You are here

Χάνει έδαφος η Κύπρος στην ανταγωνιστικότητα

17/06/2021 15:09

Η Κύπρος κατέγραψε πτώση στην κατάταξη ανταγωνιστικότητας του World Competitiveness Center, υποχωρώντας από την 30ή θέση στην 33η ανάμεσα σε 64 χώρες που λαμβάνουν μέρος σημειώνοντας πτώση τριών θέσεων σε σχέση με το 2020.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου, η υποχώρηση οφείλεται κυρίως σε τρεις παράγοντες: (α) την επιδείνωση της αποδοτικότητας του κράτους λόγω της επιβάρυνσης των δημόσιων οικονομικών εξαιτίας της πανδημίας, αλλά και λόγω διαχρονικών αδυναμιών του θεσμικού πλαισίου (β) τη σημαντικά μειωμένη αποδοτικότητα των επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα κυρίως μεταβαλλόμενων συνθηκών αγοράς, τεχνολογικών προκλήσεων και σχετικά υψηλού εταιρικού χρέους (γ) ελλείψεων στην υποδομή της χώρας, ιδίως στην επιστημονική και τεχνολογική υποδομή.

Τονίζεται ότι η φετινή κατάταξη της Κύπρου έχει αναδείξει αδυναμίες που επιβαρύνουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της χώρας. Μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν το θεσμικό πλαίσιο και προωθούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό αναμένεται να ενδυναμώσουν την ανταγωνιστικότητα και να καταστήσουν την οικονομία πιο ευέλικτη σε τεχνολογικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, αλλά και πιο ανθεκτική σε κρίσεις.

Η θέση της Κύπρου το 2021 υποχώρησε στις τρεις από τις τέσσερις κατηγορίες που συνθέτουν τη γενική κατάταξη, με πιο έκδηλη την επιδείνωση στην κατηγορία της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων. Αντίθετα, στην κατηγορία της οικονομικής επίδοσης η Κύπρος διατήρησε τη θέση που είχε το 2020.

Οι σημαντικότερες βελτιώσεις στη συνολική λειτουργία της οικονομίας που καταγράφονται στην αξιολόγηση του 2021 σχετίζονται με τον χαμηλό πληθωρισμό, την ενδυνάμωση του μακροχρόνιου ρυθμού μεγέθυνσης του εργατικού δυναμικού και τη βελτίωση του δείκτη αξιολόγησης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αντίθετα, η μεγάλη επιδείνωση σε ορισμένα κριτήρια κατά τη φετινή αξιολόγηση, όπως η συρρίκνωση των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου, οι αυξημένες κρατικές επιδοτήσεις/χορηγίες και το δημοσιονομικό έλλειμμα, ήταν κυρίως αποτέλεσμα της πανδημίας COVID-19.

Με βάση την Έρευνα Γνώμης, οι τέσσερις σημαντικότεροι παράγοντες που κάνουν ελκυστική την Κυπριακή οικονομία παρέμειναν οι ίδιοι όπως και το 2020, δηλ. το ανταγωνιστικό φορολογικό καθεστώς, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, το φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Η πολιτική σταθερότητα επιλέχθηκε ως o πέμπτος πιο σημαντικός παράγοντας, αντικαθιστώντας το αποτελεσματικό νομικό περιβάλλον που είχε δηλωθεί στην Έρευνα του 2020.

Σε όρους οικονομικής επίδοσης η Κύπρος καταλαμβάνει τη 13η θέση, όπως και το 2020. Στη διαμόρφωση αυτής της κατάταξης λειτούργησαν ευνοϊκά οι διεθνείς επενδύσεις (π.χ. απόθεμα και ροές επενδύσεων από και προς τη χώρα), ο μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσης του εργατικού δυναμικού, καθώς και το σχετικά χαμηλό κόστος ζωής στη χώρα. Αντίθετα, κριτήρια που σχετίζονται με το διεθνές εμπόριο (π.χ. το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, οι περιορισμένες εξαγωγές αγαθών, ο μικρός βαθμός διαφοροποίησης των εξαγωγών), αλλά και με την εγχώρια οικονομία (π.χ. ανθεκτικότητα στους οικονομικούς κύκλους) επιβάρυναν την κατάταξη της Κύπρου.

Για την αποδοτικότητα του κράτους το 2021 η Κύπρος κατατάσσεται 25η θέση ανάμεσα στις 64 χώρες, υποχωρώντας τέσσερις θέσεις σε σχέση με πέρσι. Η χαμηλότερη κατάταξη ήταν αποτέλεσμα της επιδείνωσης της θέσης της Κύπρου σε όλες τις υποκατηγορίες που αξιολογήθηκαν. Η υποκατηγορία των δημόσιων οικονομικών σημείωσε τη μεγαλύτερη χειροτέρευση, με το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την αποδοτικότητα του κράτους. Αδυναμίες στο θεσμικό πλαίσιο συνεχίζουν να επηρεάζουν δυσμενώς την κατάταξη όπως και σε προηγούμενα έτη.

Στην κατηγορία της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων η Κύπρος υποχώρησε στην 43η θέση από την 35η που κατείχε πέρσι. Η πτώση στην κατάταξη το 2021 προήλθε από τη δυσμενέστερη κατάταξη της Κύπρου σε όλες τις υποκατηγορίες που εξετάστηκαν, δηλ. παραγωγικότητα και αποδοτικότητα, αγορά εργασίας, χρηματοοικονομικά, διοικητικές πρακτικές και επιχειρηματικές στάσεις και αξίες.

Η Κύπρος συνεχίζει να παρουσιάζει αδυναμίες σε κριτήρια που αφορούν το χρηματιστήριο, τη χρήση μεγάλων βάσεων δεδομένων και ανάλυσης, την επίγνωση μεταβαλλόμενων συνθηκών αγοράς από πλευράς επιχειρήσεων, τη χρήση ψηφιακών εργαλείων και το εταιρικό χρέος. Ωστόσο, η Κύπρος παραμένει ψηλά στην κατάταξη αναφορικά με κριτήρια στις υποκατηγορίες της αγοράς εργασίας (π.χ. μακροχρόνιος ρυθμός αύξησης εργατικού δυναμικού, εξειδίκευση σε θέματα χρηματοοικονομικών, αμοιβές διευθυντικών στελεχών) και των χρηματοοικονομικών (π.χ. πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ανά φύλο, περιουσιακά στοιχεία τραπεζικού τομέα).

Σε όρους υποδομής η Κύπρος κατατάσσεται 41η από τις 64 χώρες, σημειώνοντας πτώση τριών θέσεων σε σχέση με πέρσι. Η Κύπρος συνεχίζει να κατατάσσεται χαμηλά σε όρους επιστημονικής, τεχνολογικής και βασικής υποδομής, με ελλείψεις να αποτυπώνονται σε διάφορα κριτήρια (π.χ. απόφοιτοι θετικών επιστημών, συνδρομητές κινητής ευρυζωνικής πρόσβασης, ταχύτητα διαδικτύου, κόστος ηλεκτρισμού για βιομηχανικούς σκοπούς). Παρά την υποχώρηση στην υποκατηγορία της εκπαίδευσης, η Κύπρος παραμένει σχετικά ψηλά στην κατάταξη, υποβοηθούμενη από κριτήρια όπως η εισροή ξένων φοιτητών, η αναλογία μαθητών – καθηγητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο δείκτης αξιολόγησης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Της Γεωργίας Χαννή