You are here

Αμετάβλητα τα επιτόκια (2)

01/11/2002 15:14
Χριστοδούλου: Δεν υπάρχει «ουσιαστικός λόγος» άμεσης σύγκλισης με τα επιτόκια στην ΕΕ

Αμετάβλητα παρέμειναν, όπως άλλωστε αναμενόταν, τα βασικά επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας ύστερα από σχετική απόφαση της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής (ΕΝΠ), ενώ ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Χριστόδουλος Χριστοδούλου, επισημαίνει ότι δεν υπάρχει «ουσιαστικός και ονομαστικός λόγος άμεσης σύγκλισης των επιτοκίων της Κύπρου με τα ισχύοντα επιτόκια στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Τα βασικά επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης (Lombard) και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (Overnight Deposit Facility), είναι στο 5,5% και 2,5%, αντίστοιχα. Η τιμή αναφοράς για τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των τραπεζικών πιστώσεων το 2002 παραμένει στο 11%.

Ανακοινώνοντας το σκεπτικό και το αιτιολογικό της απόφασης της ΕΝΠ, ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου σημείωσε ότι λήφθηκε σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι «τα οικονομικά δεδομένα δεν έχουν διαφοροποιηθεί ουσιωδώς από τη συνεδρία του περασμένου Σεπτεμβρίου ώστε να υπαγορεύσουν διαφοροποίηση των επιτοκίων», ενώ επεσήμανε ότι «καταλυτικό παράγοντα στην απόφαση της Επιτροπής διαδραμάτισε η παρούσα και η προβλεπόμενη μελλοντική πορεία των τιμών». Ο πληθωρισμός το Σεπτέμβριο, υπό την επίδραση των αυξήσεων στο Φ.Π.Α. και σε άλλους έμμεσους φόρους, ανέβηκε στο 3,41%, σε σύγκριση με 2,05% τον αντίστοιχο μήνα του 2001.

Πρόσθεσε ακόμη, ότι στον εγχώριο τομέα πλείστοι οικονομικοί δείκτες εξακολουθούν να δείχνουν επιβράδυνση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, στον τουριστικό τομέα τα μηνύματα εξακολουθούν να μην είναι αισιόδοξα, με τις τουριστικές αφίξεις τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο να παρουσιάζουν μείωση της τάξης του 18,8% και 6,9%, αντίστοιχα. Η ανεργία το Σεπτέμβριο ανήλθε στο 2,9%, σε σύγκριση με 2,7% τον αντίστοιχο μήνα του 2001. Η Επιτροπή, πρόσθεσε, σημείωσε ότι η πλήρης επίδραση της αύξησης στους συντελεστές των έμμεσων φόρων θα διαφανεί μέσα στους επόμενους μήνες, με τις αυξήσεις μέσω της ΑΤΑ, να αναμένεται να μεταφραστούν σε αυξήσεις μισθών που με τη σειρά τους θα επιφέρουν πρόσθετες πιέσεις στις τιμές.

Επιπλέον, τονίζεται στην απόφαση, «οι πληθωριστικές πιέσεις υποδαυλίζονται περαιτέρω και από τις παραχωρήσεις μισθολογικών αυξήσεων σε διάφορους τομείς της οικονομίας, αλλά και από τη φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία θα αυξήσει το ιδιωτικό διαθέσιμο εισόδημα».

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο Διοικητής της ΚΤ, τόνισε χαρακτηριστικά ότι «δεν υπάρχει ούτε ουσιαστικός, ούτε ονομαστικός λόγος άμεσης σύγκλισης των επιτοκίων, που όσον αφορά τα βασικά (επιτόκια) μας χωρίζει 1,25% μονάδες, ενώ τα επιτόκια διευκόλυνσης μιας νύκτας μας χωρίζει ¼ (0,25%) της μονάδας.

Είναι ασήμαντες οι διαφορές», σημείωσε και στην προκειμένη περίπτωση, όπως είπε, «πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και το ύψος της διαφοράς του ποσοστού του πληθωρισμού. Έχουμε την ευχέρεια», κατέληξε, «λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κυπριακής οικονομίας, να διατηρούμε μια κάποια διαφορά στο παρόν στάδιο».

Του Κυριάκου Κυριακίδη

Ακολουθεί η απόφαση της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας:


«Τα βασικά επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης (Lombard) και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (Overnight Deposit Facility), παραμένουν αμετάβλητα στο 5,5% και 2,5%, αντίστοιχα. Η τιμή αναφοράς για τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των τραπεζικών πιστώσεων παραμένει στο 11%.

Η Επιτροπή έλαβε σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι τα οικονομικά δεδομένα δεν έχουν διαφοροποιηθεί ουσιωδώς από τη συνεδρία του περασμένου Σεπτεμβρίου ώστε να υπαγορεύσουν διαφοροποίηση των επιτοκίων.

Στην αναλυτική συζήτηση που διεξήχθη η Επιτροπή σημείωσε ότι στον εγχώριο τομέα πλείστοι οικονομικοί δείκτες εξακολουθούν να δείχνουν επιβράδυνση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, στον τουριστικό τομέα τα μηνύματα εξακολουθούν να μην είναι αισιόδοξα, με τις τουριστικές αφίξεις τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο να παρουσιάζουν μείωση της τάξης του 18,8% και 6,9%, αντίστοιχα. Η ανεργία το Σεπτέμβριο ανήλθε στο 2,9%, σε σύγκριση με 2,7% τον αντίστοιχο μήνα του 2001.

Παρά τη σχετική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, καταλυτικό παράγοντα στην απόφαση της Επιτροπής διαδραμάτισε η παρούσα και η προβλεπόμενη μελλοντική πορεία των τιμών. Ο πληθωρισμός το Σεπτέμβριο, υπό την επίδραση των αυξήσεων στο Φ.Π.Α. και σε άλλους έμμεσους φόρους, ανέβηκε στο 3,41%, σε σύγκριση με 2,05% τον αντίστοιχο μήνα του 2001.

Η Επιτροπή σημείωσε ότι η πλήρης επίδραση της αύξησης στους συντελεστές των έμμεσων φόρων θα διαφανεί μέσα στους επόμενους μήνες. Οι αυξήσεις μέσω της ΑΤΑ αναμένεται να μεταφραστούν σε αυξήσεις μισθών που με τη σειρά τους θα επιφέρουν πρόσθετες πιέσεις στις τιμές. Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω σωρευτική πληθωριστική δυναμική, καθώς και την περαιτέρω αύξηση στο συντελεστή του Φ.Π.Α. στο 15% τον προσεχή Ιανουάριο, εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός το 2003 θα ανέλθει γύρω στο 4% - 4,5%. Οι πληθωριστικές πιέσεις υποδαυλίζονται περαιτέρω και από τις παραχωρήσεις μισθολογικών αυξήσεων σε διάφορους τομείς της οικονομίας, αλλά και από τη φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία θα αυξήσει το ιδιωτικό διαθέσιμο εισόδημα.

Επιπλέον, οι διεθνείς τιμές πετρελαίου που είναι καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση του εγχώριου πληθωρισμού, φαίνεται να διατηρούνται σε ψηλά επίπεδα, ενώ η περαιτέρω αύξησή τους είναι στενά συνηρτημένη με τις εξελίξεις στο μέτωπο ΗΠΑ - Ιράκ.

Η ύπαρξη πλεονασματικής τραπεζικής ρευστότητας αποτελεί ένα επιπλέον δυνητικό κίνδυνο για την περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού. Στο παρόν στάδιο, οι επιπτώσεις της υπερβάλλουσας ρευστότητας στον πληθωρισμό και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετριάζονται από το γεγονός ότι η χορήγηση πιστώσεων προς το ιδιωτικό τομέα παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, αφού το Σεπτέμβριο ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσής τους επιβραδύνθηκε περαιτέρω στο 7,9%, έναντι ρυθμού αύξησης 13,6% που σημειώθηκε το αντίστοιχο μήνα του 2001.

Λαμβάνοντας υπόψη τη στάση αναμονής που τήρησαν οι κύριες Κεντρικές Τράπεζες του εξωτερικού, την επιβράδυνση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας καθώς και την ανάγκη για συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων, η Επιτροπή αποφάσισε να διατηρήσει τα βασικά επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας αμετάβλητα.