You are here

Νέα μελέτη του KPMG: Περιβαλλοντική προστασία και φορολογική πολιτική

17/04/2008 15:21
Τax Bussiness School

Η χρήση του φορολογικού εργαλείου ενδεχομένως να μην είναι και η καλύτερη μέθοδος για την προώθηση περιβαλλοντικών στόχων και οι εθνικές κυβερνήσεις φαίνεται να εξετάζουν εναλλακτικούς τρόπους για καταπολέμηση της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη του Tax Bussiness School της KPMG στη Βρετανία*, όπου εξετάζεται η διαχρονική συμπεριφορά των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος καθώς και των συνολικών εσόδων για τα κράτη μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.

Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ προκύπτει ότι σε 19 κράτη μέλη το ποσοστό των εσόδων από την επιβολή «πράσινων φόρων» στο ΑΕΠ έχει μειωθεί μεταξύ 1996 και 2005. Η δε μέση τιμή του συσχετισμού αυτού για τα 29 μέλη του οργανισμού έχει μειωθεί κατά 0,20 εκατοστιαίες μονάδες, στο 2,52%. Τη μεγαλύτερη μείωση παρουσιάζει η Ελλάδα, όπου το μερίδιο των εσόδων από «πράσινη φορολογία» στο ΑΕΠ υποχώρησε κατά 3,35 μονάδες, στο 1,72%. Μικρότερες μειώσεις παρουσιάζουν επίσης χώρες όπως η Αυστραλία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Νότια Κορέα, το Λουξεμβούργο, το Μεξικό, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Σουηδία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ. Από τις μεγάλες οικονομίες που είναι μέλη του ΟΟΣΑ αύξηση του μεριδίου των περιβαλλοντικών φόρων παρουσιάζουν η Γερμανία και Ιαπωνία.

Πτωτική τάση

Επίσης πτωτική είναι η διαχρονική τάση για το μερίδιο των εσόδων από «πράσινη φορολογία» ως ποσοστό του συνόλου των φορολογικών προσόδων στην πλειοψηφία των μελών του ΟΟΣΑ. Μεταξύ 1996-2005 το ποσοστό αυτό είναι μειωμένο σε 18 χώρες μέλη ενώ ο μέσος όρος για τον οργανισμό παρουσιάζει υποχώρηση κατά 0,45 εκατοστιαίες μονάδες.

Σχολιάζοντας τις τάσεις αυτές ο Loughlin Hickey, διευθυντής φορολογικών υπηρεσιών της KPMG παγκοσμίως, εντοπίζει μία ασυνέπεια ανάμεσα στη φιλοπεριβαλλοντική ρητορική των διαφόρων κυβερνήσεων (οι οποίες υπερτονίζουν συνήθως τη σημασία του φορολογικού εργαλείου) και την έκδηλη μείωση του ρόλου των πράσινων φόρων. Παρά το ότι η φορολογία αναδεικνύεται από πολλές κυβερνήσεις ως το κατεξοχήν εργαλείο προώθησης περιβαλλοντικών στοχεύσεων, τα στοιχεία από τον ΟΟΣΑ καταδεικνύουν μία αποδυνάμωση του ρόλου των πράσινων φόρων, τόσο έναντι του ΑΕΠ όσο και του συνόλου των προσόδων, παρατηρεί ο κ.Hickey.

Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποια ερωτηματικά για τους λόγους πίσω από αυτή τη σμίκρυνση του μεριδίου των εσόδων από «περιβαλλοντικούς φόρους». Μήπως αυτό αποτελεί απόρριψη της αποτελεσματικότητας των συγκεκριμένων φόρων ή μήπως αποτυπώνει την πραγματική απροθυμία των κυβερνήσεων να επιβάλουν περιβαλλοντικές φορολογίες; Η εξήγηση θα μπορούσε, επίσης, να είναι διαφορετική. Ενδεχομένως οι φορολογίες αυτές να είναι τόσο αποτελεσματικές, ώστε να καθηλώνουν την καταναλωτική ζήτηση, επιφέροντας σχετική μείωση στο μερίδιο των εσόδων τους.

Στο ερώτημα για την αποτελεσματικότητα των «πρασίνων φόρων» η μελέτη καταλήγει ότι δεν υπάρχει πειστική μαρτυρία ότι η επιβολή επιβαρύνσεων σε ανεπιθύμητες, ρυπαντικές εργασίες, επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Συχνά τέτοιες φορολογίες καταλήγουν να επιβαρύνουν δραστηριότητες που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής. Η πρόκληση «είναι πως να επιβαρύνεται φορολογικά η ρύπανση χωρίς να αυξάνεται σημαντικά η επίπτωση για την επιθυμητή οικονομική δραστηριότητα».

Τέλος κυκλοφορίας

Αναλύοντας τις πηγές εσόδων των πράσινων φόρων στη Βρετανία η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μείωση των σχετικών ποσών οφείλεται στη μη προσαρμογή του τέλους κυκλοφορίας των οχημάτων στον πληθωρισμό. Αυτή η διάβρωση σε πραγματικούς όρους του κατεξοχήν τέλους χρήσης του οδικού δικτύου φαίνεται να εξηγεί και τις ανάλογες μειώσεις των ποσοστών των εσόδων από τους «πράσινους φόρους» στο ΑΕΠ άλλων μεγάλων ανεπτυγμένων οικονομιών.

Σύμφωνα με τον κ. Hickey, η πιο πάνω εξέλιξη φαίνεται να συνδέεται με την απόφαση αρκετών κυβερνήσεων να στραφούν προς πιο άμεσες μορφές περιβαλλοντικής ρύθμισης των μεταφορών: είτε μέσω προνοιών που θέτουν πρότυπα για το βαθμό ενεργειακής αποτελεσματικότητας των κινητήρων είτε μέσω μηχανισμών της αγοράς όπως το σχέδιο για αγοραπωλησία δικαιωμάτων ρύπανσης έναντι της καταβολής αντιτίμου.

Μία σοβαρή ένσταση έναντι των συνηθισμένων περιβαλλοντικών φόρων αφορά στις επιπτώσεις τους στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία και πλήττονται σοβαρότερα από τη φορολογία αυτή. Επιπρόσθετα, αρκετές κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται ότι η εξάρτηση των εσόδων τους από τους «πράσινους φόρους» είναι δημοσιονομικά επισφαλής, αφού όσο πιο αποτελεσματικά αποδεικνύονται τα μέτρα αυτά τόσο περισσότερο μειώνεται η εισπρακτική τους ικανότητα.