You are here

Νέα πολιτική ΕΚΤ μετά το καμπανάκι για «κρίση χρέους»

16/06/2022 11:17

Σε νέα μονοπάτια βαδίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μετά τις φωνές για νέα κρίση χρέους στην ευρωζώνη που πυροδότησαν οι αποφάσεις της για αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο και Σεπτέμβριο.

Όπως ανακοινώθηκε χθες, μετά από έκτακτη συνεδρίαση, η ΕΚΤ ετοιμάζεται να χρησιμοποιήσει ένα νέο εργαλείο κατά του κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων της ευρωζώνης.

Tο Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι θα εφαρμόσει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να διατηρήσει τη λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για να μπορέσει η ΕΚΤ να εκπληρώσει την εντολή της για σταθερότητα των τιμών.

Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει από τις αρμόδιες επιτροπές του Ευρωσυστήματος, με τη συνδρομή των υπηρεσιών της ΕΚΤ, να επιταχύνουν την ολοκλήρωση του σχεδιασμού ενός νέου μέσου καταπολέμησης του κατακερματισμού το οποίο θα εξεταστεί στη συνέχεια από το Διοικητικό Συμβούλιο.

«Οι αγορές δεν θα πρέπει να αμφιβάλλουν για το πόσο αποφασισμένοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε τον κατακερματισμό», σημειώνει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα», που αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ, ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος.

Ο οικονομολόγος Στέλιος Πλατής σημειώνει ότι «δεν μπορώ να είμαι σίγουρος σε τι εργαλείο αναφέρεται το ΔΣ της ΕΚΤ ακριβώς και τι θα είναι αυτό τελικά. Αυτό πάντως που φαίνεται να δούλεψε προηγουμένως σε περιπτώσεις κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων της ευρωζώνης είναι η συμμετοχή της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων. Ναι, στην περίπτωση του Ντράγκι σώθηκε το ευρώ απλά και μόνο με τη δέσμευση του ότι θα έκανε ότι θα χρειαζόταν. Και ίσως σε αυτό να αποσκοπούσε η ανακοίνωση του ΔΣ της Τράπεζας».

Σύμφωνα με τον κ. Πλατή, οι αγορές δεν φαίνεται να πείστηκαν, κάτι που αποτυπώνεται και στα στοιχεία για τις αποδόσεις δεκαετών ομολόγων.

Η απόδοση του δεκαετούς κυπριακού ομολόγου ανέρχεται στο 3,638% ανεβάζοντας την αύξηση από τις αρχές του έτους στις 326,7 ποσοστιαίες μονάδες.

Ραγδαία αύξηση καταγράφεται σε όλες τις χώρες της ΕΕ.

Η αύξηση στην Κύπρο είναι η μεγαλύτερη στο σύνολο των χωρών της ΕΕ όπως φαίνεται και από τον πίνακα.

«Είμαστε ενώπιον ενός σοκ προσφοράς. Με τον κίνδυνο ενός στασιμοπληθωρισμού να είναι ορατός. Εκτιμώ ότι ενδεχομένως να απαιτηθεί η παρέμβαση της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων τελικά. Κάτι που φυσικά έρχεται να ακυρώσει την προηγούμενη απόφασή της για τερματισμό του σχετικού προγράμματος», επισημαίνει.

«Σίγουρα η ΕΚΤ καλείται να λειτουργήσει ισορροπώντας σε πολύ λεπτό σχοινί. Αφού είναι υπερβολικά δύσκολο να πολεμήσει τις πληθωριστικές πιέσεις αγοράζοντας ομόλογα και διοχετεύοντάς χρήμα στην αγορά. Άρα θα πρέπει να ληφθεί η απόφαση εάν ο κατακερματισμός της αγοράς των ομολόγων της Ευρωζώνης είναι τελικά πιο σημαντικός από τη δέσμευσή της ΕΚΤ για σταθερότητα τιμών», τονίζει.

«Και φυσικά ο ελέφαντας στο δωμάτιο που δεν είναι άλλη από τη δημοσιονομική ανισοσκέλεια και ανομοιογένεια στην Ένωση. Έκδηλα τα διαφορετικά δεδομένα, σε συνδυασμό με τις διαφορετικές εθνικές πολιτικές και η κατά το δοκούν παραβίαση των συμφώνων σταθερότητας από τα Κράτη-μέλη είναι που δημιουργούν αυτό τον κατακερματισμό των Ομολόγων. Κάτι που γίνεται πιο έντονο σε περιόδους ανόδου των επιτοκίων. Και είναι αυτό που στην τελική έθεσε σε κίνδυνο τη συνοχή του ευρώ κατά την προηγούμενη κρίση. Και εδώ απαιτείται πολιτική λύση. Όχι νομισματική», τονίζει.

Όπως τονίστηκε στη χθεσινή ανακοίνωση, από τη στιγμή που ξεκίνησε τη σταδιακή διαδικασία εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής το Δεκέμβριο του 2021, το Διοικητικό Συμβούλιο δεσμεύτηκε ότι θα λάβει μέτρα για να αντιμετωπίσει την επανεμφάνιση κινδύνων κατακερματισμού.

«Η πανδημία δημιούργησε επίμονες ευπάθειες στην οικονομία της ζώνης του ευρώ οι οποίες στην ουσία συντελούν στην ανομοιόμορφη μετάδοση της εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής μας στις διάφορες χώρες», υποστήριξε η ΕΚΤ.

Υπενθυμίζεται πως η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι προτίθεται να αυξήσει τα επιτόκια κατά 0,25% στη συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου, ενώ το Σεπτέμβριο θα εξεταστεί το ενδεχόμενο μεγαλύτερης αύξησης, αν διατηρηθούν οι προοπτικές για τον πληθωρισμό ή αν επιδεινωθούν.

Της Γεωργίας Χαννή