You are here

Οικονομολόγοι: Άργησε η ΕΚΤ, ορατοί οι κίνδυνοι

31/10/2022 06:19

Κινδύνους για τις οικονομίες και τη ρευστότητα στην αγορά, από τη νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης που αποφάσισε την Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διαβλέπουν οικονομολόγοι επισημαίνοντας ότι η ΕΚΤ άργησε να λάβει αποφάσεις για αλλαγή της νομισματικής της πολιτικής. Αναφέρονται επίσης και στα οφέλη που θα προκύψουν για τον τραπεζικό κλάδο.

Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ προχώρησε σε νέα ιστορική αύξηση επιτοκίων, στην προσπάθεια της να τιθασεύσει τον πληθωρισμό που άγγιξε το 10% το Σεπτέμβριο.

Προηγήθηκαν δύο άλλες αυξήσεις, τον Ιούλιο και το Σεπτέμβριο.

Ο καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Μάριος Ζαχαριάδης, αναφέρει στη StockWatch «ότι η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ θα βοηθήσει με την πάροδο του χρόνου στην χαλιναγώγηση του πληθωρισμού».

«Δεν μπορεί όμως να αναμένονται άμεσα αποτελέσματα από αυτή την πολιτική, γι’ αυτό και οι αυξήσεις των επιτοκίων θα έπρεπε να είχαν γίνει πιο γρήγορα όταν ο πληθωρισμός βρισκόταν σε χαμηλότερα επίπεδα», επισημαίνει.

Σημειώνει ότι η αύξηση των επιτοκίων θα βοηθήσει επίσης στην ομαλοποίηση της τραπεζικής αγοράς, αφού αρχικά οι εμπορικές τράπεζες και ακολούθως οι καταθέτες, θα έχουν πλέον κάποια απόδοση για τις καταθέσεις τους, με την κερδοφορία των τραπεζών να βελτιώνεται γενικότερα.

Από την άλλη, τονίζει, «δημιουργούνται ταυτόχρονα κάποιοι κίνδυνοι για μια οικονομία με τόσο ψηλό ιδιωτικό χρέος και αρκετά ψηλό δημόσιο χρέος, όπως είναι η Κύπρος».

Εκτιμά ότι τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν αρνητικά ακόμη και μετά τις τελευταίες αυξήσεις των επιτοκίων, κάτι που ευνοεί σε μεγάλο βαθμό τους δανειζόμενους «αφού ουσιαστικά κάνει μικρότερο το πραγματικό βάρος του χρέους τους».

Μειώνεται η ρευστότητα στην αγορά

Ο οικονομολόγος, Τάσος Γιασεμίδης, σημειώνει στη StockWatch ότι ο συνδυασμός του υψηλού πληθωρισμού που περιορίζει την αγωνιστική δύναμη των εισοδημάτων και της αύξησης των δόσεων, μειώνει τη διαθέσιμη ρευστότητα στην αγορά.

«Οικογενειακός και επιχειρηματικός προϋπολογισμός επαναξιολογούνται και πάλι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, με περιορισμό άσκοπων δαπανών, περιορισμό της κατανάλωσης, αναβολή επενδύσεων / αναπτύξεων και σύναψης οποιωνδήποτε συμβάσεων», επισημαίνει τονίζοντας ότι  ο περιορισμός της κατανάλωσης και των επενδύσεων δρουν αρνητικά στην ανάπτυξη της οικονομίας και «θα πρέπει να αναμένουμε να δούμε τον τελικό αντίκτυπο όλων των αυξήσεων των επιτοκίων στην οικονομία».

Αναφέρει ότι «αν και όλοι αναγνώριζαν ότι το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων δεν μπορούσε να διατηρηθεί, ήταν πολύ δύσκολο να προβλεφθεί η επιθετικότητα με την οποία αυξάνονται τα επιτόκια από την ΕΚΤ. Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ στις αρχικές της εκτιμήσεις θεωρούσε ότι ο υψηλός πληθωρισμός είναι προσωρινός, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει τις αποφάσεις για αλλαγή της νομισματικής πολιτικής»».

Σε φαύλο κύκλο οι οικονομίες

Ο οικονομολόγος, Στέλιος Πλατής, σημειώνει στη StockWatch ότι η συνέχιση της επιθετικής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ ήταν απολύτως αναμενόμενη, ιδιαίτερα δεδομένης της εκτίναξης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη από 9,1% τον Αύγουστο σε 9,9% το Σεπτέμβριο.

«Ο φόβος από πλευράς της ΕΚΤ είναι πολύ συγκεκριμένος. Αν δεν συγκρατηθεί ο πληθωρισμός σύντομα, επιχειρήσεις και καταναλωτές θα εντάξουν τις προσδοκίες τους για ψηλό πληθωρισμό στον προγραμματισμό τους, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν οι οικονομίες του ευρώ σε ένα φαύλο κύκλο αυτό-εκπληρούμενων εκτιμήσεων για ολοένα ψηλότερες τιμές για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα», τονίζει.

Την ίδια στιγμή, προσθέτει, η δυσκολία σε αυτό το εγχείρημα έγκειται στο είδος του πληθωρισμού, του οποίου η γενεσιουργός αιτία δεν είναι η υπερθέρμανση της αγοράς , αλλά ένα σοκ προσφοράς, ιδιαίτερα ενέργειας.

«Αλλά και το ότι, στην απουσία μιας ενιαίας και συντονισμένης δημοσιονομικής πολιτικής, κράτη μέλη του ευρώ επηρεάζονται από, ή/και αντιμετωπίζουν, τον πληθωρισμό με διαφορετικό τρόπο. Εξ’ ου και οι φωνές από Γαλλία και Ιταλία για αχρείαστη υφεσιογενή νομισματική πολιτική», συμπληρώνει.

Καθησυχάζουν για επιπτώσεις

Ο οικονομολόγος, Μιχάλης Φλωρεντιάδης, σημειώνει στη StockWatch ότι η αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ δεν αναμένεται να έχει ιδιαίτερες αρνητικές επιπτώσεις στην κυπριακή οικονομία σε αυτό το στάδιο, αφού τα επιτόκια δεν έχουν ακόμη ανεβεί σε τόσο ψηλά επίπεδα που να αποτελούν ουσιαστικό πρόβλημα για την οικονομική δραστηριότητα.

«Μπορεί ο ρυθμός αύξησης επιτοκίων να είναι γρήγορος, όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η Ευρωζώνη απολάμβανε αρνητικών επιτοκίων μέχρι και τα τέλη Ιουλίου, τη στιγμή που ο πληθωρισμός ήταν ήδη πολύ ψηλός», αναφέρει.

Επιπρόσθετα, υπογραμμίζει, μετά τη συνάντηση της ΕΚΤ, οι αγορές φαίνεται να αναμένουν περαιτέρω αυξήσεις της τάξης του 1-1.25% (το υφιστάμενο επιτόκιο καταθέσεων μετά αυτή την αύξηση είναι 1.50%), έναντι συνολικών αυξήσεων της τάξης του 1.25-1.50% που ανέμεναν προηγουμένως. Δηλαδή, το «τελικό» επιτόκιο μετά και τις μελλοντικές αυξήσεις να είναι γύρω στο 2.6% αντί κοντά στο 3%.

«Η ΕΚΤ έχει δώσει την εντύπωση ότι θα είναι προσεχτική με τις μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων, αφού επιθυμεί να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό από τη μια, χωρίς από την άλλη να οδηγήσει την οικονομία σε βαθύτερη ύφεση. Θα είναι βέβαια δύσκολο να επιτευχθεί αυτή η λεπτή ισορροπία σε ένα δύσβατο οικονομικό περιβάλλον για την Ευρωζώνη και οι εξελίξεις θα πρέπει να παρακολουθούνται. Τέλος, η ΕΚΤ δεν θα χρησιμοποιήσει μόνο τα ψηλότερα επιτόκια για την άσκηση νομισματικής πολιτικής, αλλά θα αφαιρέσει ρευστότητα και με άλλους τρόπους, οι οποίοι επίσης θα έχουν οικονομικό αντίκτυπο», τονίζει.

Της Γεωργίας Χαννή