You are here

Fitch: Οι ελληνικές τράπεζες δεν κινδυνεύουν από νέα NPEs

19/05/2022 11:52

O Pau Labro Vila, ο οποίος είναι επικεφαλής για τις αξιολογήσεις στις ελληνικές τράπεζες στη Fitch Ratings, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Euro2day.gr, ανέλυσε διεξοδικά το σκεπτικό του, εξηγώντας ποιες είναι οι συνθήκες για να αναβαθμιστούν ή να υποβαθμιστούν οι εγχώριες τράπεζες τους επόμενους 12-18 μήνες και γιατί διαφέρουν οι αξιολογήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.

Παρά τους τρέχοντες μακροοικονομικούς κινδύνους, επαναλαμβάνει την προσδοκία του ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του τομέα θα μειωθούν σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022. Εκτιμά ότι ένα μεγάλο ποσοστό του αποθέματος των εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών είναι «ανθεκτικό», ενώ καταγράφει τις εκτιμήσεις του για τις αγορές ομολόγων.

Η Fitch αναβάθμισε τις τράπεζες τον Φεβρουάριο και οι προοπτικές εξακολουθούν να σηματοδοτούν περιθώριο αξιολόγησης για όλες τις τράπεζες και θετικές πιστωτικές τάσεις για δύο από αυτές. Τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια πρόωρη αναβάθμιση στους επόμενους 12-18 μήνες και τι θα μπορούσε να καθυστερήσει τις αναβαθμίσεις;

Οι θετικές προοπτικές για τις αξιολογήσεις της Alpha BankΑΛΦΑ -3,72% (B) και της Τράπεζας Πειραιώς (B-) δείχνουν ότι μια αναβάθμιση είναι πιθανή, εάν οι τράπεζες εκτελέσουν επιτυχώς τα στρατηγικά τους σχέδια κατά τη διάρκεια του 2022, μειώνοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους και τον δείκτη σε χαμηλότερα επίπεδα από το 10%, βελτιώνοντας την ικανότητά τους να παράγουν κέρδη. Στην περίπτωση της Πειραιώς, η αναβάθμιση θα απαιτούσε επίσης την ενίσχυση των κεφαλαιακών δεικτών.

Για τη Eurobank και την ΕΤΕ (και οι δύο με υψηλότερες αξιολογήσεις B+ αλλά με σταθερές προοπτικές), μια αναβάθμιση θα εξαρτιόταν από μια διαρκή βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας των τραπεζών και του οικονομικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, αλλά και την περαιτέρω μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε επίπεδα κάτω του 5%.

Μια καθυστέρηση στις πιθανές αναβαθμίσεις θα μπορούσε να συμβεί εάν τα συνεχιζόμενα σχέδια μείωσης του κινδύνου της τράπεζας (όπως οι προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων) αναβάλλονται ή εάν η ικανότητα των τραπεζών να παράγουν κέρδη δεν βελτιωθεί. Πιέσεις προς τα κάτω στις αξιολογήσεις θα μπορούσαν επίσης να προέλθουν από μια ουσιωδώς εξασθενημένη οικονομική προοπτική στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα νέες πιέσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, αυτό δεν είναι ένα σενάριο που εμείς προβλέπουμε επί του παρόντος, καθώς και οι τέσσερις οντότητες έχουν περιθώριο αξιολόγησης για να αντιμετωπίσουν τους τρέχοντες μακροοικονομικούς κινδύνους και σημειώνουν καλή πρόοδο όσον αφορά την εξυγίανση της ποιότητας του ενεργητικού και τη βελτίωση στην παραγωγή κερδών.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν αμελητέα άμεση έκθεση στη Ρωσία. Με ποιον τρόπο η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα μπορούσε να επηρεάσει τις ελληνικές τράπεζες;

Πράγματι, οι ελληνικές τράπεζες έχουν αμελητέα άμεση έκθεση σε Ρώσους ή Ουκρανούς αντισυμβαλλομένους, αν και ορισμένες έχουν σημαντικές δραστηριότητες σε χώρες των οποίων οι οικονομίες θα μπορούσαν να επηρεαστούν περισσότερο από τον πόλεμο, όπως η Κύπρος ή η Βουλγαρία.

Όσον αφορά τις δευτερογενείς επιδράσεις, ο πόλεμος έχει ανεβάσει τις τιμές των εμπορευμάτων και επιδείνωσε σημαντικά τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα, τη ζήτηση πιστώσεων (η οποία επί του παρόντος αναμένεται να είναι ισχυρή, εν μέρει χάρη στα κεφάλαια του ευρωπαϊκού προγράμματος RRF) και τελικά να αυξήσει τους κινδύνους απόδοσης στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών, αν και το τελευταίο θα μπορούσε να μετριαστεί από τη στήριξη της κυβέρνησης.

Ένας άλλος πιθανός αντίκτυπος του σημερινού περιβάλλοντος είναι ότι η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ ωθεί προς τα πάνω το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από το χρέος. Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες είναι συνολικά καλά τοποθετημένες σε υψηλότερα επιτόκια, καθώς η ανατιμολόγηση των καταθέσεων λιανικής θα διαρκέσει περισσότερο χρόνο σε σύγκριση με εκείνη των δανείων των τραπεζών.

Τέλος, οι μεγάλες συμμετοχές των τραπεζών σε ελληνικά κρατικά ομόλογα (GGBs) θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρνητικό αντίκτυπο στο κεφάλαιο, σε περίπτωση σημαντικής αύξησης των επιτοκίων ή διεύρυνσης των πιστωτικών περιθωρίων. Αυτό, ωστόσο, θα πρέπει να μετριαστεί από τις τρέχουσες στρατηγικές αντιστάθμισης και τη χρήση της λογιστικής του αποσβεσμένου κόστους.

Στο πρόσφατο σημείωμα για τις ελληνικές τράπεζες (Greek Banks Have Rating Headroom Against Heightened Risks), τονίσατε την πρόοδο που έχει σημειωθεί στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και αναμένετε ότι ο δείκτης θα μειωθεί σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022. Πιστεύετε ότι οι τράπεζες διατρέχουν κίνδυνο από μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων λόγω του πολέμου, των τιμών των εμπορευμάτων ή/και των αυστηρότερων πολιτικών της ΕΚΤ;

Παρά τους τρέχοντες μακροοικονομικούς κινδύνους, επαναλαμβάνουμε την προσδοκία μας ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του τομέα θα μειωθούν σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022. Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να ποσοτικοποιήσουμε τις νέες εισροές από μη εξυπηρετούμενα δάνεια που σχετίζονται με τις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά αναμένουμε ότι θα περιοριστούν με βάση τα τρέχοντα δεδομένα, καθώς η οικονομική ανάκαμψη (συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων και του τουρισμού) παραμένει ανθεκτική.

Επίσης, η απόδοση των δανείων που έχουν επωφεληθεί από μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία (όπως μορατόρια πληρωμής ή το πρόγραμμα ‘Γέφυρα’) ήταν καλύτερα από ό,τι αρχικά περιμέναμε. Πιστεύουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό του αποθέματος των εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών είναι ανθεκτικό στις μέτριες οικονομικές πιέσεις, καθώς οι δανειολήπτες έχουν περάσει αρκετές οικονομικές κρίσεις την τελευταία δεκαετία.

Αναμένετε ότι οι τέσσερις τράπεζες θα αναβάλουν την έκδοση και την αναχρηματοδότηση του χρέους τους, λόγω αυξημένης μεταβλητότητας της αγοράς και των μεγαλύτερων πιστωτικών περιθωρίων. Πιστεύετε ότι η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής δεν θα προκαλέσει μόνιμη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών;

Πράγματι, όπως ανέφερα προηγουμένως, η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής επηρεάζει ήδη το κόστος των τραπεζών. Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι η αναβολή της έκδοσης χρέους σχετίζεται περισσότερο με τις τρέχουσες συνθήκες και τη μεταβλητότητα της αγοράς.

Επίσης, ορισμένες ελληνικές τράπεζες ενδέχεται να περιμένουν να επαναλάβουν την έκδοση χρέους μέχρι να προχωρήσουν περαιτέρω στην ποιότητα του ενεργητικού τους και στα κεφαλαιακά τους σχέδια, ώστε να μπορέσουν να επωφεληθούν από τα χαμηλότερα πιστωτικά περιθώρια μετά τη βελτίωση του προφίλ του πιστωτικού τους κινδύνου.

Τέλος, πιστεύετε ότι το υψηλό ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων/πιστώσεων στα βασικά εποπτικά κεφάλαια αποτελεί κίνδυνο για τις ελληνικές τράπεζες;

Οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTCs) αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 60% των βασικών εποπτικών κεφαλαίων (CET1) του τομέα στο τέλος του 2021, το οποίο είναι σίγουρα υψηλό. Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί μετά τις μεγάλες τιτλοποιήσεις προβληματικών περιουσιακών στοιχείων τα τελευταία δύο χρόνια.

Ωστόσο, στην αξιολόγησή μας για την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, θεωρούμε ότι η μακροπρόθεσμη απόσβεση αυτών των φορολογικών πιστώσεων, η κρατική εγγύηση και η βελτιωμένη ικανότητα των τραπεζών να παράγουν κέρδη, μετριάζουν τους κινδύνους αυτού του είδους των περιουσιακών στοιχείων να απομειωθούν.

Η ελληνική κυβέρνηση τροποποίησε επίσης το νόμο για τα DTCs το 2021, γεγονός που αναμένεται να βελτιώσει τις προοπτικές ανάκτησης τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, μειώνοντας την πιθανότητα διαγραφών.

Τέλος, οι τράπεζες σχεδιάζουν επίσης να επαναλάβουν την καταβολή μερισμάτων το 2023 και το 2024, αλλά σε χαμηλά επίπεδα, συνθήκη που θα επιτρέψει την αποφυγή περαιτέρω αύξησης της αναλογίας των DTCs σε σχέση με τα κεφάλαια των τραπεζών.

Πηγή: Euro2day