You are here

Υπερκέρδη για τις τράπεζες το πρώτο εξάμηνο 2023

21/03/2023 07:45

Ισχυρή κερδοφορία αναμένεται να εμφανίσουν, κατά το α' εξάμηνο της τρέχουσας χρήσης, οι εγχώριες συστημικές τράπεζες, ως αποτέλεσμα της μικρής, προς ώρας, μετατόπισης σε προθεσμιακές καταθέσεις και της περαιτέρω αύξησης επιτοκίων αναφοράς.

Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία των τραπεζών δεν προκύπτει μαζική στροφή καταθετών σε προθεσμιακές καταθέσεις, παρά τις αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων, που ανακοίνωσαν τον Φεβρουάριο. Ενδεικτικό είναι ότι σε μια από τις συστημικές τράπεζες το μερίδιο των προθεσμιακών, επί του συνόλου των καταθέσεων, από 18% τον Δεκέμβριο ανέβηκε μόλις στο 19,5% τέλος Φεβρουαρίου.

Η κάθε μία από τις συστημικές τράπεζες έχει προϋπολογίσει για τη φετινή χρονιά κόστος κτήσης καταθέσεων, μεταξύ 230 με 280 εκατ. ευρώ, με το μερίδιο των προθεσμιακών να ανέρχεται ως το 35% της «πίτας» των καταθέσεων. Όπως προαναφέρθηκε το μερίδιο των προθεσμιακών κινείται σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα του «μπατζεταρισμένου» με αποτέλεσμα να μην έχει ανέβει αισθητά το κόστος κτήσης καταθέσεων.

Αν δεν υπάρξει άρδην ανατροπή της παραπάνω κατάστασης, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο θα καταγράψει περαιτέρω διεύρυνση, σύμφωνα με αναλυτές, το δεύτερο τρίμηνο, λόγω της ανόδου των επιτοκίων, της αυτόματης ανατιμολόγησης των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο και της διατήρησης του cost of funding σε χαμηλά επίπεδα. Ο γενικός κανόνας, που αναφέρουν συχνά οι τράπεζες, ότι για κάθε αύξηση 100 μ.β. στο Euribor το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αυξάνεται κατά 20 μ.β., μπορεί να αποδειχθεί συντηρητικός, τουλάχιστον, όσον αφορά στους πρώτους 3 ως 6 μήνες της χρονιάς.

Λίγες ημέρες πριν την ολοκλήρωση του πρώτου τριμήνου, θεωρείται βέβαιο ότι το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο της περιόδου έχει «σκαρφαλώσει» σε υψηλότερα επίπεδα, σε σχέση με αυτά του Δ' τριμήνου 2022, εξαιτίας των δύο αυξήσεων από την ΕΚΤ και του προαναφερόμενου μείγματος καταθέσεων.

Οι καθοδηγήσεις, που παρείχαν οι διοικήσεις των τραπεζών επιβεβαιώνουν την παραπάνω βεβαιότητα. Η Eurobank προβλέπει για το σύνολο της φετινής χρονιάς καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (Net Interest Margin- NIM) 2,35%. Επίπεδο υψηλότερο από την επίδοση Δ΄ τριμήνου 2022 (2,28%).

Αντίστοιχα, η Εθνική αναμένει για το σύνολο της φετινής χρονιάς NIM, μεταξύ 2,5% με 2,55%. Στο τελευταίο τρίμηνο της περσινής χρονιάς διαμορφώθηκε σε 2,59%. Σημειώνεται ότι η Εθνική διαθέτει, παραδοσιακά, τη χαμηλότερη συμμετοχή προθεσμιακών στο μείγμα καταθέσεων. Στην τηλεδιάσκεψη ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων Δ' τριμήνου η διοίκηση της ΕΤΕ ανέφερε ότι για κάθε 100 πόντους αύξησης στο Euribor τα καθαρά έσοδα από τόκους της τράπεζας αυξάνονται κατά 120 εκατ. ευρώ.

Την πιο συντηρητική καθοδήγηση για το που θα διαμορφωθεί το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο της φετινής χρονιάς παρείχε η διοίκηση της Πειραιώς, η οποία ανακοίνωσε αποτελέσματα στις 24 Φεβρουαρίου. Η διοίκηση της τράπεζας διατήρησε το guidance για το NIM του 2023 σταθερό (σ.σ. ελαφρώς υψηλότερα του 2%) σε σχέση με όσα ανέφερε τέλος Γενάρη, υποσχόμενη επικαιροποίηση, μετά τα αποτελέσματα Β' τριμήνου. Η αγορά, όμως, θεώρησε εξ αρχής συντηρητική την εκτίμηση, προβλέποντας καθαρό επιτοκιακό περιθώριο για φέτος της τάξης -τουλάχιστον- του 2,2%.

Alpha BankΑΛΦΑ +3,57% θα δώσει αναλυτικούς στόχους, για την τριετία 2023-25, σε επενδυτική ημερίδα/τηλεδιάσκεψη, η οποία προγραμματίζεται για τους επόμενους μήνες. Προς το παρόν, παρείχε μια προκαταρκτική εκτίμηση για αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους με ρυθμό της τάξης του 14% με 16%.

Οι κίνδυνοι για NPEs, επιβράδυνση

Κίνδυνοι, βεβαίως, παραμένουν. Πρωταρχικός, η ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους λόγω της βίαιης ανόδου επιτοκίων/δόσεων. Ακολουθούν η πιθανότητα επιβράδυνσης επενδύσεων και κατανάλωσης (σ.σ. συνεχίζει να αποτελεί την ατμομηχανή του ΑΕΠ), λόγω αύξησης του κόστους χρήματος και βεβαίως η πολιτική αβεβαιότητα.

Η διοίκηση της Eurobank δήλωσε ότι αναμένει, φέτος, καθαρές ροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της τάξης των 400 με 450 εκατ. ευρώ. Εξ ου και το NPE ratio προβλέπεται να παραμείνει σε 5,2%, με το συντελεστή κάλυψης να υποχωρεί σε 68% (74,6% στο τέλος 2022) και τον παρονομαστή να αυξάνεται κατά 2,8 δισ. ευρώ, λόγω εκτιμώμενης πιστωτικής επέκτασης.

Πηγή: Euro2day