You are here

Τι ανακάλυψε η HSBC στο ταξίδι της στην Ελλάδα

22/03/2019 15:36

Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας παραμένει συμπαγής, τονίζει η HSBC σε έκθεσή της για τη χώρα μας, μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησε τις προηγούμενες ημέρες. Όπως σημειώνει, τα στελέχη της συναντήθηκαν με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο αλλά και άλλους υπουργούς, την ΤτΕ ΕΛΛ -0,73%, τον ΟΔΔΗΧ, διοικήσεις εγχώριων τραπεζών, τη Νέα Δημοκρατία αλλά και το ΤΑΙΠΕΔ.

Ο οίκος τονίζει ότι η Ελλάδα έως τώρα φαίνεται να είναι σχετικά ανεπηρέαστη από το φρενάρισμα της παγκόσμιας οικονομίας και της ευρωζώνης, ενώ η ανάπτυξη επεκτείνεται σε περισσότερους τομείς. Οι απόψεις διαφοροποιούνται περισσότερο, όμως, σε ό,τι αφορά τη μακροπρόθεσμη εικόνα, εξαιτίας κάποιας μεταρρυθμιστικής κόπωσης και των χαμηλών επιπέδων επένδυσης, στοιχείο που μπορεί να περιορίσει τα οφέλη στην παραγωγικότητα.

Εως τώρα, σημειώνει, η μετά πρόγραμμα εποπτεία υπήρξε σχετικά ομαλή. Ωστόσο η ΕΕ παρακράτησε την εκταμίευση 1 δισ. ευρώ εξαιτίας της διαφωνίας για το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη. Αμφότερες οι πλευρές, πάντως, εμφανίζονται θετικές σε ό,τι αφορά την προοπτική συμφωνίας, πιθανώς πριν από το Eurogroup της 5ης Απριλίου.

Στο δημοσιονομικό μέτωπο, η χώρα διαθέτει ένα μαξιλάρι ρευστότητας 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι είναι πλήρως καλυμμένη έως τα τέλη του 2023 τουλάχιστον. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη στρατηγική για το τι θα κάνει με τμήμα αυτού του ποσού, αλλά θα μπορούσε να διατεθεί για αποπληρωμή κάποιων δανείων του ΔΝΤ, μείωση των εντόκων γραμματίων, περιορισμό των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ή για τη βοήθεια προς τις τράπεζες ώστε να περιορίσουν τα NPEs. Μετά από τις δύο εξόδους στις αγορές φέτος είναι πιθανές νέες κινήσεις, προκειμένου να πιαστεί ο στόχος που έχει θέσει ο ΟΔΔΗΧ για άντληση 7 δισ. ευρώ φέτος.

Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, η HSBC σημειώνει ότι συνεχίζεται η βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού και υπάρχει σιγουριά από την πλευρά των τραπεζιτών ότι μπορούν να πετύχουν την αναδιάρθρωση των ισολογισμών στην οποία στοχεύουν. Το μήνυμα για την «κανονικοποίηση» ωστόσο ήταν μικρό, γράφει η HSBC, με τους μετόχους να έχουν αποκλίνουσες απόψεις για την πιθανότητα, τη χρησιμότητα και τη χρονική στιγμή πιθανών λύσεων για όλο τον κλάδο (σ.σ. σχέδια ΤΧΣ, TτΕ), καθώς και για τη δομή και την αποτελεσματικότητα του συνολικού πλαισίου για την αντιμετώπιση του προβληματικού ενεργητικού.

Η ανάπτυξη

Η εικόνα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη παραμένει «φωτεινή», τονίζει η HSBC, αν και χαρακτηρίζει την πορεία του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2018 «μικρή απογοήτευση». Η ανάπτυξη το 2018 ήταν 1,9% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό εδώ και μια δεκαετία, και η κατάσταση βελτιώνεται σε πολλούς τομείς, ενώ προηγουμένως αφορούσε κυρίως στον τουρισμό (που καλύπτει 20% του ΑΕΠ). Καταγράφει βελτίωση της βιομηχανικής παραγωγής, καλύτερη εικόνα στην οικοδομή αλλά και την αύξηση στις τιμές των κατοικιών για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία.

«Εξαιρετικές» χαρακτηρίζονται οι επιδόσεις του εξαγωγικού τομέα. Όπως αναφέρει, εμφανίζεται να μην έχει επηρεαστεί από την επιβράδυνση, ειδικά στην ευρωζώνη, κάτι που εξηγεί με το ότι υπάρχει σχετικά περιορισμένη έκθεση στην περιοχή (μόνο το 1/3 των εξαγωγών), αλλά και με το μίγμα προϊόντων (τρόφιμα, φαρμακευτικά) τα οποία έχουν σχετικά ανελαστική ζήτηση. Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, παρατηρείται στασιμότητα μετά τα ρεκόρ, κάτι που αποδίδεται στην οικονομική κατάσταση σε αγορές όπως η Γερμανία και η Βρετανία, αλλά και τον ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους.

Καμπανάκι για τις επενδύσεις

Αυτό που λείπει έως τώρα είναι οι επενδύσεις, οι οποίες παραμένουν ακόμα 2/3 χαμηλότερες από τα προ κρίσης επίπεδα. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν πτώση 12% το 2018 (αν και μπορεί αυτό να αναθεωρηθεί καθώς τα στοιχεία δείχνουν υψηλή συμμετοχή των αποθεμάτων στην ανάπτυξη πέρυσι, κάτι που τείνει να αποδοθεί σε κατανάλωση ή -πιθανότερα- σε επενδύσεις σε μεταγενέστερο στάδιο). Η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων παραμένει χαμηλή, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις διαρκώς είναι κάτω των στόχων (με κενό που αντιστοιχεί σε 1% του ΑΕΠ πέρυσι), κάτι που αποδίδεται σε ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης.

Όπως τονίζει η HSBC, η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι το σημείο στο οποίο καταγράφονται οι περισσότερες διαφωνίες. Οι περισσότεροι βλέπουν ρυθμούς άνω του 2% για αρκετά χρόνια, εξαιτίας των υφιστάμενων «περιθωρίων» (μείωση ανεργίας που παραμένει στο 18%). Το ΔΝΤ βλέπει ότι αυτά τα περιθώρια θα ξεθωριάσουν νωρίτερα και την ανάπτυξη να υποχωρεί στο 1,2% το 2022, ενώ πιστεύει ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη θα είναι γύρω στο 1% εξαιτίας δημογραφικού. Επίσης επισημαίνει και τη μεταρρυθμιστική κόπωση ως έναν ακόμα παράγοντα απαισιοδοξίας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Η HSBC γράφει ότι η πρόσφατη βελτίωση στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (πέρυσι πιάστηκε ο στόχος για πρώτη φορά) είναι ενθαρρυντική. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις που σχετίζονται με τη «χρυσή βίζα» δείχνουν σημάδια βελτίωσης και αν το μομέντουμ διατηρηθεί, θα υπάρξει κάποια στήριξη σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές επενδύσεις.

Η προστασία πρώτης κατοικίας

Η Κομισιόν εμφανίζεται ευχαριστημένη με την πρόοδο της χώρας μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, ωστόσο υπάρχουν κάποιες διαφωνίες, σημειώνει η έκθεση, ειδικά σε ό,τι αφορά το πλαίσιο προστασίας της α' κατοικίας, και αυτό φάνηκε από το ότι δεν αποδεσμεύτηκαν τα μέτρα 1 δισ. ευρώ για το χρέος. Η HSBC καταγράφει τις διαφωνίες αλλά εκτιμά ότι η συμφωνία είναι εντός πεδιάς.

Εύσημα για το δημοσιονομικό

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, 4% του ΑΕΠ, και καταγράφει την εκτίμηση της Κομισιόν ότι αυτό θα διευρύνεται συν τω χρόνω καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό, δημιουργώντας επιπρόσθετο δημοσιονομικό χώρο περίπου 3,5 δισ. ευρώ (2% του ΑΕΠ) μεταξύ 2019-22. Για το 2019, αυτός ο δημοσιονομικός χώρος είναι περίπου 930 εκατ. ευρώ και η χώρα σκοπεύει να τον διαθέσει κατά 50% σε ελάφρυνση φόρων και κατά 50% σε κοινωνικά μέτρα.

Σε ό,τι αφορά το μαξιλάρι ρευστότητας, τονίζει ότι είναι κρίσιμο για να καθησυχάζει τους επενδυτές, αλλά όπως προκύπτει από στοιχεία του ΔΝΤ, είναι με διαφορά το μεγαλύτερο (ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και ως ποσοστό των μεικτών χρηματοδοτικών αναγκών) μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης που βγήκαν από προγράμματα. Ως προς τις επιλογές, η στρατηγική δεν είναι ξεκάθαρη, αλλά περισσότερο αναφέρεται η επιλογή της αποπληρωμής του ΔΝΤ (συνολικά οφείλονται 9,8 δισ. ευρώ) και ειδικά τα 3,8 δισ. ευρώ που έχουν υψηλό επιτόκιο. Αυτό απαιτεί έγκριση από τις Βρυξέλλες, τονίζει η HSBC, σημειώνοντας ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν ως «κόκκινη γραμμή» το να συνεχίσει το Ταμείο να εμπλέκεται με τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση. Αυτό θα γίνεται όσο η Ελλάδα οφείλει πάνω από 2 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ, κάτι που μεταφράζεται σε ανάγκη εξόφλησης 7 δισ. ευρώ.

Άλλες επιλογές περιλαμβάνουν την εξαγορά ομολόγων που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ (11 δισ. ευρώ), αν και δεν φαίνεται κάτι τέτοιο ως ιδιαίτερα ελκυστικό από τον ΟΔΔΗΧ, και η μείωση των εντόκων γραμματίων (είναι 14 δισ. ευρώ, διπλάσια απ’ ό,τι την περίοδο προ κρίσης). Υπάρχει η επιλογή της εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών (περί τα 2 δισ. ευρώ) και να αναληφθεί ρόλος σε μια πιθανή «κακή τράπεζα» για να διευκολυνθεί η μείωση των κόκκινων δανείων.

Αναφορικά με πιθανή νέα έξοδο στις αγορές, πέραν της επιλογής της νέας εξόδου θα μπορούσε να γίνει διαχείριση υποχρεώσεων ή επαναγορά υφιστάμενων ομολόγων που αναδιαρθρώθηκαν με το PSI το 2012.
Ένα κρίσιμο θέμα το οποίο συζητήθηκε εκτεταμένα είναι το όριο που θέτει η ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες αναφορικά με τα κρατικά ομόλογα που μπορούν να κατέχουν. Το θέμα δημιουργεί ανησυχία στους επενδυτές καθώς περιορίζει τη δυνατότητα των τραπεζών να δρουν στη δευτερογενή αγορά και να μειώνουν τη ρευστότητα. Η σημασία της αύξησης του ορίου βρίσκεται στα «ελληνικά ραντάρ», τονίζει η HSBC.

Τα ρίσκα

Συνολικά οι κίνδυνοι φαίνονται, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, περιορισμένοι, υποστηρίζει ο οίκος. Επικεντρώνεται στους εξής:

Κατώτατος μισθός. Οι δανειστές εκφράζουν προβληματισμό για την αύξηση κατά 11% αναφορικά με το κατά πόσο θα επηρεάσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα, αν δεν συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας. Υπάρχουν ωστόσο κάποια «θετικά». Η αύξηση επηρεάζει κυρίως τον κλάδο «μη εμπορεύσιμων αγαθών» και έτσι η επίδραση στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα είναι περιορισμένη. Παράλληλα θα τονώσει την εσωτερική ζήτηση.

Δημοσιονομικές αστοχίες. Οι αναμενόμενες δικαστικές αποφάσεις και το αβέβαιο αποτέλεσμά τους αποτελούν πηγή κινδύνου. Το ΔΝΤ υπολόγισε ότι η Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί να πληρώσει 5 δισ. ευρώ για συντάξεις και 1,4 δισ. ευρώ για μισθούς Δημοσίου. Αν και είναι εφάπαξ καταβολές και δεν επηρεάζουν δημοσιονομικά (ενώ υπάρξει και άφθονο μετρητό), ίσως υπάρξουν επιπλοκές στο μέλλον, αυξάνοντας τον κίνδυνο να μην πιαστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και να δημιουργηθεί πίεση για λιτότητα σε επόμενες κυβερνήσεις.

Διεθνείς ανισορροπίες. Μπορεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να υποχώρησε από το 15% το 2008 περίπου στο 3% εσχάτως, όμως εμφανίζεται να διευρύνεται εκ νέου. Αντίθετα σε αυτό το στάδιο άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, είχαν πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό δημιουργεί την ανησυχία ότι στο μέλλον, καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό και η ανάκαμψη επιταχύνεται, μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω.

Οι εκλογές. Περισσότερο πιθανό είναι να διεξαχθούν τον Οκτώβριο. Η ΝΔ προηγείται στις δημοσκοπήσεις αλλά όπως σημείωσε ο υπουργός Εσωτερικών, αυτές συστηματικά υποτιμούν το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε δεν μπορούν να αποκλειστούν εκπλήξεις. Η HSBC εκτιμά ότι κάποια προεκλογικά δώρα από την κυβέρνηση δεν μπορούν να αποκλειστούν, ενώ και η ΝΔ μιλά για σημαντικές περικοπές φόρου αν αναλάβει την εξουσία, οι οποίες θα αντισταθμιστούν από περικοπές στις δαπάνες. Ωστόσο, σημειώνει ο οίκος, μετά από τόσα χρόνια λιτότητας, τα περιθώρια περικοπών είναι περιορισμένα, ειδικά χωρίς να επηρεαστούν οι επενδύσεις. Στα θετικά σημειώνει ο οίκος και το ότι προχωρά η συνταγματική αναθεώρηση, που αποτρέπει τον κίνδυνο νέων εκλογών το 2020.

Μεικτά μηνύματα από τις τράπεζες

Στα θέματα που συμφωνούν κυβέρνηση, εγχώριοι και διεθνείς θεσμοί και τραπεζίτες περιλαμβάνεται η αύξηση του ορίου κατοχής ελληνικών ομολόγων από τις τράπεζες, ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρος ο χρονισμός μιας τέτοιας κίνησης ή οι λεπτομέρειές της. Ολοι συμφωνούν επίσης ότι οι τάσεις σε ό,τι αφορά την ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών βελτιώνονται, με την τάση σε ό,τι αφορά το «κοκκίνισμα» ή το «επανακοκκίνισμα» δανείων σε πτωτική τροχιά.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το μήνυμα εμφανίζεται μεικτό. Οι απόψεις διαφέρουν σε ό.τι αφορά την παροχή πίστωσης. Οι τράπεζες εκτιμούν ότι δεν περιορίζονται από τη ρευστότητα ή τα κεφάλαια και πως η ζήτηση αυξάνει από τις επιχειρήσεις. Διάφοροι θεσμοί, όμως, βλέπουν ότι τα κόκκινα δάνεια εξακολουθούν να είναι μεγάλο βάρος, ενώ κάποιοι θεωρούν ότι η ρευστότητα παραμένει εμπόδιο.

Σε ότι αφορά την ποιότητα ενεργητικού, ενώ οι τράπεζες περιμένουν ουσιαστική μείωση των κόκκινων δανείων δεν είναι ξεκάθαρο αν όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι αυτό είναι επιτεύξιμο και, σημαντικότερα, αν θα είναι αρκετό. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από τρίτους στους πλειστηριασμούς είναι μια πηγή ανησυχίας για τους θεσμούς, ενώ οι τράπεζες επισημαίνουν ότι το συνολικό στοκ ακινήτων που θα αγοράσουν είναι σχετικά μικρό. Το πλαίσιο εταιρικής πτώχευσης επίσης φαίνεται ανεπαρκές.

Το νέο πλαίσιο προστασίας α’ κατοικίας είναι θετικό, σύμφωνα με τους τραπεζίτες, αλλά οι θεσμοί πιστεύουν ότι τα κριτήρια ένταξης δεν είναι αρκετά αυστηρά.

Σε ότι αφορά, τέλος τα σχέδια ΤτΕ ΕΛΛ -0,73% και ΤΧΣ για τη μείωση των κόκκινων δανείων κάποιοι εξέφρασαν την άποψη ότι μπορεί να αποσπάσουν την προσοχή των τραπεζών από τους στόχους.

Πηγή: Euro2day