You are here

Εθνική: Αύξηση 14% στα κέρδη μετά δικαιωμάτων μειοψηφίας

24/07/2003 17:05
Αύξηση της τάξης του 14% κατέγραψαν το εξάμηνο του 2003 τα κέρδη μετά δικαιωμάτων μειοψηφίας της Εθνικής Τράπεζας και διαμορφώθηκαν στα 260,6 εκατ. ευρώ, έναντι 228,8 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο και 240 εκατ. ευρώ που ανέμεναν οι αναλυτές.

Τα οργανικά κέρδη του Ομίλου (προ διαπραγματευτικών κερδών και εκτάκτων αποτελεσμάτων) διαμορφώθηκαν στο σε 183,5 εκατ. ευρώ, ενισχυμένα κατά 88% έναντι του α΄ 6μηνου 2002.

Ενισχυμένη εμφανίζεται η κερδοφορία του β’ τριμήνου 2003 σε σχέση με το προηγούμενο 3μηνο, με τα προ φόρων κέρδη του β΄ 3μηνου να διαμορφώνονται σε 148.6 εκατ. ευρώ, 33% υψηλότερα από αυτά του α΄ 3μηνου.

Η βελτίωση των αποτελεσμάτων του Ομίλου προέρχεται από τη διεύρυνση των οργανικών πηγών κερδοφορίας, ιδιαίτερα από τη συνεχιζόμενη επέκταση στη λιανική τραπεζική και τη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, οι παράγοντες που διαμόρφωσαν την κερδοφορία του Ομίλου συνοψίζονται στα παρακάτω:

Το καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα του Ομίλου διαμορφώθηκε σε 640,8 εκατ. ευρώ, βελτιωμένο κατά 12,8%. Αύξηση σημειώνεται και σε σχέση με το καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα του α΄ 3μηνου 2003 (+3%).

Το επιτοκιακό περιθώριο του Ομίλου στο α΄ 6μηνο 2003 διαμορφώνεται στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 3ετίας (263 μονάδες βάσης), αισθητά βελτιωμένο τόσο σε σχέση με το αντίστοιχο 6μηνο του 2002 (235 μ.β.) όσο και ολόκληρο το 2002 (243 μ.β.)

Τα έσοδα προμηθειών σε ενοποιημένη βάση ανήλθαν σε 199,2 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 11,5% έναντι του α΄ 6μηνου του 2002, κυρίως λόγω της διεύρυνσης των εργασιών λιανικής τραπεζικής και της αύξησης των προμηθειών της επενδυτικής τραπεζικής. Ειδικά, στο β΄ 3μηνο του 2003 οι καθαρές προμήθειες ενισχύονται κατά 16,8% σε σχέση με το προηγούμενο 3μηνο.

Παράλληλα με τη διεύρυνση των οργανικών εσόδων του Ομίλου (+10,9%), σημαντική βελτίωση σημείωσε και η ποιοτική σύνθεσή τους, με τις οργανικές πηγές εσόδων να αντιπροσωπεύουν πλέον το 93,3% του συνόλου, έναντι 91,3% στην αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση στην οργανική κερδοφορία ήταν επαρκής ώστε να αντισταθμίσει τη σημαντική μείωση που παρουσίασαν τα διαπραγματευτικά κέρδη (-16,6%) και τα έκτακτα αποτελέσματα (-71,7%) με αποτέλεσμα η συνολική κερδοφορία να διαμορφωθεί σε επίπεδα υψηλότερα της αντίστοιχης περιόδου του 2002.

Η συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών του Ομίλου στα επίπεδα του α΄ 6μηνου του 2002 συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση της κερδοφορίας του. Οι λειτουργικές δαπάνες του Ομίλου αυξήθηκαν οριακά σε σχέση με το α΄ 6μηνο του 2002 (+0,5%), ενώ το β΄ 3μηνο 2003 σε σχέση με το προηγούμενο 3μηνο παρουσιάζει μείωση κατά 0,2%. Η συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών υπογραμμίζεται από τα παρακάτω:

** Οι δαπάνες προσωπικού περιορίστηκαν το α΄ 6μηνο του 2003 κατά 1,9% σε σχέση με το α΄ 6μηνο του 2002. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη σημαντική μείωση του προσωπικού της ΕΤΕ και των θυγατρικών του εξωτερικού το 2002 κατά 5,6% γεγονός που καταγράφεται στα αποτελέσματα της τρέχουσας χρήσης.

** Ως αποτέλεσμα της συνεχούς προσπάθειας περιστολής τους, τα έξοδα διοίκησης σημειώνουν μείωση 0,2% σε σχέση με το α΄ 6μηνο του 2002, ενώ σε τριμηνιαία βάση ο ρυθμός μείωσης υπολογίζεται σε 6,7%.

Η συστηματική περιστολή όλων των συντελεστών κόστους οδηγεί σε περαιτέρω βελτίωση του δείκτη αποτελεσματικότητας του Ομίλου σε 65,5% το α΄ 6μηνο 2003 έναντι 70,7% το α΄ 6μηνο του 2002 και 71,7% για ολόκληρο το 2002. Η διαχρονική τάση βελτίωσης του δείκτη αποτελεσματικότητας επιβεβαιώνεται και εάν εξαιρεθούν τα διαπραγματευτικά κέρδη (α΄ 6μηνο 2003: 70,2%, α΄ 6μηνο 2002: 77,4%).

Το συνολικό ύψος χορηγήσεων του Ομίλου στο τέλος του α΄ 6μήνου 2003 ανήλθε σε 21.4 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 10% σε ετήσια βάση. Στον τομέα της επιχειρηματικής πίστης διατηρείται η ιδιαίτερα ικανοποιητική ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, ενώ παράλληλα διευρύνεται το ύψος των πιστοδοτήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα.

Ειδικότερα, τα υπόλοιπα χορηγήσεων στις μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα παρουσιάζουν ετήσιο ρυθμό αύξησης 8% σε σχέση με την 31.12.2002. Ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης των χορηγήσεων προς μεσαίες επιχειρήσεις υπολογίζεται σε 24% γεγονός που συμβαδίζει με τη συνεχόμενη διεύρυνση του πελατολογίου της Τράπεζας στον τομέα αυτό.

Η λιανική τραπεζική, στην οποία περιλαμβάνεται και η επαγγελματική πίστη, εξακολουθεί να αναπτύσσεται δυναμικά. Σημαντική άνοδο παρουσιάζει η παραγωγή νέων καταναλωτικών δανείων σημειώνοντας αύξηση κατά 24% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2002.

Τα υπόλοιπα καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών καταγράφουν αύξηση από την αρχή του 2003 της τάξης του 18% σε ετησιοποιημένη βάση.

Αντίστοιχα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των στεγαστικών δανείων υπολογίζεται σε 16%, ενώ οι εκταμιεύσεις νέων στεγαστικών δανείων σημειώνουν αύξηση κατά 25% σε σχέση με το α! 6μηνο του 2002. Εντυπωσιακή αύξηση με ρυθμό της τάξης 50% καταγράφεται και στα υπόλοιπα δανείων επαγγελματικής πίστης.

Η δυναμική επέκταση των χορηγήσεων του Ομίλου συνοδεύεται από περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μετά από τις σχετικές προβλέψεις, αντιπροσωπεύουν μόλις το 1,7% του συνολικού χαρτοφυλακίου έναντι 2,0% στο τέλος του 2002, γεγονός που αντανακλά τη συνεχή βελτίωση των διαδικασιών έγκρισης χρηματοδοτήσεων.

Παρά την αποκλιμάκωση των επιτοκίων, το σύνολο των καταθέσεων όψεως και ταμιευτηρίου αυξήθηκε κατά 1% σε σχέση με τέλος του 2002. Στα πλαίσια της πολιτικής της Τράπεζας να προσφέρει εναλλακτικές μορφές επενδυτικών προϊόντων, η μείωση των καταθέσεων προθεσμίας και των repos πελατών κατά 8,9% ή 1,1 δισ. ευρώ αντισταθμίστηκε από την επιτυχή προσπάθεια αύξησης του ενεργητικού των αμοιβαίων κεφαλαίων του Ομίλου κατά 51,6% ή 2,2 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα.

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στη διεύρυνση του μεριδίου αγοράς του Ομίλου της ΕΤΕ στα αμοιβαία κεφάλαια από 16,7% στο τέλος του 2002 σε 22% στο τέλος Ιουνίου 2003. Έτσι, το σύνολο των αποταμιευτικών κεφαλαίων (καταθέσεις, repos και αμοιβαία κεφάλαια) που διαχειρίζεται ο Όμιλος της ΕΤΕ διαμορφώνεται σε 45,4 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 3,1% συγκριτικά με το τέλος του 2002.

Τέλος, σημαντική συμβολή στα κέρδη του Ομίλου είχε το δίκτυο εξωτερικού, τα κέρδη του οποίου μετά την αφαίρεση των δικαιωμάτων μειοψηφίας, ανήλθαν σε 59,7 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 23% των κερδών του Ομίλου. Το β΄ 3μηνο, τα κέρδη του δικτύου εξωτερικού διαμορφώθηκαν σε €40.8 εκατ. αυξημένα κατά 116% σε σύγκριση με το α΄3μηνο του έτους. Η τάση αυτή είναι χαρακτηριστική της δυναμικής που ο Όμιλος της ΕΤΕ αναπτύσσει στις αγορές εκτός Ελλάδος και επιτεύχθηκε παρά τη διολίσθηση του δολαρίου έναντι του ευρώ και τη δυσμενή διεθνή συγκυρία.

Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα, η προ φόρων απόδοση των ίδιων κεφαλαίων του Ομίλου σημειώνει σημαντική βελτίωση σε 20,6% από 14,3% το 2002, ενώ η απόδοση του ενεργητικού του Ομίλου βελτιώθηκε από 66 μ.β. το 2002 σε 99 μ.β. το α΄ 6μηνο του 2003.

Η κεφαλαιακή βάση του Ομίλου παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Μετά την πρόσφατη (11 Ιουλίου 2003) επιτυχή ολοκλήρωση της έκδοσης καινοτόμων τίτλων ύψους 350 εκατ. ευρώ, ο Βασικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας υπολογίζεται με βάση προσωρινά στοιχεία σε 9,4% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας διαμορφώνεται σε 12,5%.