You are here

«Στάσιμη» κράτησε την αξιολόγηση της Ελλάδας η DBRS

11/03/2023 10:15

Την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στη βαθμίδα BB (high) με σταθερό outlook διατήρησε ο οίκος. 

Υπενθυμίζεται ότι η Fitch, στις 28 Ιανουαρίου είχε αναβαθμίσει την Ελλάδα σε ΒΒ+ από ΒΒ φέρνοντας τη χώρα μας μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, θέτοντας παράλληλα σταθερό outlook.

Η S&P είχε αναβαθμίσει την Ελλάδα σε BB+ με σταθερό outlook στις 22 Απριλίου. Αντίθετα, η Moody's διατηρεί την πιστοληπτική αξιολόγηση Βa3 με σταθερές προοπτικές, τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

Όπως εξηγεί στην έκθεσή του η DBRS, το σταθερό outlook αντανακλά την άποψη του ότι η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημοσιονομικών και του χρέους, παρά το πιο δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον. Λόγω της ισχυρής ανάκαμψης της τουριστικής δραστηριότητας, των συνεχιζόμενων βελτιώσεων στην αγορά εργασίας και των μέτρων στήριξης, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ανήλθε κοντά στο 6% το 2022.

Η αποτελεσματική εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης (RRP) και τα μέτρα στήριξης θα συνεχίσουν να βοηθούν την οικονομία φέτος, ωστόσο, οι προοπτικές ανάπτυξης υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους που σχετίζονται με την όξυνση της σύγκρουσης στην Ουκρανία, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών και σε ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση.

Τα μέτρα για την άμβλυνση του αντίκτυπου του αυξημένου ενεργειακού κόστους οδήγησαν σε πρωτογενές έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2022 από 5% το 2021. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να έχει μειωθεί σχεδόν κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες το 2022, επωφελούμενο από βελτιωμένα δημοσιονομικά αποτελέσματα και ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη. Παρά τη σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και του χρέους, η εφαρμογή ενός συνετού σχεδίου σύσφιξης θα είναι κρίσιμη για την Ελλάδα ώστε να αντιμετωπίσει τις συνεχιζόμενες προκλήσεις, με παράλληλη οικοδόμηση ενός μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης.

 Η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ και από την εφαρμογή στο παρελθόν οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που εάν εφαρμοστούν, θα μπορούσαν να τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στη ζώνη του ευρώ. Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι τα κονδύλια θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, υποστηρίζοντας παράλληλα την ανάπτυξη των επενδύσεων.

Αντίθετα, η αξιολόγηση της χώρας περιορίζεται από την κληρονομιά που άφησε η παρατεταμένη κρίση της χώρας, δηλαδή από τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους και τα ακόμη υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, οι χαμηλές επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδας, με το επενδυτικό κενό προς το παρόν να παραμένει υψηλό. Οι επενδυτικές δαπάνες μειώθηκαν τα χρόνια της κρίσης από 21% του ΑΕΠ το 2009 σε 13,3% το 2021, το χαμηλότερο στη ζώνη του ευρώ και πολύ μακριά από το μέσο όρο του 22,2%.

Οι οδηγοί

Η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν συμβεί ένας ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) Συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές (2) Διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που διατηρεί τον δείκτη δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά.

Τα κίνητρα για μια υποβάθμιση περιλαμβάνουν: (1) Επίμονα αδύναμες οικονομικές επιδόσεις. (2) Ανατροπή ή αναστολή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. (3) Ανανεωμένη αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η αιτιολόγηση της αξιολόγησης

Η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί φέτος, αλλά το Ταμείο Ανάκαμψης και τα κυβερνητικά μέτρα θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την οικονομία. Η ελληνική οικονομία γνώρισε σοβαρή συρρίκνωση το 2020 με το πραγματικό ΑΕΠ να μειώνεται κατά 9%, καθώς η πανδημία έπληξε σοβαρά την εξαιρετικά σημαντική τουριστική βιομηχανία. Το 2021, η οικονομία ανέκαμψε έντονα κατά 8,4%, υποστηριζόμενη από την ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων και των εξαγωγών. Με την βοήθεια της ισχυρής ανάκαμψης της τουριστικής δραστηριότητας, των συνεχιζόμενων βελτιώσεων στην αγορά εργασίας και των μέτρων κρατικής στήριξης, η οικονομία παρέμεινε ισχυρή το 2022 σημειώνοντας ανάπτυξη 5,9%.

Η ανάπτυξη μετριάζεται φέτος, καθώς η ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, οι υψηλότερες τιμές και τα επιτόκια επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ σε 1,2% φέτος και 2,4% το 2024. Ο πληθωρισμός έφτασε στο 9,3% ετησίως το 2022, κυρίως λόγω των τιμών της ενέργειας, και αναμένεται να υποχωρήσει στο 4,5% το 2023 και στο 2,2% το 2024. Οι κύριοι κίνδυνοι για τις προοπτικές σχετίζονται με την όξυνση της σύγκρουσης στην Ουκρανία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών, ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση και υψηλό πληθωρισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επηρεάζοντας μεταξύ άλλων παραγόντων και την τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας.

Η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο με την εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης (Ελλάδα 2.0) χρησιμοποιώντας τόσο τη συνιστώσα των επιχορηγήσεων, όσο και αυτή των δανείων. Μέχρι στιγμής, η Κομισιόν έχει εγκρίνει τη 2η πληρωμή για επιχορηγήσεις και δάνεια, ανεβάζοντας το συνολικό ποσό των εκταμιεύσεων σε 11,1 δισ. ευρώ (5,75 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 5,35 δισ. ευρώ δάνεια) και το 13% των συνολικών ορόσημων και στόχων έχει πλέον ολοκληρωθεί.

Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα μπορούσε να αυξήσει το πραγματικό ΑΕΠ κατά 2,1-3,3% έως το 2026, εξαιρουμένων των πιθανών επιπτώσεων από την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του σχεδίου.

Το σχέδιο αποτελείται από 106 επενδύσεις και 68 μεταρρυθμίσεις που επικεντρώνονται κυρίως στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η διάθεση κονδυλίων της ΕΕ, εάν συνδυαστεί με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας και θα δικαιολογήσει μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου «Οικονομική Δομή και Απόδοση».

Η δημοσιονομική θέση βελτιώθηκε το 2022

Μετά από χρόνια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, η Ελλάδα κατέγραψε υψηλά ελλείμματα το 2020 και το 2021, λόγω της βαθιάς οικονομικής συρρίκνωσης και των πακέτων στήριξης για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 9,9% του ΑΕΠ το 2020, το τρίτο μεγαλύτερο στην ΕΕ, πριν μειωθεί στο 7,5% του ΑΕΠ το 2021.

Το αποτέλεσμα του 2021 βελτιώθηκε σημαντικά από τις αρχικές εκτιμήσεις που δείχνουν υψηλό έλλειμμα 9,6% του ΑΕΠ και οφειλόταν στην ισχυρότερη από την αναμενόμενη απόδοση των εσόδων και στη χαμηλότερη κάλυψη των μέτρων που σχετίζονται με την Covid-19.

Το 2022, η κυβέρνηση εισήγαγε μέτρα στήριξης για να αντιμετωπιστεί ο αντίκτυπος του αυξημένου ενεργειακού κόστους που ανέρχονται σε 10,6 δισεκατομμύρια ευρώ με το δημοσιονομικό κόστος να φτάνει τα 4,8 δισεκατομμύρια ευρώ (2,3% του ΑΕΠ) το 2022, καθώς χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από έσοδα από τον μηχανισμό ενεργειακής μετάβασης. Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί αναμένεται να βελτιωθούν περαιτέρω, με το πρωτογενές έλλειμμα να προβλέπεται να μειωθεί από 5% του ΑΕΠ το 2021 σε 1,6% το 2022 και να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ φέτος.

Οι κύριοι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές σχετίζονται με την επιβράδυνση της ανάπτυξης φέτος που μπορεί να οδηγήσει σε ασθενέστερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετες δαπάνες που προκύπτουν από υψηλότερες τιμές ενέργειας από τις προβλεπόμενες σήμερα και την ενεργοποίηση κρατικών εγγυήσεων ότι χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η DBRS Morningstar θεωρεί ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τη δέσμευσή της για δημοσιονομική εξυγίανση και θα συμμορφωθεί πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές των ευρωπαϊκών θεσμών.

Το δημόσιο χρέος 

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε στο 206,4% του ΑΕΠ το 2020 και μειώθηκε στο 194,5% το 2021, παραμένοντας το υψηλότερο στην ΕΕ. Το 2022 ο δείκτης χρέους αναμένεται να ανέλθει στο 168,9% του ΑΕΠ, λόγω των βελτιωμένων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση στο 159,3% το 2023, καταγράφοντας πτώση 47 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020, θα βρεθεί δε κάτω από τα επίπεδα του 2012.

Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών επιπέδων το 2021, έχουν αυξηθεί επί του παρόντος σε περίπου 4,4%. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου που σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή χρέους της Ελλάδας, καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει περισσότερο από το 70% του δημόσιου χρέους με πολύ μεγάλη μέση διάρκεια λήξης στο τέλος του 2022 (20 χρόνια) και με 100% του χρέους σε σταθερές τιμές. Επιπλέον, ο ΟΔΔΗΧ έχει εφαρμόσει μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους χρησιμοποιώντας αντισταθμίσεις επιτοκίων για να μετριάσει τον κίνδυνο αύξησης του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα. Το 2023, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2%.

Η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πλήρως τα δάνειά που έλαβε από το ΔΝΤ και προπλήρωσε το 2022 συνολικά 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ από το πρώτο μνημόνιο (δάνεια GLF). Παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να επιστρέψει και να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί από χρέος που χρηματοδοτείται από τις αγορές και θα είναι επιρρεπές στην αστάθεια τους.

Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα περίπου 37 δισεκατομμυρίων ευρώ τον Φεβρουάριο του 2023 συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Αυτά τα αποθεματικά συνδυάζονται με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνοντας έτσι σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής και υποστηρίζοντας τον θετικό ποιοτικό παράγοντα στην αξιολόγηση των δομικών στοιχείων στην κατηγορία «Χρέος και Ρευστότητα». Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την άποψη της DBRS Morningstar, η δημοσιονομική πειθαρχία και η διαρκής οικονομική ανάπτυξη είναι καθοριστικής σημασίας όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.

Τα κόκκινα δάνεια

Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των NPEs, με τον δείκτη να υποχωρεί στο 9,7% στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2022, κάτω από το 10% για πρώτη φορά από το τέταρτο τρίμηνο του 2009. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του «Ηρακλή». Όλες οι συστημικές τράπεζες έχουν επιτύχει πλέον τον στόχο ενός μονοψήφιου δείκτη NPEs.

Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των NPEs, τοποθετεί τις τράπεζες σε καλό σημείο σε ότι αφορά την αύξηση της παροχής πιστώσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, βασική πρόκληση παραμένει το θέμα του ιδιωτικού μη εξυπηρετούμενου χρέους που μεταφέρθηκε από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και πλέον διαχειρίζονται οι εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων.

Ταυτόχρονα, το πιο απαιτητικό μακροοικονομικό περιβάλλον και το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών και να οδηγήσει σε νέα NPLs. Αυτό εξηγεί τον αρνητικό ποιοτικό παράγοντα της DBRS Morningstar στην κατηγορία «Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα». Ως αποτέλεσμα της μείωσης του ρίσκου, ο δείκτης Common Equity Tier 1 (CET1) σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε σε 13,7% τον Ιούνιο του 2022, ελαφρώς μειωμένος από 13,6% τον Δεκέμβριο του 2021 και παραμένοντας κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, με το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας εκκαθάρισης να έχει ολοκληρωθεί, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε καλή θέση να βελτιώσουν οργανικά την κεφαλαιακή τους θέση στο μέλλον.

Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών 

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2020 και το 2021, φθάνοντας στο 6,6% και στο 6,8% του ΑΕΠ αντίστοιχα, κυρίως λόγω της σημαντικής επιδείνωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου. Ως ένα σημείο πρόκειται για διαρθρωτική επιδείνωση που σχετίζεται με το ενεργειακό κόστος και την πράσινη μετάβαση ενώ κάποια κυκλική σχετίζεται με τον επενδυτικό κύκλο που δυνητικά οδηγεί σε διαρθρωτική βελτίωση με την οικοδόμηση της ικανότητας περαιτέρω αύξησης των εξαγωγών μεσοπρόθεσμα.

Παρά τις ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών ιδιαίτερα των υπηρεσιών, λόγω της ανάκαμψης των διεθνών τουριστικών ροών, η υψηλή εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές ενέργειας σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών της ενέργειας διεύρυνε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022.

Ο τουριστικός τομέας ανέκαμψε δυναμικά το 2022 με τις διεθνείς αφίξεις τουριστών να φτάνουν σχεδόν το 90% των επιπέδων του 2019 και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις το 99% των επιπέδων του 2019.

Η μακροοικονομική προσαρμογή από το 2010 και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας του 2012 έχουν βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, με τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών να αυξάνονται από 9% του ΑΕΠ το 2010 σε περίπου 27% το 2022. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν πλέον περίπου το 50% του ΑΕΠ από 22% το 2010. Ωστόσο, η προστιθέμενη αξία των ελληνικών εξαγωγών παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με αντίστοιχες χώρες της ζώνης του ευρώ.

Οι εισροές κεφαλαίων της ΕΕ και οι αυξανόμενες εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες κατέγραψαν υψηλό δύο δεκαετιών το 2021, φθάνοντας τα 6,3 δισ. ευρώ και πάνω από 7 δισ. ευρώ το 2022, θα ισορροπήσουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μετριαστεί τα επόμενα χρόνια καθώς οι διεθνείς αφίξεις τουριστών συνεχίζουν να ανακάμπτουν και το κόστος της ενέργειας μειώνεται.

Οι εκλογές 

Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν φέτος, πιθανότατα την Άνοιξη. Με το ισχύον εκλογικό σύστημα -που εισήγαγε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ το 2016, το οποίο βασίζεται στην απλή αναλογική, ο σχηματισμός μονοκομματικής κυβέρνησης δεν θα είναι εφικτός. Αν δεν υπάρξει συνεργασία κομμάτων, το πιθανότερο σενάριο είναι οι δεύτερες εκλογές, περίπου ένα μήνα μετά τις πρώτες.

Οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν με διαφορετικό εκλογικό σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, καθιστώντας πιθανό τον σχηματισμό κυβέρνησης ενός κόμματος. Η Νέα Δημοκρατία προηγείται σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Κατά την άποψη της DBRS αναμένεται συνέχεια της πολιτικής με το Ταμείο Ανάκαμψης να παρέχει κίνητρα για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ωστόσο, ένας παρατεταμένος εκλογικός κύκλος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ορισμένες καθυστερήσεις. Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα απολαμβάνει ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον και καλή συνεργασία με τους ομολόγους της και τους θεσμούς της ΕΕ υπό τις κυβερνήσεις πρώτα του ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια της Νέας Δημοκρατίας.

Σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στη μείωση της γραφειοκρατίας στο δημόσιο τομέα, στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην απεμπλοκή πολλών επενδυτικών σχεδίων. Η Ελλάδα έχει επίσης επιταχύνει τις προσπάθειές της να βελτιώσει τις ψηφιακές της επιδόσεις, ιδιαίτερα στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Οι κυβερνητικές προτεραιότητες τους επόμενους μήνες επικεντρώνονται στην επιτυχή εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος Greece 2.0, με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε εξέλιξη. Η DBRS Morningstar θεωρεί ότι η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες προκλήσεις της Ελλάδας δικαιολογεί μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου του «Πολιτικού Περιβάλλοντος».