You are here

Σμίκρυνση του κυπριακού τραπεζικού τομέα - Γεγονότα και προοπτικές

16/10/2018 10:15

Μια γρήγορη ματιά στα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μπορεί να μας πει πολλά. H Κύπρος, σε σχέση πάντα με την Ευρωζώνη, είναι πρώτη σε πληθυσμό ανά υποκατάστημα τράπεζας, δεύτερη σε πληθυσμό ανά τραπεζικό υπάλληλο και τέταρτη στο μέγεθος ενεργητικού του εγχώριου τραπεζικού της τομέα ως προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).

Ακόμα ένα στοιχείο που συμβάλλει στο ότι η Κύπρος θεωρείται «overbanked» είναι και το γεγονός ότι τόσο τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα όσο και τα ξένα πιστωτικά ιδρύματα και υποκαταστήματα που λειτουργούν στην Κυπριακή Δημοκρατία, στις πλείστες περιπτώσεις παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες, ενώ είναι επικεντρωμένα σε ορισμένους τομείς της οικονομίας (ανάπτυξης και αγοράς ακινήτων, ξενοδοχειακής βιομηχανίας, κλπ.), χωρίς να διαφοροποιούνται ιδιαίτερα ως προς το χαρτοφυλάκιο τους και τα προϊόντα που παρέχουν. Με απλά λόγια μπορούμε να πούμε ότι στην Κύπρο έχουμε πολλές τράπεζες που κάνουν το ίδιο πράγμα. Αυτός ο συνδυασμός, ιδιαίτερα στο παρελθόν με το χαλαρότερο εποπτικό πλαίσιο, είχε ως συνέπεια και τη χαλάρωση των κριτηρίων δανεισμού, πράγμα επικίνδυνο και επώδυνο τόσο για τις ίδιες τις τράπεζες όσο και για τους πελάτες τους, αλλά και για την κοινωνία ως σύνολο.

Με βάση τα πιο πάνω και όπως έχει ειπωθεί πολλάκις σε διάφορους κύκλους τόσο εγχώριους όσο και ξένους, είναι ξεκάθαρο ότι ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου είναι υπερμεγέθης. Ενδιαφέρον είναι επίσης και το γεγονός ότι από το 2008 που υπάρχουν διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία, τα μεγέθη αυτά έχουν παρουσιάσει αναπόφευκτα μια αισθητή μείωση, αφού οι ανισορροπίες αυτές πριν από 10 χρόνια ήταν ακόμα μεγαλύτερες και πολλαπλάσιες από τους αντίστοιχους δείκτες των τραπεζών της Ευρωζώνης.

Οι υποδείξεις της ΕΚΤ, ως ρυθμιστικής αρχής, για σμίκρυνση του τραπεζικού μας συστήματος, έχουν γίνει πραγματικότητα μέσω και των γεγονότων του 2013 αλλά και της μετέπειτα πορείας του κλάδου. Επιπρόσθετα, μετά και από τις πρόσφατες εξελίξεις αναφορικά με την εξαγορά του Συνεργατισμού από την Ελληνική Τράπεζα, την εθελούσια αποχώρηση χίλιων και πλέον τραπεζικών υπαλλήλων, το κλείσιμο δεκάδων υποκαταστημάτων και την πώληση μεγάλου μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την Τράπεζα Κύπρου, θεωρείται βέβαιο ότι ο κυπριακός τραπεζικός τομέας θα συρρικνωθεί περαιτέρω, κάτι που θα αποτυπωθεί και στα νέα στοιχεία της ΕΚΤ για το 2018.

Πέραν από τις πρόσφατες σημαντικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στα μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα, ένα από τα ερωτήματα που διαμορφώνονται είναι το κατά πόσο η σμίκρυνση του κυπριακού τραπεζικού τομέα θα σταματήσει εδώ. Τα στοιχεία και το γενικότερο κλίμα που επικρατεί μέσα από τις συνεχώς αυξανόμενες ρυθμιστικές απαιτήσεις και τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια που διατηρούνται τα τελευταία χρόνια στην Ευρωζώνη, οδηγούν σε μια αρνητική απάντηση. Τα παρατεταμένα χαμηλά κέρδη, που ως αποτέλεσμα οδηγούν σε πιο αδύναμη κεφαλαιακή βάση, καθιστούν τις συνθήκες δύσκολες εκ των πραγμάτων, ειδικά για τις μικρές τράπεζες που πιθανότατα θα οδηγηθούν σε ενοποιήσεις, ούτως ώστε μέσω οικονομιών κλίμακας και περιορισμού των λειτουργικών και διοικητικών τους εξόδων, να γίνουν πιο αποτελεσματικές και να καταστούν ξανά οικονομικά ισχυρές και υγιείς.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, όσοι ενδιαφέρονται για εργοδότηση στον τραπεζικό κλάδο θα έχουν ήδη αντιληφθεί ότι αυτή γίνεται δυσκολότερη. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο λόγω των λιγότερων διαθέσιμων θέσεων εργασίας αλλά και λόγω των συνεχώς αυξανόμενων απαιτήσεων που προϋποθέτουν οι θέσεις αυτές, ιδιαίτερα σε ικανότητες ανάλυσης δεδομένων και διαχείρισης λογισμικών προγραμμάτων που επιβάλλει η επιτακτική ανάγκη για συνεχή βελτίωση και προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις του τομέα.

Την ίδια στιγμή, οι πρόσφατες ανακοινώσεις των δύο μεγαλύτερων πλέον τραπεζών του νησιού, της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής, για υψηλότερες χρεώσεις σε συναλλαγές μέσω επιταγών και για υπηρεσίες που εκτελούνται στο ταμείο σε σχέση με συναλλαγές μέσω διαδικτύου που χρεώνονται λιγότερο έως και καθόλου, καταδεικνύουν ξεκάθαρα την πρόθεση τους για μετάβαση στην ψηφιακή εποχή μέσω της αυξημένης χρήσης της ηλεκτρονικής τραπεζικής και της ολοένα και λιγότερης φυσικής παρουσίας του προσωπικού τους μέσω υποκαταστημάτων. Το ίδιο αναμένεται να πράξουν και οι μικρότερες τράπεζες, αφού το λειτουργικό κόστος φυσικής διατήρησης προσωπικού και υποκαταστημάτων γίνεται ολοένα και πιο ασύμφορο οικονομικά.

Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ήδη οι εγχώριες τράπεζες δεν ανταγωνίζονται μόνο μεταξύ τους αλλά και με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες προσφέρουν τη δυνατότητα εύκολης και γρήγορης καταχώρησης αίτησης δανειοδότησης και διατήρησης λογαριασμού, διεκπεραιώνοντας όλες τις απαραίτητες διαδικασίες εξ ολοκλήρου διαδικτυακά.

Τα στοιχεία αυτά είναι μεν εντυπωσιακά, δεν αποτελούν όμως έκπληξη για όσους ασχολούνται με τον τραπεζικό κλάδο και παρακολουθούν τα οικονομικά μεγέθη τόσο της Κύπρου όσο και της Ευρώπης. Σχεδόν πάντοτε πιο χρήσιμα είναι τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από τα δεδομένα, μέσα βέβαια από την ερμηνεία που τους δίνει ο καθένας από εμάς.

Συνοπτικά, το σίγουρο είναι πως μια κατάσταση ανισορροπίας σε μια ελεύθερη οικονομία δεν μπορεί να διατηρηθεί για καιρό. Αναπόφευκτα, αυτή θα σπάσει ελεγχόμενα ή βίαια, για να διορθωθεί και να φτάσει στα λογικά επίπεδα που επιτάσσουν οι κανόνες της ζήτησης και της προσφοράς. Στην περίπτωση των κυπριακών τραπεζών, αφού ήδη ζήσαμε το παράδειγμα μιας «βίαιης διόρθωσης» το 2013, καλό θα ήταν να αντιληφθούμε πως αυτοί οι κανόνες σήμερα αλλά και στο εγγύς μέλλον επιτάσσουν λιγότερες τράπεζες με μειωμένο αλλά πιο εξειδικευμένο προσωπικό. Αυτές οι τράπεζες θα εστιάζουν στην ψηφιοποίηση και την ηλεκτρονική τραπεζική και θα ανταγωνίζονται πανευρωπαϊκά παρέχοντας διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, με σκοπό να κερδίζουν ολοένα και πιο απαιτητικούς και καλύτερα πληροφορημένους πελάτες.

Σάββας Σάββα, Advisor II, τηλ. 22 207 496, ηλεκτ. διεύθ. [email protected]

και Άρτεμις Χατζηβαρνάβα, Principal, KPMG Limited, τηλ. 22 209 147, ηλεκτ. διεύθ. [email protected]