στον σκοπό γενικού συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και δεν συνιστά δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη προσβολή του δικαιώματος αυτού».

Το Γενικό Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο «το οποίο να αποδεικνύει ότι η ΕΚΤ διέπραξε κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης».

Ξεκαθαρίζει μάλιστα ότι «η εξωσυμβατική ευθύνη της ΕΚΤ προϋποθέτει τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων, ήτοι ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και η παράβαση να είναι κατάφωρη, να αποδεικνύεται το υποστατό της ζημίας και, τέλος, να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως εκείνου ο οποίος εξέδωσε την πράξη και της προκληθείσας ζημιάς».

To ΓΔΕΕ κρίνει ότι «με τη γνωμάτευση που εξέδωσε στις 17 Φεβρουαρίου 2012, η ΕΚΤ δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση κατά του σχεδιαζόμενου ελληνικού νόμου» (για το PSI) ξεκαθαρίζοντας ότι  «η ευρεία εξουσία εκτίμησης που διαθέτει η ΕΚΤ κατά την έκδοση των γνωματεύσεών της συνεπάγεται ότι μόνον πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εν λόγω εξουσίας δύναται να θεμελιώσει την εξωσυμβατική της ευθύνη» και στο πλαίσιο έκδοσης της επίμαχης γνωμάτευσης, η ΕΚΤ δεν όφειλε να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα αν η Ελλάδα είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπείχε από τις συμβάσεις που σχετίζονται με τα επίμαχα χρεόγραφα που εντάχθηκαν στο PSI.

Επιπλέον, το ΓΔΕΕ κρίνει ότι «η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν οδήγησε σε παραβίαση της αρχής του σεβασμού των συμβατικών υποχρεώσεων (της ΕΚΤ), δεδομένου ότι η επένδυση σε κρατικά χρεόγραφα συνεπάγεται πάντοτε κίνδυνο περιουσιακής ζημίας οφειλόμενο στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την έκδοση των χρεογράφων και κατά τη διάρκεια του οποίου απρόβλεπτα γεγονότα ενδέχεται να περιορίσουν ουσιωδώς, ακόμη και μέχρι εκμηδενισμού, τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους – εκδότη ή εγγυητή των τίτλων αυτών».

«Εάν ανακύψουν τέτοια απρόβλεπτα γεγονότα, το κράτος που εξέδωσε τα χρεόγραφα δικαιούται να επιχειρήσει επαναδιαπραγμάτευση των υποχρεώσεων αυτών επικαλούμενο τη θεμελιώδη μεταβολή των ουσιωδών περιστάσεων που δικαιολόγησαν τη σύναψη της σύμβασης από την οποία απορρέουν οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις», ξεκαθαρίζει το ΓΔΕΕ.

Το ΓΔΕΕ  διευκρινίζει επίσης ότι «λαμβανομένων υπόψη του θεμελιώδους χαρακτήρα του δικαιώματος ιδιοκτησίας το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του γεγονότος ότι το δικαίωμα αυτό προστατεύει ιδιώτες, η ΕΚΤ οφείλει να καταγγέλλει ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματος αυτού κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της» αλλά, «η άσκησή του δικαιώματος αυτού μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς προς επιδίωξη σκοπών γενικού συμφέροντος».

Υπενθυμίζεται ότι μετά την έκδοση του νόμου για το PSI, οι πιστωτές που κατείχαν τη συντριπτική πλειονότητα (85,8%) των επίμαχων χρεογράφων αποδέχτηκαν την προτεινόμενη από την Ελλάδα ανταλλαγή χρεογράφων, με αποτέλεσμα, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω νόμου, οι πιστωτές που δεν είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους για την ανταλλαγή αυτή να εξαναγκαστούν να συμμετάσχουν σε αυτήν.

ΚΥΠΕ