You are here

Κίνδυνοι για την οικονομία λόγω χαμηλών επιτοκίων

28/07/2021 07:11

Τους κινδύνους που προκύπτουν για την οικονομία, λόγω των παρατεταμένα χαμηλών επιτοκίων και από τη συνέχιση του προγράμματος αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εντοπίζουν οικονομολόγοι.

Οι οικονομολόγοι επισημαίνουν τα θετικά που προκύπτουν για την Κύπρο, από τις πρόσφατες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για τη διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα, τη συνέχιση της πολιτικής αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ και τη συνέχιση της δημοσιονομικής χαλάρωσης μέχρι το 2022, επισημαίνοντας ωστόσο, πως αν και αυτό το περιβάλλον παρέχει ευκαιρίες, εγκυμονεί επίσης, το ενδεχόμενο στρεβλώσεων στην οικονομία.

Ευκαιρίες και κίνδυνοι

Ο καθηγητής χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου Κύπρου Σταύρος Ζένιος αναφέρει στη StockWatch ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ συνεχίζεται μέχρι το 2022, τουλάχιστον, διατηρώντας πολύ χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού.

«Αυτό είναι πολύ θετικό για μια χώρα με ψηλό δημόσιο χρέος, όπως είναι η Κύπρος. Ενέχει ωστόσο και τεράστιους κινδύνους τους οποίους οφείλουμε να αναγνωρίσουμε για να προετοιμαστούμε κατάλληλα», τονίζει.

«Το ψηλό χρέος θα το αποπληρώσουμε κάποια στιγμή. Και η ιστορία έχει δείξει ότι πάντα και παντού το υπέρμετρο χρέος οδηγεί σε κρίσεις. Κρίση χρέους είχαμε και το 2013, αν και αφορούσε πρωτίστως χρέος των τραπεζών και δευτερευόντως του δημοσίου. Ας μην ξεχάσουμε εκείνο το πολύ οδυνηρό μάθημα τόσο γρήγορα. Τι σημαίνει αυτή η προειδοποίηση; Ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτό το μικρό παράθυρο ευκαιρίας μέχρι το 2022-2023 για να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, να εξαλείψουμε στρεβλώσεις, προστατευτισμούς και τη διαφθορά που καθηλώνει μια οικονομία», επισημαίνει.

Σύμφωνα με τον κ. Ζένιο, έχουμε μια σπάνια ευκαιρία για να συνδυάσουμε τα χαμηλά δανειστικά επιτόκια με τις χορηγίες της ΕΕ από το πρόγραμμα ανάκαμψης.  Ωστόσο, αναφέρει, η ανάλυση των εθνικών προγραμμάτων από τη δεξαμενή σκέψης Bruegel αποκαλύπτει ότι ως χώρα έχουμε από τα χαμηλότερα ποσοστά επένδυσης στην πράσινη οικονομία και στην ψηφιοποίηση. Το 1/3 αφορά υφιστάμενες πρακτικές. «Μου κάνει εντύπωση που αυτό το θέμα δεν έτυχε ευρείας συζήτησης. Θα ανέμενα από την αντιπολίτευση, και κυρίως το κόμμα των Πρασίνων, τους οικολόγους, να είχαν πιέσει για πολύ ψηλότερα ποσοστά», σημειώνει.

Επίσης ανησυχητικό, επισημαίνει, είναι ότι η λήξη της περιόδου ευνοϊκού δανεισμού συμπίπτει με τη λήξη της θητείας του ΠτΔ.

«Αυτό δημιουργεί κίνητρα για δανεισμό με άμεσα πολιτικά οφέλη την αποπληρωμή του οποίου θα διαχειριστεί η επόμενη Κυβέρνηση», παρατηρεί.

«Ιδιαίτερα με τα χαμηλά ποσοστά αξιοπιστίας της παρούσας Κυβέρνησης ο κίνδυνος αυτός είναι πολύ πραγματικός, και τεκμηριώνεται από επιστημονικές μελέτες σε χώρες με πολύ πιο αναπτυγμένο σύστημα checks and balances από ότι έχουμε εμείς», σημειώνει.

Ποιους ευνοούν και ποιους όχι, τα χαμηλά επιτόκια

Ο οικονομολόγος Μιχάλης Φλωρεντιάδης αναφέρει ότι η ΕΚΤ είναι από τις κεντρικές τράπεζες που αναμένεται να διατηρήσουν την πολιτική χαμηλών - αρνητικών επιτοκίων και να συνεχίσουν την αγορά κυβερνητικών χρεογράφων για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη.

«Αυτό έχει να κάνει με τους εξής παράγοντες: Πρώτο, δεν παρατηρούνται ακόμη σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη, γεγονός που επιτρέπει μια αρκετά χαλαρή νομισματική πολιτική. Η ΕΚΤ έχει πρόσφατα διαφοροποιήσει μάλιστα τον ορισμό της σταθερότητας των τιμών, με τον οποίο επιτρέπεται στον πληθωρισμό να αυξηθεί και πάνω από το 2% χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να γίνουν αυξήσεις επιτοκίων», σημειώνει.

Δεύτερο, αναφέρει ότι «έχει αυξηθεί σημαντικά το δημόσιο χρέος αρκετών χωρών-μελών. Έτσι, για αρκετές χώρες, ψηλότερα επιτόκια θα έφερναν δημοσιονομικές προκλήσεις που μπορούσαν να οδηγήσουν σε κλυδωνισμούς και ακόμη και σε νέες κρίσεις της Ευρωζώνης».

Τρίτο, «αν και οι ευρωπαϊκές οικονομίες ανακάμπτουν μετά από μια δύσκολη περίοδο, οι μεταλλάξεις του ιού συντηρούν ένα κλίμα αβεβαιότητας, στο οποίο μπορεί να χρειάζεται η στήριξη της νομισματικής πολιτικής», επισημαίνει.

Για την Κύπρο, υπογραμμίζει, οι εξελίξεις αυτές ουσιαστικά σημαίνουν ότι λόγω της στήριξης του προγράμματος αγοράς κυβερνητικών χρεογράφων της ΕΚΤ, είναι πολύ πιο εύκολο να προσελκύσει αγοραστές για τις εκδόσεις χρεογράφων της, απολαμβάνοντας μάλιστα και ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια.

«Αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση να στηρίζει την οικονομία χωρίς να ανησυχεί ότι οι επενδυτές μπορεί να της ‘γυρίσουν την πλάτη’ όταν χρειαστεί επιπρόσθετο δανεισμό», παρατηρεί.

«Για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, τα έξοδα εξυπηρέτησης των δανείων τους είναι επίσης πολύ χαμηλά, άρα η εξυπηρέτηση του υπερμεγέθους ιδιωτικού χρέους είναι πιο υποφερτή», εξηγεί.

Από την άλλη, επισημαίνει ότι πλήττονται όσοι βασίζονται σε σταθερά εισοδήματα από καταθέσεις και ομόλογα, όπως διάφορα συνταξιοδοτικά και άλλα θεσμικά ταμεία που είναι αναγκασμένα να επενδύουν σε ομόλογα και οι καταθέτες, εξηγεί.   

Κίνδυνος στρεβλώσεων στην οικονομία

Σύμφωνα με τον κ. Φλωρεντιάδη, αν και η ΕΚΤ προσφέρει με αυτό τον τρόπο μια βραχυπρόθεσμη λύση, η παρατεταμένη και μακροχρόνια χρήση αυτών των μεθόδων στήριξης μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις στην οικονομία, όπως φούσκες στις τιμές μετοχών και ακινήτων, στασιμότητα και χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, μειωμένη επιχειρηματικότητα και άλλα.

Ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Leicester Πανίκος Δημητριάδης σημειώνει ότι η ΕΚΤ πιστεύει πως η πανδημία δεν έχει τελείωσε ακόμη και πως θεωρεί την πρόσφατη αύξηση του πληθωρισμού ως μια προσωρινή εξέλιξη, η οποία αντανακλά bottlenecks στην προσφορά. «Σημαίνει επίσης ότι η αύξηση που παρατηρήθηκε τελευταίως στις τιμές των πετρελαιοειδών αναμένεται να είναι προσωρινή», τονίζει.

Της Γεωργίας Χαννή