You are here

Φορολογική συμπεριφορά και νομοθεσία

14/01/2019 09:35

Η φορολογική συμπεριφορά των κατοίκων μιας χώρας ή μιας κοινότητας αποτελεί αναπόφευκτα μέρος της κουλτούρας της, αλλά και της «ανταμοιβής» (με την έννοια της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρονται στους πολίτες) που έχουν οι πληρωμές των πωλητών προς την Κυβέρνηση. Θέμα κουλτούρας είναι και οι συμβαλλόμενοι να εκδίδουν αποδείξεις για τις συναλλαγές τους.

Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που ανακοινώνονται, το πρόγραμμα ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών υποχρεώσεων σημείωσε επιτυχία. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που το Κοινοβούλιο προχώρησε στην επέκταση της περιόδου εφαρμογής.

Φυσικά, τείνει να γίνει «θεσμός» η επέκταση τέτοιων μέτρων, αρκεί να θυμηθούμε τις παρατάσεις που δίνονταν στην εφαρμογή του περί Ειδικού Διακανονισμού Φορολογικών Οφειλών Νόμου του 2011 και στην περίοδο παραχώρησης έκπτωσης 10% για πληρωμή του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας (όταν βρισκόταν σε ισχύ ο νόμος) μέσω διαδικτύου, πριν την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

Σημειώνεται ότι τέτοιες ρυθμίσεις δεν είναι κυπριακό φαινόμενο και αυτό καταδεικνύεται και από μελέτη του ΟΟΣΑ, όπου αναλύονται οι διάφορες ρυθμίσεις που τροχιοδρομήθηκαν σε άλλες χώρες. Σε κάποιες χώρες παρόμοιες ρυθμίσεις συνδυάστηκαν με την εφαρμογή του προτύπου ανταλλαγής πληροφοριών, δίνοντάς την «τελευταία ευκαιρία» στους φορολογουμένους να αποκαλύψουν εθελοντικά τα εισοδήματα τους, τις καταθέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που είναι άγνωστα στις φορολογικές αρχές.

Για παράδειγμα, ο νόμος που εφαρμόστηκε στην Ιταλία συμπεριλάμβανε, πέραν των εισοδημάτων, την εθελοντική αποκάλυψη στοιχείων για επενδύσεις όπως ακίνητα, μετοχές, τοποθετήσεις σε επενδυτικά, χρηματοοικονομικά και ασφαλιστικά προϊόντα και την καταβολή του προβλεπόμενου φόρου, χωρίς όμως να καταβάλλονται οποιαδήποτε πρόστιμα, τόκοι ή να ασκείται οποιαδήποτε δίωξη. Για να μπορούσε ένας φορολογούμενος να ενταχθεί στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, θα έπρεπε να συμπληρώσει τη σχετική δήλωση εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Την ίδια στιγμή, οι ποινές για τα κρούσματα φοροδιαφυγής ενισχύονταν.

Στη Κύπρο υπάρχουν στοιχεία που δικαιολογούν την ανάγκη ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Το πρώτο στοιχείο είναι η έλλειψη μηχανισμών είσπραξης των οφειλόμενων φόρων πριν το 2012. Υπενθυμίζεται ότι με την εφαρμογή του μνημονίου, το Τμήμα Φορολογίας έχει τη δυνατότητα δέσμευσης καταθέσεων φορολογουμένων που έχουν υπόλοιπα με το Τμήμα καθώς και τη καταχώρηση (χωρίς τη συγκατάθεση) βαρών (memo) επί ακίνητων περιουσιών φορολογουμένων.

Το δεύτερο στοιχείο είναι το χρονικό κενό που υπάρχει από τη μέρα κατάθεσης της φορολογικής δήλωσης και της εξέτασης της (υπενθυμίζεται ότι από το 2017 η κατάθεση των φορολογικών δηλώσεων φυσικών προσώπων θα υποβάλλεται μόνο ηλεκτρονικά, διευκολύνοντας την εξέταση της), με την έκδοση φορολογίας. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η οικονομική κατάσταση του φορολογουμένου θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί προς το χειρότερο, περιορίζοντας τη δυνατότητα του για αποπληρωμή των υποχρεώσεων του. Σημειώνεται η αλλαγή στη νομοθεσία για τους μισθωτούς, οι οποίοι πρέπει να καταβάλουν οποιοδήποτε επιπλέον φόρο εντός δύο μηνών από την προβλεπόμενη από το νόμο ημερομηνία κατάθεσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων.

Το τρίτο στοιχείο ήταν η ομολογουμένως απότομη και μεγάλη αύξηση στους συντελεστές φορολόγησης ακίνητης ιδιοκτησίας την περίοδο 2012 – 2013, την ίδια ώρα που τα εισοδήματα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών είχαν συρρικνωθεί. Πολλά από τα ποσά που παρουσιάζονται ως ληξιπρόθεσμα αφορούν τη συγκεκριμένη νομοθεσία, η οποία καταργήθηκε το 2017 (το αν ήταν κοινωνικά δίκαιη η πλήρης κατάργηση, δηλαδή να φτάσουμε στο άλλο άκρο, είναι μια εντελώς διαφορετική συζήτηση).

Σημειώνεται ότι η δυνατότητα αποπληρωμής με δόσεις (ανάλογα με την περίοδο αποπληρωμής θα επιβαλλόταν και τόκος) θα έπρεπε να είχε θεσπιστεί πολύ πιο νωρίς, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στο φορολογούμενο να μπορεί να ανταπεξέλθει. Η μη παροχή αυτής της δυνατότητας, σε συνδυασμό με τους τόκους και τα πρόστιμα που επιβάλλονταν, οδηγούσαν στη δημιουργία ενός μεγάλου ανείσπρακτου ποσού.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να υπάρξει συγκέντρωση των προστίμων που επιβάλλονται επί των ανείσπρακτων φόρων, εφόσον πρόστιμα βρίσκονται διάσπαρτα σε διαφορετικές νομοθεσίες και για διαφορετικά γεγονότα. Είναι αναγκαίο, δηλαδή, να είναι εύκολα αντιληπτό στον φορολογούμενο το ποσό της επιβάρυνσης, στην περίπτωση που δεν διεκπεραιώσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις.

Φυσικά τα πιο πάνω δεν αποτελούν δικαιολογία ούτε άλλοθι σε αυτούς που επιλέγουν να μην καταβάλλουν τους φόρους τους ή να φοροδιαφεύγουν. Είναι σημαντικό ο καθένας να προγραμματίζει τα οικονομικά του και να καταβάλλει την ανάλογη φορολογία (ειδικά φορολογίες που αφορούν εισοδήματα που ο φορολογούμενος έχει εισπράξει). Φυσικά τώρα υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, το εργαλείο της δέσμευσης καταθέσεων και της επιβολής επιβαρύνσεων επί ακινήτων.

Τοποθετήσεις για κατηγορίες εταιρειών και επαγγελματιών ότι φοροδιαφεύγουν πρέπει να γίνονται με προσοχή, εφόσον σημαντικό μέρος των ατόμων που δραστηριοποιούνται στον τομέα ενδεχομένως να είναι συνεπείς φορολογούμενοι. Αυτό που θα μπορούσε κάπως καλύτερα να λεχθεί, είναι ότι υπάρχουν τομείς που εκ φύσεως είναι ενδεχομένως πιο επιρρεπείς στη φοροδιαφυγή. Σε αυτούς τους τομείς είναι σημαντικό να υπάρχουν αυτές οι ασφαλιστικές δικλείδες που θα διασφαλίζουν την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας. Για παράδειγμα, υπάρχει η δυνατότητα επιβολής φόρου στην πηγή για πληρωμές στο εξωτερικό σε ό,τι αφορά υπηρεσίες που παραχωρήθηκαν στην Κύπρο. Θα ήταν καλό να εξεταστούν τα ποσά τα οποία πληρώνονται ως έξοδα προώθησης στο εξωτερικό και οποιαδήποτε πληρωμή να εκτελείται από τις τράπεζες, εφόσον προσκομιστεί η απόδειξη φορολογικής συμμόρφωσης.

Ένα σημαντικό εργαλείο που διαθέτει το Τμήμα Φορολογίας σε ό,τι αφορά την πάταξη των φαινομένων φοροδιαφυγής είναι η εξέταση της κατάστασης κεφαλαίου για κάθε φορολογούμενο. Λόγω του φόρτου εργασίας είναι πολύ δύσκολο να ζητείται κατάσταση κεφαλαίου από τον κάθε φορολογούμενο, η οποία κατατίθεται ξεχωριστά από τη φορολογική δήλωση και ό τρόπος αξιολόγησης της παραμένει αναλλοίωτος, παρά το πέρασμα των χρόνων.

Πλέον στην Κύπρο όλοι ανεξαιρέτως θα πρέπει να καταθέτουν τις φορολογικές τους δηλώσεις ηλεκτρονικά. Στη συγκεκριμένη δήλωση θα μπορούσε, όπως γίνεται και σε άλλες χώρες, να συμπληρώνεται και η κατάσταση περιουσίας. Η αλλαγή στην κατάσταση περιουσίας, όταν αφαιρεθούν λογικά έξοδα διαβίωσης (ανάλογα με τη σύνθεση της οικογένειας) θα πρέπει να συνάδει με το εισόδημα που ο φορολογούμενος δήλωσε για το έτος υπό αναφορά. Σε περίπτωση αποκλίσεων, θα πρέπει να δίνονται επαρκή στοιχεία τα οποία θα εξετάζονται από το Τμήμα Φορολογίας (στην κατάσταση περιουσίας θα συμπεριλαμβάνεται το ποσό που δηλώνει η/ο σύζυγος και οποιαδήποτε περιουσία είναι εγγεγραμμένη στα παιδιά).

Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει τα μέγιστα στη φορολογική συμμόρφωση και η αυτοματοποίηση κάποιων ελέγχων, σε αρχικό στάδιο, θα βοηθήσει στη μερική αποσυμφόρηση του φόρτου εργασιών στο Τμήμα Φορολογίας. Σε ό,τι αφορά τις αποδείξεις, όπως επισημάνθηκε και στις αρχή είναι θέμα κουλτούρας, όμως θα μπορούσαν να δοθούν κάποια κίνητρα (που να μη δημιουργούν ασύμμετρο διοικητικό κόστος) για να ζητούνται νόμιμες αποδείξεις, με βάση το νόμο.

Tάσσος Γιασεμίδης, Διοικητικός Σύμβουλος, KPMG Limited, τηλ. 22 209 000, ηλεκτ. διεύθ. [email protected]