You are here

EY: Παραμένει ελκυστικός προορισμός η Κύπρος

21/10/2020 13:12

Παρά την πανδημία του κορωνοϊού, οι επενδυτές αισθάνονται ότι η Κύπρος παραμένει ελκυστικός επενδυτικός προορισμός, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας «Attractiveness Survey Cyprus 2020» της EY.

Οι επενδυτές είναι αισιόδοξοι για την ελκυστικότητα της χώρας τα επόμενα χρόνια, ωστόσο δηλώνουν ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης

Η EY Κύπρου παρουσιάζει την πρώτη Έρευνα EY Attractiveness Survey Cyprus 2020, η οποία επιδιώκει να μετρήσει την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού ως προς την εικόνα, την εμπιστοσύνη των επενδυτών και την ικανότητά της να παρέχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ).

Το 2019 ήταν μια από τις καλύτερες χρονιές για την Ευρώπη όσον αφορά τις ΑΞΕ, καθώς η ήπειρος προσέλκυσε 6.417 έργα. Ωστόσο, η πανδημία έχει οδηγήσει σε απότομη μείωση του αριθμού των έργων που έχουν προγραμματιστεί, με το 35% των έργων να έχουν ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή καθυστερήσει. Το 66% περίπου των ερωτηθέντων αναφέρουν μείωση των νέων επενδυτικών τους σχεδίων για το 2020, ενώ το 49%, αισθάνονται ότι η Ευρώπη θα είναι λιγότερο ελκυστική ως επενδυτικός προορισμός στο νέο περιβάλλον μετά τον COVID-19.

Οι εισροές ΑΞΕ στην Κύπρο αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια, φθάνοντας τα €6 δισ. το 2019. Οι ΑΞΕ αφορούσαν κυρίως στους τομείς του τουρισμού, των ακινήτων, των υποδομών, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και, πιο πρόσφατα, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της εκπαίδευσης. Οι κύριες χώρες προέλευσης ήταν η Ρωσία και η Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών, η Μέση Ανατολή και η περιοχή του Κόλπου, η Κίνα, η Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και πρόσφατα οι ΗΠΑ.

Οι επενδυτές που συμμετείχαν στην έρευνα παραμένουν αισιόδοξοι για το μέλλον, με το 56% όλων των ερωτηθέντων να αναμένουν ότι θα βελτιωθεί η επενδυτική ελκυστικότητα της Κύπρου τα επόμενα τρία χρόνια. Αυτό συγκρίνεται ευνοϊκά με τα αποτελέσματα για τη συνολική Ευρωπαϊκή αγορά, όπου το θετικό κλίμα είναι 39%.

Η έρευνα κατέγραψε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ της αντίληψης των επενδυτών που είναι εδραιωμένοι στην Κύπρο και εκείνων που δεν έχουν παρουσία. Οι πρώτοι, οι οποίοι είναι γενικά πολύ καλύτερα ενημερωμένοι για τις συνθήκες και τις ευκαιρίες στην Κύπρο, τοποθετούνται συστηματικά πιο θετικά στα ερωτήματα της έρευνας.

Το ενδιαφέρον για την Κύπρο παραμένει ισχυρό

Σχεδόν ένας στους τέσσερις επενδυτές αναφέρουν ότι σχεδιάζουν να επενδύσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Κύπρο τα επόμενα τρία χρόνια. Το ποσοστό στην περίπτωση των εδραιωμένων παικτών διπλασιάζεται (54%).

Σε ερώτηση σχετικά με το είδος της επένδυσης που σχεδιάζουν να εφαρμόσουν, το 28% ανέφεραν τις αλυσίδες εφοδιασμού και τα logistics, το 24% τα γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ, και το 18% τα κεντρικά γραφεία επιχειρήσεων.

Όσον αφορά τις απόψεις τους για τους επιχειρηματικούς τομείς που θα οδηγήσουν την ανάπτυξη στην Κύπρο τα επόμενα χρόνια, οι ερωτηθέντες ανέφεραν τον τουρισμό (48%), ακολούθησαν οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και οι επαγγελματικές υπηρεσίες με 21% η κάθε μια, ακολουθούμενες από τα ακίνητα και τις κατασκευές (18%).

Ισχυρά και αδύναμα σημεία της ελκυστικότητας της χώρας

Η έρευνα επικεντρώθηκε επίσης στον εντοπισμό των βασικών πλεονεκτημάτων και αδυναμιών της Κύπρου ως επενδυτικού προορισμού.

Μεταξύ των επενδυτών που έχουν ήδη παρουσία στην Κύπρο, κορυφαίος παράγων για την ελκυστικότητα της χώρας αποτελεί η ποιότητα ζωής (99%), ενώ οι τηλεπικοινωνίες και η ψηφιακή υποδομή, καθώς και η πολιτική σταθερότητα και το κοινωνικό περιβάλλον, ακολουθούν με 90% έκαστο.

Μια από τις χαμηλότερες επιδόσεις καταγράφεται ως προς το ευνοϊκό γραφειοκρατικό και διοικητικό περιβάλλον (69%).

Χαμηλά ποσοστά παρατηρούνται επίσης σε σχέση με τις ενισχύσεις, επιδοτήσεις και μέτρα στήριξης από τις δημόσιες αρχές (68%), την ευελιξία της εργατικής νομοθεσίας (66%) καθώς και την αειφόρο ανάπτυξη/ αντιμετώπιση κλιματικής αλλαγής (66%)· υποδεικνύοντας πιθανούς τομείς βελτίωσης.

Όταν ρωτήθηκαν πού θα πρέπει να επικεντρώσει τις προσπάθειές της η Κύπρος για να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια αγορά, σχεδόν οι μισοί από τους συμμετέχοντες εντόπισαν την ανάγκη για περαιτέρω υποστήριξη της υψηλής τεχνολογίας και της καινοτομίας ως βασική προτεραιότητα (το 49% των ερωτηθέντων). Η επένδυση σε μεγάλα έργα υποδομής και αστικά έργα προέκυψε ως δεύτερη βασική προτεραιότητα (34%), ενώ η υποστήριξη προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατέλαβε την τρίτη θέση (22%). Το εκπαιδευτικό υπόβαθρο, οι δεξιότητες και οι εμπειρίες του τοπικού ανθρώπινου κεφαλαίου αποτελούν επίσης βασικά ζητήματα στις επενδυτικές αποφάσεις.

Τράπεζες, χρηματιστήριο

Η έρευνα εξέτασε επίσης τις αντιλήψεις των επενδυτών σχετικά με τη σημασία του τοπικού τραπεζικού τομέα και του χρηματιστηρίου.

Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (66%) απάντησε ότι ο τοπικός τραπεζικός τομέας αποτελεί σημαντική παράμετρο στην απόφασή τους για ξένες επενδύσεις, ενώ σχεδόν οι μισοί απ’ αυτούς αναφέρθηκαν επίσης στην παρουσία μιας ισχυρής και ενεργής τοπικής χρηματιστηριακής αγοράς.

Όσον αφορά τους γεωστρατηγικούς παράγοντες, το 52% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί εάν υπάρξει λύση στο Κυπριακό πρόβλημα.

Οι προτάσεις της ΕΥ: ​​Προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης

Η έκθεση καταλήγει σε μια σειρά προτάσεων για περαιτέρω βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας:

-Μια επιθετική και κατάλληλα στοχευμένη ενημερωτική εκστρατεία για την ευαισθητοποίηση της επενδυτικής κοινότητας σχετικά με τις συνθήκες και τις επενδυτικές ευκαιρίες στην Κύπρο.

-Διαφοροποίηση του οικονομικού μοντέλου της χώρας, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από τον τουρισμό, τον τομέα ακινήτων και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

-Δημιουργία ενός καλά οργανωμένου οικοσυστήματος έρευνας και καινοτομίας και εκμετάλλευση των ευκαιριών που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία.

-Περαιτέρω επενδύσεις σε υποδομές, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων, αεροδρομίων και τηλεπικοινωνιών.

-Μεγαλύτερη εστίαση στη βιώσιμη ανάπτυξη και την κυκλική οικονομία.

-Επαγγελματικός προσανατολισμός, επανακατάρτιση και προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης για την αντιμετώπιση της έλλειψης συγκεκριμένων τεχνικών δεξιοτήτων.

-Βελτίωση του οικοσυστήματος ΜμΕ και υποστήριξη προς τις νεοφυείς επιχειρήσεις.

-Βήματα για την μείωση της γραφειοκρατίας και την εξάλειψη των καθυστερήσεων στις νομικές διαδικασίες, ιδίως μέσω της ψηφιοποίησης των κυβερνητικών διαδικασιών και της πλατφόρμας e-justice.

-Ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και αυξημένη ρευστότητα μέσω ενός ενεργού χρηματιστηρίου.

Παρουσιάζοντας την έρευνα, ο Στέλιος Δημητρίου, Συνέταιρος και Επικεφαλής του τμήματος Συμβούλων Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών της EY Κύπρου, δήλωσε: «Οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι υψίστης σημασίας για την ανάπτυξη οποιασδήποτε οικονομίας, πολύ περισσότερο για μια σχετικά μικρή οικονομία με περιορισμένους φυσικούς πόρους και κεφάλαια, όπως αυτή της Κύπρου. Η πανδημία και η οικονομική κρίση που προκάλεσε, θα οδηγήσουν σε αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ χωρών και περιφερειών για την προσέλκυση ΑΞΕ. Ελπίζουμε ότι αυτή η έρευνα θα προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για να βοηθήσει την κυπριακή οικονομία να προσαρμοστεί, να διατηρήσει και να βελτιώσει την ελκυστικότητά της στην εποχή μετά το COVID-19».

Ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Κύπρου, David Barker, δήλωσε: «Σε δύσκολες στιγμές όπως αυτές, η σημασία των ΑΞΕ για τις τοπικές οικονομίες γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Στις επενδυτικές αποφάσεις κατά τα επόμενα χρόνια θα κυριαρχήσουν μια σειρά από μέγα-τάσεις, μεταξύ των οποίων η μετακίνηση των αλυσίδων εφοδιασμού πιο κοντά στην Ευρώπη, η επιτάχυνση της υιοθέτησης της τεχνολογίας και η επανεστίαση στη βιωσιμότητα. Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες για την Κύπρο, αρκεί να αποκρυπτογραφήσουμε τα μηνύματα των επενδυτών σωστά, να βασιστούμε στα δυνατά μας σημεία και να σκεφτούμε δημιουργικά».

Η έρευνα αποτελεί μέρος του ευρύτερου προγράμματος EY Attractiveness, το οποίο πραγματοποιείται εδώ και 19 χρόνια και εξετάζει τη διάθεση των επενδυτών για διάφορες χώρες και περιοχές παγκοσμίως.

Η έρευνα για την Κύπρο διεξήχθη από την CSA Research μεταξύ 5 και 26 Ιουνίου μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων με περισσότερους από 100 υπεύθυνους λήψης αποφάσεων από ξένες εταιρείες σε 16 χώρες. Η έκθεση βασίζεται επίσης σε στοιχεία από τη βάση δεδομένων EY European Investment Monitor (EIM).

Της Γεωργίας Χαννή