You are here

Δημ. Συμβούλιο: Φέρνει ανισότητα η παραχώρηση ΑΤΑ

17/06/2022 06:53

Η ενεργοποίηση της ΑΤΑ συνεπάγεται ανακατανομή του πλούτου και αύξηση των δεικτών της εισοδηματικής ανισότητας, υποστηρίζει το δημοσιονομικό συμβούλιο.

Στην ενδιάμεσή του έκθεση που δημοσιοποίησε χθες, το συμβούλιο σημειώνει ότι η ΑΤΑ ασκεί διττή πίεση στα δημόσια έξοδα, πρώτο μέσα από την αύξηση στο κόστος μισθολογίου της Δημοκρατίας, και δεύτερο μέσα από τις αυξημένες ανάγκες για αντισταθμιστικά μέτρα κοινωνικής πολιτικής, εν όψει της αυξημένης ανισότητας.

«Με την αύξηση του διάμεσου μισθού, θα πρέπει να αναμένεται πως η ενεργοποίηση της ΑΤΑ θα αυξήσει τους δείκτες φτώχειας στην Κύπρο», τονίζεται.

Επισημαίνεται ακόμη ότι η ενεργοποίηση της ΑΤΑ θα έχει αμφίρροπες επιδράσεις στην οικονομία. Αφενός, θα προστατέψει τα πραγματικά εισοδήματα σημαντικού αριθμού πολιτών και δη των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και όσων καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις. Μέσα από αυτή την ενίσχυση, θα στηρίξει και τη συνολική ζήτηση στην οικονομία, ιδίως στις δραστηριότητες που σχετίζονται με το λιανικό εμπόριο. Αφετέρου, όμως, θα εδραιώσει τις αυξήσεις στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, αποτρέποντας τις όποιες μειωτικές τάσεις στο μέλλον. Έτσι, οι νέες, αυξημένες, τιμές, θα παγιωθούν το μέσο και μακρύ διάστημα, επιδεινώνοντας τις πιέσεις στα νοικοκυριά και επιχειρήσεις με μικρό οικονομικό εκτόπισμα.

Σημειώνεται πως η αύξηση του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αντικατοπτρίζει τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας, και όχι αμιγώς τα επίπεδα μισθών. Ο λόγος κόστους-παραγωγικότητας της κυπριακής οικονομίας καταγράφει σταδιακές αυξήσεις από το 2016 μέχρι το 2021, με τα στοιχεία του 2022 να αναμένεται πως θα συνεχίσουν να σημειώνουν επιδείνωση. Επομένως, η ΑΤΑ δεν ενοχοποιείται για το συγκεκριμένο ζήτημα και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, τονίζεται, μια καθολική αύξηση στα επίπεδα μισθών πρέπει να αναμένεται πως θα μειώσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα αν δεν ακολουθήσει τους ίδιους ρυθμούς και η αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία αποτελεί μια από τις βασικότερες μακροπρόθεσμες αδυναμίες της κυπριακής οικονομίας.

Το συμβούλιο επισημαίνει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις ισοδυναμούν θεωρητικά με φορολόγηση των δανειστών προς όφελος των δανειζόμενων, καθώς οι δεύτεροι πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με χρήματα χαμηλότερης αξίας σε σχέση με τον αρχικό τους δανεισμό.

«Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως συγκεκριμένες κατηγορίες οικονομικών παραγόντων, και δη τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βρίσκονται αντιμέτωπες με πιέσεις που ασκούνται από την αύξηση στις τιμές και στα κόστη παραγωγής. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι και οι σημαντικότεροι εργοδότες στην κοινωνία, ενώ είναι ταυτόχρονα και ο άξονας στον οποίο στηρίζεται η μεσαία αστική τάξη. Είναι, επιπλέον, η βασικότερη πηγή δημιουργίας της μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας για την οικονομία», τονίζεται.

Αναφέρεται ακόμη ότι ο πληθωρισμός συνεπάγεται αυτόματα και αναπόφευκτα και αύξηση της ανισότητας καθώς υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι από τη διαφοροποίηση στις τιμές της αγοράς. «Το γεγονός ότι ο πληθωρισμός που καταγράφεται σήμερα δεν αποτελεί νομισματικό γεγονός άλλα οφείλεται αποκλειστικά σε εξωτερικά σοκ, αποκλείει όλες τις επιλογές πολιτικής και καθιστά τις όποιες κινήσεις οριζόντιας μείωσης των επιπέδων τιμών, αναποτελεσματικές», σημειώνει.

«Θα πρέπει να θεωρείται πως οι κοινωνικές προεκτάσεις των πληθωριστικών πιέσεων θα μεταφραστούν σε αύξηση των δεικτών ανισότητας για το 2022. Ταυτόχρονα, η προσαρμογή της κυπριακής οικονομίας στα δεδομένα που διαμορφώνονται, συνεπάγεται τη διαμόρφωση διαρθρωτικής ανεργίας, καθώς οι ανάγκες για απασχόληση δεν ευθυγραμμίζονται με τα είδη τεχνογνωσίας και εκπαίδευσης που είναι διαθέσιμα στην αγορά εργασίας», αναφέρεται στην έκθεση.

Είναι άποψη του Συμβουλίου πως η επιλογή που ακολουθείται, για στήριξη συγκεκριμένα των ευάλωτων ομάδων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πρέπει να συνεχιστεί χωρίς αποκλίσεις και χωρίς οριζόντιας φύσης μέτρα, παρά το γεγονός ότι η επερχόμενη προεκλογική περίοδος δύναται να εντείνει τα κίνητρα για απαιτήσεις και αποφάσεις οριζόντιας φύσης.

Παρά τη σταθερή βελτίωση των συνθηκών των νοικοκυριών από το 2014 μέχρι σήμερα, «υφίστανται λόγοι για να πιστεύουμε πως τα νοικοκυριά που είναι αντιμέτωπα με καθυστερήσεις στις υποχρεώσεις τους θα αυξηθούν εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων. Γι’ αυτό και η κοινωνική πολιτική καθίσταται ακόμα πιο σημαντική κάτω από τις συνθήκες που διαμορφώνονται».

Όπως ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών, στο πλαίσιο της ετοιμασίας του κρατικού προϋπολογισμού του 2023 και του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου 2023-2025, το ποσοστό της ΑΤΑ το 2023 θα ανέλθει σε 2,25% επί των μισθών έναντι 1,27% το 2022, το 2024 στο 0,75% και το 2025 στο 1%.

Της Γεωργίας Χαννή