You are here

Οι πρώτες ύλες φέρνουν κύμα αυξήσεων τιμών στην αγορά

01/06/2021 08:47

Γενικευμένες ανατιμήσεις στα τελικά προϊόντα προοιωνίζονται οι ελλείψεις πρώτων υλών και η εκτόξευση των τιμών τους έως και 100%. Και αυτό γιατί έρχονται να προστεθούν στο υψηλό μεταφορικό κόστος και τις αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος.

Οι αυξήσεις μεταφέρονται στην τσέπη του καταναλωτή κατά κύματα. Κορύφωση αναμένεται μέσα στο καλοκαίρι ενώ η ομαλοποίηση δεν προβλέπεται να αρχίσει πριν τα τέλη του φθινοπώρου, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις παραγόντων της βιομηχανίας, που μιλούν για ένα παγκόσμιο φαινόμενο που δεν πλήττει μόνο την Ελλάδα.

Η πανδημία έχει φέρει τα πάνω - κάτω στις γραμμές παραγωγής ακυρώνοντας τις παραδοσιακές διαπραγματεύσεις για τις προμήθειες. Με άλλα λόγια, τα εργοστάσια πληρώνουν όσο-όσο την πρώτη ύλη για να αποφύγουν διακοπές στην παραγωγή.

Πρώτες ύλες όπως το αλουμίνιο, το πολυπροπυλένιο και το PET μέχρι το τελικό πλαστικό, το χαρτί ακόμη και το ξύλο είναι σε έλλειψη, την ώρα που η ζήτηση μετά και την επανεκκίνηση της οικονομίας έχει φτάσει στο ζενίθ.

Ενεργειακά κόστη

Ταυτόχρονα η βιομηχανία είναι αντιμέτωπη με αύξηση των τιμών στα δικαιώματα ρύπων (CO2), που οδηγεί σε αυξήσεις των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος.

Οι πάροχοι μεταφέρουν σε ιδιώτες και επιχειρήσεις το κόστος ενσωματώνοντας στα τιμολόγια ρήτρα χονδρεμπορικής τιμής. Οι αυξήσεις στα βιομηχανικά τιμολόγια μέσης τάσης ξεπερνούν το 25%, σύμφωνα με παράγοντες της βιομηχανίας, ενώ αναμένεται η θέση της ΔΕΗΔΕΗ +0,50%, η οποία λόγω του μεγάλου μεριδίου της στην αγορά θα δώσει και την τελική τάση στις τιμές.

Στη βιομηχανία

Δηλαδή, οι αυξήσεις που φτάνουν στα τελικά προϊόντα έχουν χτυπήσει ήδη τους προηγούμενους μήνες την πόρτα της βιομηχανίας. Πρακτικά σήμερα οι μεταποιητικές βιομηχανίες, ειδικά στον κλάδο των πλαστικών, μπορεί να πουλάνε με αυξήσεις 30% κατά μέσον όρο αλλά «μπαίνουν μέσα», όπως μεταφέρει χαρακτηριστικά στο Εuro2day.gr επιχειρηματίας με δραστηριότητα σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, από βιομηχανικά μέχρι πλαστικά είδη για την εστίαση.

Εξηγεί ότι τα κόστη της βιομηχανίας πλαστικού υπερβαίνουν το 30-35% και ποικίλουν ανά περίπτωση, καθώς διαπιστώνονται αυξήσεις ακόμη και στα χαρτοκιβώτια, αποδιδόμενες στην αύξηση της τιμής της χαρτόμαζας. Το εκρηκτικό μείγμα έχει να κάνει με το lockdown που διέκοψε την παραγωγή πολλών προϊόντων, την ανάσχεση της ταχύτητας με την οποία τα containers παραλαμβάνουν και μεταφέρουν εμπορεύματα, κυρίως στην Κίνα και την αύξηση του κόστους σε πρώτες ύλες και ενέργεια.

Πρώτες ύλες

Αρκεί να σκεφτεί κανείς τα πλαστικά μπουκάλια νερού που δεν πουλήθηκαν πέρυσι το καλοκαίρι λόγω της πανδημίας. Έτσι έλειψε από την αγορά μια σημαντική πρώτη ύλη, το ανακυκλωμένο πλαστικό (rPET). Αυτό, σε συνδυασμό με το κλείσιμο παραγωγικών μονάδων πρώτων υλών λόγω της πανδημίας και την ταυτόχρονη αύξηση της ζήτησης πλαστικού οδήγησε σε εκτόξευση των τιμών για τις παρθένες πρώτες ύλες, κυρίως πολυπροπυλένιο και πολυστερίνη, που έχουν υπερδιπλασιάσει τις τιμές τους το τελευταίο τρίμηνο.

Οι αυξήσεις στο PET κυμαίνονται σε 30-40%, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς. Εκτιμούν ότι ειδικά το πολυπροπυλένιο τείνει σε εξομάλυνση, αλλά η αποσταθεροποίηση της αγοράς εγείρει αβεβαιότητες. Oι αγορές ρητίνης παραμένουν σε αναταραχή, αφού η κατάσταση στις αλυσίδες εφοδιασμού δεν έχει ακόμη ομαλοποιηθεί.

Έτσι συντηρείται το ράλι των τιμών και στα πέντε βασικά είδη που χρησιμοποιεί η βιομηχανία, πολυαιθυλένιο (PE), πολυπροπυλένιο (PP), χλωριούχο πολυβινύλιο (PVC), πολυστυρένιο (PS) και PET (polyethylene terepththalate). Οι τιμές spot PE και PP κινούνται σε επίπεδα ρεκόρ και οι περισσότεροι παραγωγοί, ειδικά στην Κίνα, καλύπτουν περιορισμένο όγκο παραγγελιών, καθώς έχει αυξηθεί δραματικά η ζήτηση και στην εσωτερική αγορά της Κίνας.

Εκτακτα γεγονότα

Επίσης η κρίση στην αγορά κορυφώθηκε με την επίκληση ανωτέρας βίας (force majeure) από δεκάδες εργοστάσια στο Τέξας. Πολλές μονάδες παραγωγής επικαλέστηκαν τη ρήτρα force majeure σε συνέχεια της πρωτοφανούς κακοκαιρίας, που έπληξε την περιοχή, με αποτέλεσμα η έλλειψη να προκαλέσει απότομη αύξηση των τιμών των παρθένων πρώτων υλών, σε επίπεδα ρεκόρ. Πρόκειται για συγκυρία χειρότερη από αυτήν του 2015, όταν επίσης είχε υπάρξει “επιδημία force majeure”, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή ένωση πλαστικών EuPC (Εuropean Plastics Converters), που καταγράφει έλλειψη πρώτων υλών για το 90% των μεταποιητικών εταιρειών πλαστικών στην Ευρώπη.

Οι μεταποιητικές εταιρείες στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, πάνω από 50.000 συνολικά, με δραστηριότητα στις συσκευασίες τροφίμων, στην αλυσίδα εφοδιασμού φαρμακευτικών προϊόντων και άλλες εφαρμογές, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα παράδοσης πρώτων υλών.

Παράγοντες της EuPC προειδοποίησαν για αυξήσεις τιμών στα τελικά προϊόντα ενώ, καθώς η συσκευασία περιλαμβάνει κατά βάση πλαστικό οι αυξήσεις είναι σχεδόν οριζόντιες στην αγορά, σύμφωνα με στελέχη της βιομηχανίας πρώτων υλών.

Οι βιομηχανίες πλαστικών

Το πρόβλημα επιβεβαιώνουν οι μεγάλοι εισηγμένοι ελληνικοί όμιλοι. Η διοίκηση της Πλαστικά Θράκης τονίζει τις αυξημένες τιμές των βασικών πρώτων υλών στο α’ τρίμηνο σε παγκόσμιο επίπεδο (συγκριτικά με το 2020) και τις ελλείψεις σε κάποιες κατηγορίες. Εκτιμά ότι η κατάσταση αυτή δεν επηρεάζει τη λειτουργία του ομίλου, ενώ για τους επόμενους μήνες του έτους εκτιμάται ομαλοποίηση των προσφερόμενων ποσοτήτων και σταδιακή αποκλιμάκωση των τιμών, χωρίς ωστόσο να προσεγγίσουν τα επίπεδα του προηγούμενου έτους.

Στο ίδιο μήκος κύματος η Πλαστικά Κρήτης, με βάση τα στοιχεία της οποίας από τις αρχές του έτους η έλλειψη πρώτων υλών προκαλεί εκτόξευση των τιμών τους, ήτοι αυξήσεις έως και 100%. Η εταιρεία αντιμετωπίζει την κατάσταση με την κατάλληλη πολιτική αποθεματοποίησης και αγορών, έχοντας εξασφαλίσει επάρκεια πρώτων υλών, ενώ παράλληλα προσπαθεί να περνάει στις τιμές πώλησης των προϊόντων το αυξημένο κόστος ώστε να διατηρήσει το μικτό κέρδος.

Η Δάϊος Πλαστικά επισημαίνει επίσης την έκθεσή της στις μεταβολές των τιμών των α' υλών, λόγω κυρίως της διασύνδεσής τους με τις τιμές του πετρελαίου (α' ύλη πλαστικών), αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σχέση π.χ. του πολυπροπυλαίνιου με το πετρέλαιο δεν είναι γραμμική.

Το κύμα των αυξήσεων

Εταιρείες στη βιομηχανία παιχνιδιών επιβεβαιώνουν τις αυξήσεις στις τιμές των τελικών προϊόντων, κυρίως σε αυτά χαμηλής αξίας, ήδη από τα τέλη του 2020.

Αυξήσεις στις τιμές εξαιτίας των ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες, όπως και στα μεταφορικά κόστη είχε επισημάνει από τα μέσα Απριλίου ο Απόστολος Βακάκης, επικεφαλής του ομίλου Jumbo, εκφράζοντας ανησυχίες για πληθωριστικές πιέσεις.

Επιχειρηματίες με εργοστάσια παραγωγής καταναλωτικών ειδών στην Ελλάδα και παρουσία σε διεθνείς αγορές μιλούν για στενά περιθώρια περαιτέρω απορρόφησης του έξτρα κόστους. Ορισμένοι έχουν κάνει ήδη αυξήσεις τιμών ενώ άλλοι έχουν προβεί σε αυξήσεις τιμών σε αγορές του εξωτερικού και μελετούν επιλεκτικές αυξήσεις στην εγχώρια αγορά προκειμένου να προστατεύσουν το μικτό περιθώριο κέρδους τους.

Προς το παρόν επικρατεί σιγή από την πλευρά των supermarket, που επισήμως μεταφέρουν ότι δεν διαπιστώνονται ουσιαστικές διακυμάνσεις τιμών.

Παράγοντες του χονδρεμπορίου μεταφέρουν στο Εuro2day.gr ότι αγοράζουν με αυξημένες τιμές μια μεγάλη γκάμα προϊόντων, από είδη για τη φροντίδα του σπιτιού μέχρι κάποια είδη τροφίμων, με το πρόβλημα να είναι οξύ στα προϊόντα που περιέχουν πλαστικό αλλά και αλουμίνιο. Οι ανατιμήσεις άρχισαν σταδιακά εδώ και πάνω από δύο μήνες και κλιμακώνονται, όπως σημειώνουν.

Συντρέχουν δε μια σειρά διεθνείς τάσεις στη ζήτηση που επηρεάζουν τις τιμές στα τρόφιμα, με ενδεικτικές τις ανατιμήσεις στο ηλιέλαιο, που φτάνουν το 70%, όπως σημειώνει στέλεχος εταιρείας χονδρεμπορίου που αναγκάζεται να μετακυλήσει το κόστος στους δικούς του πελάτες.

Οι αυξήσεις στα αλουμινόχαρτα από ορισμένους προμηθευτές ανέρχονται σε 5-7% και αποδίδονται στις ανατιμήσεις των μετάλλων όπως το αλουμίνιο. Μπισκότα εισαγωγής από την Ιταλία έχουν ανατιμηθεί 50%, από 1 σε 1,5 ευρώ, λόγω του συσκευαστικού κόστους, σύμφωνα με πηγές της αγοράς του χονδρεμπορίου, που αναφέρουν επίσης ως ενδεικτικές τις αυξήσεις και στο νιτρίλιο, που έχουν εκτοξεύσει τις τιμές στα γάντια μιας χρήσης.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στέλεχος της αγοράς, αγόραζε το πακέτο των 100 στα 4-5 ευρώ και τώρα πληρώνει 14-15 ευρώ. Συνολικά ο χονρέμπορας είναι αντιμέτωπος με αυξήσεις που μεσοσταθμικά ξεπερνούν το 20-25%, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μια μικρή εταιρεία του λιανεμπορίου, ένα mini market ή μπακάλικο που θα αναγκαστεί να διαθέσει προϊόντα σε μη ανταγωνιστικές τιμές απέναντι στις μεγάλες αλυσίδες.

Πηγή: Euro2day