You are here

Κίνδυνος αφελληνισμού του τραπεζικού συστήματος

19/11/2012 08:52
Με μια ιδιότυπη κρατικοποίηση και εν συνεχεία αφελληνισμό απειλείται το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Η διαδικασία θα διευκολυνθεί με τον έλεγχο των τραπεζών από τους πιστωτές της χώρας, στο πλαίσιο του οποίου προωθείται η τοποθέτηση επιτρόπων σε όλες τις τράπεζες που έχουν κρατικά κεφάλαια με οποιαδήποτε μορφή.

Οι επίτροποι θα τοποθετούνται μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και θα έχουν αυξημένες αρμοδιότητες: Θα καθορίζουν την πολιτική των τραπεζών στις καταθέσεις, στη χορήγηση νέων δανείων, στην τύχη των υφιστάμενων δανείων, στο μέλλον των θυγατρικών στο εξωτερικό, τις δαπάνες μισθοδοσίας, κ.λπ. Σε δεύτερο στάδιο ο κίνδυνος πλήρους αφελληνισμού διαγράφεται μέσω της πώλησης των τραπεζών σε ξένους από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτό το αρνητικό σκηνικό επιβαρύνεται από το γεγονός ότι οι όροι της ανακεφαλαιοποίησης είναι ιδιαίτερα αποτρεπτικοί για τη συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών.

Ομόλογα

Η λύση που θα προκριθεί, προκειμένου το ελληνικό χρέος να χαρακτηριστεί βιώσιμο, θα επηρεάσει άμεσα και την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και κυρίως το κατά πόσον οι ιδιώτες θα συμμετάσχουν ή όχι στην ανακεφαλαιοποίηση, διατηρώντας τα πιστωτικά ιδρύματα στον ιδιωτικό τομέα.

Το μεγάλο πρόβλημα για τη συμμετοχή των ιδιωτών στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών είναι πως τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας ξεκινούν από αρνητικά ίδια κεφάλαια.

Αυτό σημαίνει πως η κάλυψη του gap, του κενού μέχρι οι τράπεζες να αποκτήσουν θετικά ίδια κεφάλαια, θα πρέπει να καλυφθεί κατ' αναλογία από Δημόσιο (ΤΧΣ) και ιδιώτες, χωρίς ωστόσο να υπάρχει προοπτική αυτά ειδικά τα κεφάλαια να επιστρέψουν υπό κάποια μορφή στους ιδιώτες αλλά και στο Δημόσιο, που είναι οι δύο φορείς χρηματοδότησης. Αυτά τα κεφάλαια υπολογίζονται σε περίπου 10 δισ.-12 δισ. ευρώ. Εν προκειμένω για τους ιδιώτες είναι εξαιρετικά απίθανο να τοποθετήσουν κεφάλαια χωρίς την πεποίθηση ή έστω την ελπίδα ότι μπορεί να λάβουν πίσω με κάποια μορφή τα κεφάλαια αυτά, σε ένα ορατό βάθος χρόνου. Αυτό άλλωστε το στοιχείο καθιστά τις τράπεζες «μη επενδύσιμες» τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλη την Ευρώπη (non investable).

Η λύση που είχε συζητηθεί και που θα προχωρούσε, λένε έγκυροι τραπεζικοί παράγοντες, εάν δεν ετίθετο θέμα να συμμετάσχουν και οι τράπεζες στο ενδεχόμενο μίας συνολικής ανταλλαγής ομολόγων προκειμένου το ελληνικό χρέος να καταστεί βιώσιμο, είναι το credit enhancement.

Προκειμένου λοιπόν οι τράπεζες να μην ξεκινήσουν από αρνητικά ίδια κεφάλαια και έτσι να υπάρχει η δυνατότητα συμμετοχής στις αυξήσεις κεφαλαίου τους και των ιδιωτών, θα πρέπει να βελτιωθεί πιστωτικά η αξιολόγηση των ομολόγων που τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Πρόκειται για τα νέα ομόλογα τα οποία προέκυψαν μετά τη συμμετοχή των τραπεζών στο PSI. Τα ομόλογα αυτά είναι ομόλογα εκδόσεως EFSF και εκδόσεως ελληνικού δημοσίου. Το πρόβλημα τίθεται γι' αυτά τα δεύτερα.

Mε δύο τρόπους

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους: τη βελτίωση της πιστωτικής αξιολόγησης των ομολόγων με ανταλλαγή των υφιστάμενων ομολόγων στα χαρτοφυλάκια ελληνικού Δημοσίου που διακατέχουν οι τράπεζες με ομόλογα του EFSF, που διαθέτει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η δεύτερη λύση είναι ανταλλαγή χρηματοροών των τραπεζών με αντίστοιχες χρηματοροές ΤΧΣ έναντι προμήθειας που θα καταβάλουν οι τράπεζες στο ΤΧΣ ανταλλάσσοντας πρακτικά τον κίνδυνο από τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που διακατέχουν, με τον αντίστοιχο κίνδυνο των ομολόγων που διακατέχει το ΤΧΣ και που είναι ομόλογα του EFSF. H δεύτερη αυτή λύση δεν διαφέρει πολύ από την πρώτη, αφού αντί για την απόλυτη ανταλλαγή προκρίνει ένα ενδιάμεσο στάδιο που είναι ας πούμε μία ανταλλαγή πλεονεκτημάτων των ομολόγων που κατέχει το ταμείο έναντι αυτών που κατέχουν οι τράπεζες με προμήθεια. Προμήθεια προβλέπεται και στην περίπτωση ανταλλαγής και όπως λένε όσοι επεξεργάστηκαν τις λύσεις αυτές, η συγκεκριμένη προμήθεια, ειδικά εάν υπολογιστεί κατ' έτος, μπορεί να μειώσει και το χρέος του ελληνικού δημοσίου.

Και οι δύο αυτές λύσεις θεωρούν ως προϋπόθεση πως οι τράπεζες δεν θα μετέχουν σε ενδεχόμενο επαναγοράς ομολόγων, αν αποφασιστεί κάτι τέτοιο ως λύση της βιωσιμότητας του χρέους για τη χώρα μας, αφού μία τέτοια λύση ουσιαστικά θα προσαύξανε τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση.

Διπλό όφελος

Το όφελος από τις δύο παραπάνω λύσεις είναι πως το χρέος για το ελληνικό δημόσιο δεν προσαυξάνεται και πως για τα ομόλογα που θα αποκτήσει το Δημόσιο από τις τράπεζες, δεν θα χρειαστεί να πληρώσει τόκο. Ετσι δημιουργούνται προϋποθέσεις να λάβει το ΤΧΣ πίσω τα κεφάλαια που θα τοποθετήσει για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αφού αυτές θα ξεκινήσουν από θετική βάση κεφαλαίων και έτσι οι ιδιώτες μέτοχοι θα μπορέσουν να συμμετάσχουν στις αυξήσεις τους. Σε αντίθετη περίπτωση, τα κεφάλαια που θα τοποθετήσει το ΤΧΣ θα έχουν αντίκρισμα μόνον κοινές μετοχές τραπεζών, όπου μεταγενέστερα και αφού λυθούν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να αναζητήσει αγοραστές.

Οι εκτιμήσεις λένε πως το θέμα μπορεί να συζητηθεί στο σημερινό euroworking group και να ληφθεί σχετική απόφαση.

•Αρνητικά ίδια κεφάλαια

Το μεγάλο πρόβλημα για τη συμμετοχή των ιδιωτών στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών είναι πως τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας ξεκινούν από αρνητικά ίδια κεφάλαια

•Το κενό

Η κάλυψη του gap, του κενού μέχρι οι τράπεζες να αποκτήσουν θετικά ίδια κεφάλαια, θα πρέπει να καλυφθεί κατ' αναλογία από Δημόσιο (ΤΧΣ) και ιδιώτες, χωρίς ωστόσο να υπάρχει προοπτική αυτά ειδικά τα κεφάλαια να επιστρέψουν υπό κάποια μορφή στους ιδιώτες αλλά και στο Δημόσιο, που είναι οι δύο φορείς χρηματοδότησης.

•Η λύση

Η λύση που είχε συζητηθεί και που θα προχωρούσε, λένε έγκυροι τραπεζικοί παράγοντες, εάν δεν ετίθετο θέμα να συμμετέχουν και οι τράπεζες στο ενδεχόμενο μίας συνολικής ανταλλαγής ομολόγων προκειμένου το ελληνικό χρέος να καταστεί βιώσιμο, είναι το credit enhancement.