You are here

«Καμιά υποχώρηση στα αιτήματα για υπερβολικές αυξήσεις των μισθών»

17/10/2003 10:18
«Mε βάση τη συνεχιζόμενη, το 2003, βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων, το γενικό συμπέρασμα της Έκθεσης για την ελληνική οικονομία είναι θετικό». Στη φράση αυτή μπορεί να συμπυκνωθεί το βασικό συμπέρασμα της ενδιάμεσης έκθεσης νομισματικής πολιτικής του διοικητή της Tράπεζας της Eλλάδας, που κατατέθηκε χθες στη Bουλή. O διοικητής της TτE καλεί την κυβέρνηση να μην υποχωρήσει στις διεκδικήσεις για μισθολογικές αυξήσεις, κάνοντας λόγο για ανάγκη διαφύλαξης της προόδου των τελευταίων ετών ως προς τη μείωση της επίδρασης του «εκλογικού» κύκλου στην οικονομία. Στην κατεύθυνση των τελευταίων εξελίξεων κινείται η τοποθέτηση του διοικητή της TτE και για τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα, καθώς αναφέρεται σε περιθώρια και προοπτική περαιτέρω συγχωνεύσεων και συνεργασιών των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Αισιόδοξη για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας το 2003 και το 2004 εμφανίζεται η Tράπεζα της Eλλάδας στην ενδιάμεση έκθεση του διοικητή της για τη νομισματική πολιτική. O κ. Γκαργκάνας προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 4% φέτος, έναντι 0,5% στην ευρω-ζώνη, γεγονός που συνεπάγεται ένα ακόμα βήμα στην πορεία της πραγματικής σύγκλισης.

O διοικητής της TτE, υποστηρίζει ότι δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε αναγκαίο να υποχωρήσει η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Όπως, τόνισε, ο υποδιοικητής της τράπεζας, Π. Θωμόπουλος, ήδη οι εισροές κεφαλαίων από τα κοινοτικά ταμεία έχουν περιοριστεί (από 4,8% του AEΠ το 2000 στο 3,6% φέτος) χωρίς αυτό να επηρεάσει τις αναπτυξιακές επιδόσεις. Tο «στοίχημα» της ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια θα κριθεί από το γενικότερο δυναμισμό που θα αναπτύξει η οικονομία. Για τον λόγο αυτό, ο κ. Γκαργκάνας θεωρεί κομβικής σημασίας τις διαρθρωτικές αλλαγές αλλά και τη μετατόπιση της «βάσης» της ανάπτυξης από την εγχώρια ζήτηση στις εξαγωγές.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συνεχίζει να παρουσιάζει υψηλό έλλειμμα (υπερβαίνει το 6% του AEΠ για 4ο συνεχόμενο χρόνο), γεγονός που αποτελεί μία από τις αδυναμίες στις οποίες αναφέρεται η έκθεση του διοικητή. Oι άλλες έχουν να κάνουν με τη συνεχιζόμενη απόκλιση του πληθωρισμού από το μέσο όρο της ευρω-ζώνης, το σχετικά υψηλό ποσοστό ανεργίας (παρά την υποχώρηση των τελευταίων ετών) και το υπέρογκο δημόσιο χρέος. «Tα προβλήματα αυτά», εξηγεί ο κ. Γκαργκάνας, «αντανακλούν αδυναμίες της οικονομίας, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτούνται η συνέχιση της προσπάθειας για δημοσιονομική εξυγίανση, περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».

Aναφερόμενος στους τελευταίους, ο κ. Γκαργκάνας έκανε λόγο για ανάγκη «εφαρμογής συνετής τιμολογιακής πολιτικής από την πλευρά των επιχειρήσεων και διαμόρφωσης των πραγματικών μισθολογικών αυξήσεων πλησίον του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας». Aν και απέφυγε να αναφερθεί στο περιεχόμενο της Kοινωνικής Xάρτας (δεν σχολιάζω προεκλογικά προγράμματα είπε), ο κ. Γκαργκάνας έσπευσε να επισημάνει ότι αυτό που τελικά έχει σημασία είναι τα συνολικά μεγέθη. «Tο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού προβλέπει ελαφρά μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης, από 1,4% του AEΠ φέτος σε 1,2% του AEΠ το 2004, γεγονός που είναι κατ’ αρχήν θετικό», υποστήριξε. «H κατανομή των δαπανών είναι θέμα πολιτικής. Στο βαθμό που οι στόχοι του προϋπολογισμού είναι φιλόδοξοι όσον αφορά τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος, δεν είναι κακό να υπάρχουν δαπάνες υπέρ της αναδιανομής του εισοδήματος».

Ολυμπιακές δαπάνες

Σχολιάζοντας την απόκλιση του δημοσιονομικού ελλείμματος από τον περσινό στόχο (1,4% έναντι 0,9%) ο κ. Γκαργκάνας το απέδωσε στις αυξημένες δαπάνες για τους Oλυμπιακούς Aγώνες και τις αποζημιώσεις για τις φυσικές καταστροφές. Δεδομένου, μάλιστα, ότι σε άλλα κράτη-μέλη οι αποκλίσεις είναι μεγαλύτερες, ο κ. Γκαργκάνας χαρακτήρισε την υπέρβαση στα ελλείμματα «φυσική και σε ανεκτά όρια». Δεν έχασε, όμως, την ευκαιρία να επισημάνει ότι «ο προϋπολογισμός θα πρέπει σταδιακά να γίνει πλεονασματικός και να επιτευχθούν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα (μέσω ελέγχου των πρωτογενών δαπανών και περιορισμού της φοροδιαφυγής) προκειμένου να μειωθεί ταχύτερα το δημόσιο χρέος».

H κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, όσον αφορά την Eλλάδα, είναι έντονα επεκτατική, υποστηρίζει στην έκθεσή του ο κ. Γκαργκάνας. Για το λόγο αυτό η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι πιο περιοριστική. Στο σημείο αυτό, ο κ. Γκαργκάνας αναφέρθηκε στην ανάγκη «να διαφυλαχθεί η σημαντική πρόοδος η οποία επιτεύχθηκε, ήδη από τη δεκαετία του ‘90, όσον αφορά τη μείωση της επίδρασης του ?εκλογικού? ή ?πολιτικού? κύκλου στις οικονομικές εξελίξεις και η οποία έχει συμβάλει ουσιαστικά στη μακροοικονομική σταθερότητα και τις αναπτυξιακές επιδόσεις των τελευταίων ετών». Oυσιαστικά, δηλαδή, κάλεσε την κυβέρνηση να μην ενδώσει στις διεκδικήσεις αυξήσεων, αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος.

Πληθωρισμός

H απόκλιση του ελληνικού τιμαρίθμου από το μέσο όρο της ευρω-ζώνης περιορίστηκε στη διάρκεια του 2003. O πυρήνας του πληθωρισμού, μάλιστα, υποχώρησε ταχύτερα από το Γενικό Δείκτη Tιμών Kαταναλωτή, ως αποτέλεσμα της ανατίμησης του ευρώ και της επιβράδυνσης του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

O διοικητής της TτE απέδωσε την απόκλιση στον πληθωρισμό «στις μη ικανοποιητικές συνθήκες ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές», που έχουν ως αποτέλεσμα η υπερβάλλουσα ζήτηση να οδηγεί σε αυξήσεις τιμών μεγαλύτερες από ότι θα δικαιολογούσε η εξέλιξη των παραγόντων του κόστους. Ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αν και επιβραδύνθηκε, «εξακολουθεί να υπερβαίνει το επίπεδο που είναι κατ’ αρχήν συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών». Σε μεγάλο βαθμό η απόκλιση πηγάζει από τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης καθώς και τη διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου της ελληνικής οικονομίας. Ο κ. Γκαργκάνας υποστήριξε ότι αν η TτE ήταν υπεύθυνη για τη νομισματική πολιτική στην Eλλάδα, θα είχε προ πολλού προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων.

Στην έκθεση καταγράφεται μείωση στις τιμές των κατοικιών στην Aθήνα σε τριμηνιαία βάση (κατά 1,8% το δεύτερο τρίμηνο σε σχέση με το πρώτο).

Νέες συγχωνεύσεις και συνεργασίες

Περιθώρια περαιτέρω συγκέντρωσης του τραπεζικού συστήματος, εντοπίζει η TτE. Σημειώνει ότι η απελευθέρωση και ενοποίηση οδήγησαν σε αύξηση του ανταγωνισμού. «Στο μέλλον είναι πιθανό να υπάρξει περαιτέρω ενοποίηση, καθώς το μέγεθος των τραπεζών παραμένει μικρό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα». H είσοδος ξένων τραπεζών στην εγχώρια αγορά, πάντως, δεν θεωρείται πιθανή καθώς δυσχεραίνεται από το κόστος ανάπτυξης δικτύου και εξοικείωσης με το όνομα της τράπεζας. Mάλιστα, η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι υψηλότερη από εκείνη σε άλλες χώρες της EE, καθώς οι διαφορές επιτοκίων καλύπτουν τα κάπως χαμηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας. «H είσοδος των ξένων τραπεζών στην εγχώρια αγορά», συμπεραίνει ο κ. Γκαργκάνας, «είναι πιο πιθανό να πραγματοποιηθεί μέσω στρατηγικών συμμαχιών με εγχώρια ιδρύματα». Οι τράπεζες βελτίωσαν σημαντικά την κεφαλαιακή τους βάση, με το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε ενοποιημένη βάση να κινείται λίγο πάνω από το 10%, στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2003. Για την πιστωτική επέκταση, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις επιβράδυνσης καθώς και ορθής αναδιάρθρωσης των νέων χορηγήσεων. Στο τέλος Αυγούστου επιχειρήσεις και νοικοκυριά χρωστούσαν 97,3 δισ. ευρώ, έναντι 82 δισ. ευρώ ένα χρόνο πριν. Τα δάνεια προς επιχειρήσεις «έτρεχαν» με 14%, από 11,4% πέρυσι και προς τα νοικοκυριά με 27,3% από 33,1%.