You are here

Για... λουκέτο μιλούν οι τσιμεντοβιομηχανίες

17/06/2004 08:53
Οι τιμές του τσιμέντου, μετά την ελευθεροποίηση της αγοράς και οι ισχυρισμοί που διατυπώνονται από τους πλείστους εταίρους της οικοδομικής βιομηχανίας ότι ελέγχεται η παραγωγή σε μία περίοδο μεγάλης ζήτησης έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις των διευθύνσεων των δύο τσιμεντοποιείων. Ο εκτελεστικός πρόεδρος των Κυπριακών Τσιμέντων (Μονής) Γιώργος Γαλαταριώτης κληθείς από τη StockWatch να σχολιάσει τις αντιδράσεις κυρίως από πλευράς των ιδιοκτητών μονάδων έτοιμου σκυροδέματος και τις επικρίσεις που γίνονται σε βάρος των δύο τσιμεντοβιομηχανιών, ακόμη και για το θέμα της τιμολογιακής τους πολιτικής, έδωσε τις δικές του θέσεις οι οποίες ουσιαστικά απορρίπτουν τις εν λόγω καταγγελίες.

Καμία απολύτως προσυνεννόηση δεν υπάρχει μεταξύ των δύο τσιμεντοβιομηχανιών, δηλώνει ο κ. Γαλαταριώτης. Και οι δύο μονάδες, λέει, καθορίζουν από μόνες τους την τιμολογιακή τους πολιτική. «Συνεπώς, τα περί συνεννόησης σε σχέση με τις τιμές το απορρίπτω κατηγορηματικά. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο».

Ο εκτελεστικός πρόεδρος του τσιμεντοποιείου της Μονής σημειώνει ότι η μονάδα του πωλεί όλη την παραγωγή της εδώ και πάρα πολλά χρόνια και δεν κάνει καμία απολύτως εξαγωγή. Προσθέτει στο σημείο αυτό ότι η Μονή δεν αφήνει πίσω την κυπριακή αγορά για να προωθήσει τις εξαγωγές τσιμέντου και απορρίπτει, κατά την έκφρασή του, ισχυρισμούς ότι το τσιμεντοποιείο του αφήνει εκτεθειμένο τον οικοδομικό τομέα. «Όλη η παραγωγή τσιμέντου της Μονής διοχετεύεται μόνο στην κυπριακή αγορά και μάλιστα σε παραδοσιακούς της πελάτες δεν έχουμε εξαγωγές», συμπληρώνει.

Ο Γιώργος Γαλαταριώτης εξηγεί ότι κατά βάση οι πελάτες της τσιμεντοβιομηχανίας του, προέρχονται από τις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου για να έχουν μειωμένο μεταφορικό κόστος. Και η μονάδα του Βασιλικού, προσθέτει, έχει παραδοσιακούς πελάτες κυρίως από τις επαρχίες Λευκωσίας, Λάρνακας και Αμμοχώστου.

Ο κ. Γαλαταριώτης ανέφερε ότι η μονάδα της Μονής παραγάγει ετησίως 465 χιλιάδες τόνους τσιμέντου. Αυτή την παραγωγή με την εκπληκτικά μεγάλη κατανάλωση που υπάρχει τώρα, είπε, τους απορροφούν όλους τρεις μεγάλες εταιρείες έτοιμου σκυροδέματος της Λεμεσού και μία άλλη στην Πάφο. Γι’ αυτό και δεν μένει οποιοδήποτε περίσσευμα για να δοθεί σε άλλες εταιρείες. Σημείωσε ότι η παραγωγική ικανότητα και των δύο τσιμεντοβιομηχανιών είναι γύρω στο 1,700 εκ. τόνοι ετησίως. Η κυπριακή αγορά, πρόσθεσε, αναμένεται φέτος να καταναλώσει 1,4 εκ. τόνους τσιμέντου. Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο μονάδες υπερκαλύπτουν τις εγχώριες ανάγκες τσιμέντου.

Ο κ. Γαλαταριώτης εξέφρασε την άποψη ότι είναι αδικαιολόγητες οι αντιδράσεις και οι διαμαρτυρίες που ακούονται και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να υπάρχουν άλλα κίνητρα πίσω από τις διαμαρτυρίες αυτές.

Αυξημένο λειτουργικό κόστος

Αναφερόμενος στο λειτουργικό κόστος των μονάδων παραγωγής τσιμέντου ο κ. Γαλαταριώτης είπε ότι η τιμή διεθνώς του άνθρακα που χρησιμοποιούν και οι δύο μονάδες έχει ανέβει κάθετα. Πάρ’ όλα αυτά η τιμή του τσιμέντου στην Κύπρο, πρόσθεσε, παραμένει σε πολύ καλά επίπεδα, αλλά εάν το κράτος επιθυμεί την επιβίωση της βιομηχανίας τσιμέντου θα πρέπει οι μονάδες αυτές να έχουν μίνιμουμ μία απόδοση επί ιδίων κεφαλαίων γύρω στο 16%. «Διότι εάν μία βιομηχανία τσιμέντου σέβεται πραγματικά τον εαυτό της και θέλει να ζήσει και τώρα και στο μέλλον και ασφαλώς για να καλύψει τις τεράστιες κεφαλαιουχικές επενδύσεις που χρειάζονται να γίνουν για να υπάρχουν αυτές οι τεράστιες μονάδες στον τόπο μας, πρέπει να έχουν τις αποδόσεις που έχω προαναφέρει. Είναι αναγκαίο ακόμη να σας πω ότι τα τσιμεντοποιεία απασχολούν γύρω στους 250 εργαζομένους κατευθείαν και έμμεσα τουλάχιστον ακόμα εκατόν άτομα. Και μην ξεχνάτε ότι το κυπριακό τσιμέντο είναι άριστης ποιότητας, την οποία ο κύπριος καταναλωτής, αλλά και όλες οι εργοληπτικές εταιρείες, γνωρίζουν σε αντίθεση με εκείνα τα πειρατικά φορτία που θα φέρνει ο κάθε αλεξιπτωτιστής από το εξωτερικό. Θα είναι έγκλημα να οδηγήσουμε τα δύο τσιμεντοποιεία στο κλείσιμο για να μείνει η οικοδομική βιομηχανία στο έρμαιο ξένων για να μας στέλλουν τσιμέντο όπως θέλουν όποτε θέλουν και αγνώστου ποιότητας», κατέληξε ο Γιώργος Γαλαταριώτης.

Του Λεύκου Χρίστου