You are here

Πόσο κοντά φέρνει την επενδυτική βαθμίδα η έκδοση του 10ετούς

09/10/2019 11:12

Μετά την επανέκδοση του δεκαετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου και τη διάθεση των επιπλέον ποσών που αντλήθηκαν σε θεσμικούς επενδυτές με μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, η συζήτηση πλέον είναι πότε ο ΟΔΔΗΧ θα αποφασίσει να κάνει το επόμενο βήμα για την έκδοση ενός ομολόγου με λήξη μετά το το 2032 (έτος-ορόσημο για τη βιωσιμότητα χρέους μετά τις αποφάσεις του Eurogroup την άνοιξη του 2018), γεγονός που θα δείξει ότι η κανονικότητα έρχεται πιο κοντά, αλλά και η βιωσιμότητα του χρέους έχει επεκταθεί χρονικά και δεν είναι «φλέγον» ζήτημα.

Ακόμα και σε αυτά τα επίπεδα τιμών, οι ξένοι επενδυτές πιθανόν να βλέπουν ακόμα τα ελληνικά ομόλογα με θετικό τρόπο τόσο λόγω των αποδόσεων που προσφέρουν σε ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, όσο και γιατί τα «θετικά ρίσκα» που μπορούν να αλλάξουν το παιχνίδι και να συνεχίσουν την άνοδο των τιμών ξεπερνούν τα αρνητικά σενάρια τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Σε αυτό το πλαίσιο, η νέα κυβέρνηση εκμεταλλεύεται το θετικό κλίμα στις διεθνείς αγορές, ξεπερνώντας τον ετήσιο στόχο της για την άντληση 7,5 δισ. ευρώ. Ο στόχος της έκδοσης ήταν πρωτίστως η προσέλκυση «ποιοτικών» επενδυτών και δευτερευόντως το ποσό που θα αντλούνταν. Με την απόδοση του δεκαετούς να έχει διαμορφωθεί στο 1,45% και να έχει κινηθεί έως το 1,30%, η αγορά δείχνει έτοιμη για έκδοση και μετά το ορόσημο του 2032.

Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς άλλωστε, μεγάλη διαφορά θα υπάρξει το 2020 στο μείγμα χρηματοδότησης της οικονομίας με περιορισμό στους βραχυπρόθεσμους τίτλους, οι οποίοι από τα 15,28 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018, θα μειωθούν το 2020 σε 9,72 δισ. ευρώ ή σωρευτική μείωση πάνω από 35%.

Οι ελληνικοί τίτλοι φέτος

Η ανοδική τροχιά στα ελληνικά κρατικά ομόλογα μετά τις Ευρωεκλογές του Μαΐου συνεχίζεται αμείωτη σε συνδυασμό με την κατάσταση που επικρατεί και στις ευρωπαϊκές αγορές. Οι νέες δράσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η απόφαση να χαλαρώσει και πάλι την πολιτική της με νέες αγορές ομολόγων και μειώσεις επιτοκίων επιδρούν καταλυτικά στις αποδόσεις (και) των εγχώριων τίτλων.

Οι όγκοι συναλλαγών που παρατηρούνται φέτος στην εγχώρια αγορά ομολόγων είναι σημαντικά αυξημένοι. Η συνολική αξία των συναλλαγών στο σύστημα αύλων τίτλων της Τράπεζας της Ελλάδος (που περιλαμβάνει όχι μόνο τις εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές αλλά και τις συναλλαγές στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες διαπραγμάτευσης) στο δεύτερο τρίμηνο του έτους ανέρχονται σε 94 δισ. ευρώ από 92 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο. Σε σχέση με το 2018, η αύξηση είναι της τάξεως του 90%.

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι σε αυτό το κλίμα ευφορίας, οι ελληνικές αποδόσεις διαμορφώνονται αρκετά κοντά στα ιστορικά χαμηλά, όπως σε αρκετά χαμηλά επίπεδα διαμορφώνεται και το ρίσκο της χώρας, όπως δείχνει το 5ετές Credit Default Swap (ασφάλιστρο κινδύνου) που βρίσκεται στις 215 μονάδες βάσης (μ.β.) και έχει υποχωρήσει και χαμηλότερα από τις 200 μ.β.

Σε σχέση με το γερμανικό δεκαετές ομόλογο, το spread είναι θετικό στις 190-200 μ.β. και είναι ενδεικτικό ότι πριν από έξι μήνες διαμορφωνόταν στις 350 μ.β. περίπου, με το γερμανικό δεκαετές να φλερτάρει επίσης με τα ιστορικά του χαμηλά. Σε σχέση με την Ιταλία, το spread είναι κάτω από τις 50 μ.β. Ταυτόχρονα, σε σχέση με την Πορτογαλία, το premium του εγχώριου δεκαετούς τίτλου είναι 130 μ.β.

Η πορεία προς την επενδυτική βαθμίδα και τα ρίσκα

Πολλοί παρατηρητές της αγοράς ομολόγων εκτιμούν ότι η αλλαγή πολιτικού σκηνικού μετά τις εκλογές σε συνδυασμό με την πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων θα επιτρέψει στη χώρα να κινηθεί πιο γρήγορα προς την κανονικότητα. Αυτό το σενάριο θεωρητικά θα επιτρέψει στους οίκους αξιολόγησης να το επιβεβαιώσουν, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεο της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα (investment grade).

Η επιστροφή της Ελλάδος στην κατηγορία investment grade σημαίνει πραγματική επιστροφή στην κανονικότητα και αναμένεται να λάβει χώρα στο δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους, βάσει των τρεχουσών προβολών και προβλέψεων. Παράλληλα, η αποπληρωμή του ΔΝΤ, οι τρέχουσες αποδόσεις των ομολόγων παγκοσμίως αλλά και εγχωρίως και οι προσπάθειες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, είναι στοιχεία που θα επιτρέψουν πιο θετικές αναλύσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Οποιαδήποτε χρονική καθυστέρηση ωστόσο, ειδικά στο θέμα των NPEs, είτε για λόγους εσωτερικούς είτε εξωτερικούς, θα είναι μεγάλη οπισθοδρόμηση στην πορεία της χώρας και στο φιλοεπενδυτικό στόρι που προσπαθεί να καλλιεργήσει η νέα κυβέρνηση.

Το προσχέδιο του προϋπολογισμού της κυβέρνησης με τους αισιόδοξους στόχους ανάπτυξης κατά 2,8% για το επόμενο έτος και την πρόβλεψη για αύξηση στην ιδιωτική κατανάλωση κατά 1,8%, υψηλότερος από κάθε άλλη πρόβλεψη επίσημου οργανισμού ή επενδυτικού οίκου, παίρνει ένα ρίσκο: είτε να επιταχύνει τις διαδικασίες αναβάθμισης, αν και εφόσον η οικονομία κινηθεί βάσει του σχεδιασμού της, είτε να απογοητεύσει τις αγορές και τους επενδυτές. Ειδικά για το τελευταίο, σε ένα εξωτερικό περιβάλλον που επιδεινώνεται όχι μόνο σε οικονομικούς όρους αλλά και γεωπολιτικά και με ανοικτό το θέμα του δημοσιονομικού κενού, οι πιθανότητες αρνητικής έκπληξης δείχνουν υψηλές τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Ο ρόλος των οίκων αξιολόγησης θα είναι κρίσιμος στην πορεία προς την κανονικότητα. Η τελευταία θετική έκθεση για τη χώρα είναι της καναδικής DBRS, που προχώρησε σε αύξηση δύο βαθμίδων. Οι επόμενες ημερομηνίες με σημασία για τη χώρα είναι στις 25 Οκτωβρίου 2019 η Standard and Poor’s και 1 Νοεμβρίου η DBRS.

Τη δεδομένη χρονική στιγμή, η Ελλάδα βαθμολογείται από τους οίκους αξιολόγησης με Β+ από τη Standard & Poor’s και θετική προοπτική (τέσσερις βαθμίδες κάτω από το investment grade), ΒΒ- από τη Fitch Ratings (τρεις βαθμίδες χαμηλότερα), Β1 από τη Moody’s (τέσσερις βαθμίδες) και ΒΒ- από την καναδική DBRS (τρεις βαθμίδες).

Η χώρα, τη δεδομένη χρονική στιγμή, πληρώνει επιτόκια που κινούνται αρκετά κοντά σε αυτά που πληρώνουν χώρες που είναι σε επενδυτική βαθμίδα. Σε Κύπρο, Βουλγαρία και Κροατία, οι οποίες έχουν αξιολόγηση ΒΒΒ-, που είναι η χαμηλότερη Investment grade αξιολόγηση, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων είναι από 0,43% έως 0,55% ή περίπου 100 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τις εγχώριες.

 

Πηγή: Euro2day