You are here

ΙΝΕΚ-ΠΕΟ: Εκτός της ανάκαμψης οι μισθοί

29/01/2020 10:59

Η πενταετής οικονομική άνοδος στη χώρα έχει αποσυνδεθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αμοιβές εργασίας, σε αντίθεση με τους προηγούμενους οικονομικούς κύκλους όπου οι εργαζόμενοι συμμετείχαν, άλλοτε λίγο άλλοτε πολύ, στα οφέλη της μεγέθυνσης της οικονομίας, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΙΝΕΚ-ΠΕΟ για την οικονομία.

Σύμφωνα με την έκθεση, οι μεγάλες αυξήσεις του παραγόμενου πλούτου μετατράπηκαν σε εισοδήματα της ιδιοκτησίας, δηλαδή σε κέρδη, τόκους και προσόδους, ενώ η αγοραστική δύναμη των μισθών αυξήθηκε ελάχιστα.

Κατά την τελευταία πενταετία η Κύπρος και η Ελλάδα είναι οι μοναδικές χώρες της ευρωζώνης στις οποίες οι αποδοχές εργασίας δεν έχουν ανακάμψει σε βαθμό ικανό ώστε να αναιρεθούν οι μειώσεις των μισθών της πρώτης περιόδου της κρίσης (έως το 2015).

Επίσης, η φετινή έκθεση, δείχνει ότι στην Κύπρο υπάρχει μια διαρθρωτική μετατόπιση στην διανομή του προϊόντος μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι με την κατάσταση όπως αυτή διαμορφώθηκε με την εφαρμογή του μνημονίου, οι εργαζόμενοι ιδιοποιούνται ένα μικρότερο μερίδιο της εργασίας για το ίδιο ποσοστό ανεργίας.

Ενώ το ποσοστό ανεργίας το 2019 βρισκόταν σε ύψος παρόμοιο με τα αντίστοιχα ποσοστά των ετών 2009-2011, το μερίδιο των μισθών στο προϊόν του επιχειρηματικού τομέα ήταν 49,0% το 2019 έναντι 56,5% το 2009-2011. Κατά την επαναφορά, δηλαδή, του ποσοστού ανεργίας σε κατώτερα επίπεδα στη διάρκεια της ανάκαμψης της οικονομίας (2015-2019), το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας δεν ακολούθησε τον προηγούμενο δρόμο επαναφοράς σε υψηλότερα επίπεδα, αλλά έναν χαμηλότερο δρόμο.

«Πρόκειται, λοιπόν, για μεγάλη υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης, η οποία μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις αντί-στοιχες μειώσεις στην Ελλάδα, παρόλο που το φαινόμενο της σχετικής αποσύνδεσης των μισθών από τις αυξήσεις του προϊόντος είναι γενικότερο και αφορά όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού», αναφέρεται.

Η αγοραστική δύναμη του μέσου χρηματικού μισθού κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2019 ήταν ίση προς την αντίστοιχη του πρώτου τριμήνου του 2013. Στο μεσοδιάστημα, επί περίπου επτά συναπτά έτη, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού παρέμεινε σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά του 2013 αλλά και ολόκληρης της περιόδου 2006-2013. Ακόμη και κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2019, δηλαδή σε μια περίοδο υπερθέρμανσης της οικονομίας που θα χρειαστεί διορθωτικά μέτρα επαναφοράς του ΑΕΠ σε επίπεδα περισσότερο συμβατά με την ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού ήταν κατά περίπου 5% μικρότερη από το 2011.

Η διαρθρωτική μετατόπιση της διανομής του προϊόντος μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, οδήγησε σε μείωση κατά 16% στο μοναδιαίο κόστος εργασίας σε σύγκριση με το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρώπη των 28 και η μείωση αυτή μετατράπηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε αύξηση των εισοδημάτων του κεφαλαίου. Όπως δείχνει η ετήσια έκθεση του

ΙΝΕΚ, που χρησιμοποιεί τρεις διαφορετικούς δείκτες κερδοφορίας ώστε η περιγραφή μας να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική, η αντίστοιχη άνοδος των εισοδημάτων του κεφαλαίου ήταν εντυπωσιακή.

Όσον αφορά την απασχόληση, από τον χειμώνα του 2015 υπήρξαν αυξήσεις στον αριθμό των απασχολουμένων καθώς αυτοί ήταν αναγκαίοι για την παραγωγή επιπλέον προϊόντος (δηλαδή για την αύξηση του ΑΕΠ). Ως αποτέλεσμα, κατά το 2019 ο ισοδύναμος αριθμός εργαζομένων με πλήρες ωράριο ήταν περίπου κατά 5 χιλιάδες άτομα υψηλότερος από τον μέσο όρο των ετών 2010-2012.

Διαπιστώνεται ότι χάρη στην έξοδο της οικονομίας από την ύφεση της μνημονιακής περιόδου, δημιουργήθηκε περίπου τόση απασχόληση όση χάθηκε στη διάρκεια της ύφεσης. Δημιουργήθηκε δηλαδή απασχόληση για περισσότερους εργαζόμενους με χειρότερους όρους αμοιβών αλλά και εργασιακών σχέσεων. Επίσης, υπάρχει υπερεκτίμηση του αριθμού απασχολουμένων η οποία οφείλεται στην επέκταση της μερικής απασχόλησης και των εν γένει μειωμένων ωραρίων. Όσο επεκτείνεται το φαινόμενο των λιγότερων ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο, τόσο μεγεθύνεται το σφάλμα της υπερεκτίμησης της συνολικής απασχόλησης. Η υπερεκτίμηση για την τετραετία 2016-2019 ανέρχεται σε 13 χιλιάδες άτομα ετησίως.

Όπως δείχνει η έκθεση του ΙΝΕΚ, σε κάθε άνεργο αντιστοιχεί ένας αποθαρρημένος ή ένας υποαπασχολούμενος.

Το ποσοστό ανεργίας, αποθάρρυνσης και υποαπασχόλησης είναι δηλαδή διπλάσιο από το τρέχον ποσοστό ανεργίας.

Σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο φτώχειας στην χώρα,  η αύξηση της απασχόλησης που προήλθε από την ανοδική πορεία του προϊόντος, από το 2015 και μετά, μείωσε τον κίνδυνο της φτώχειας και της υλικής στέρησης των εργαζόμενων τάξεων, χωρίς όμως να τον επαναφέρει στα επίπεδα του 2008-2011. Αυτή η μείωση του κινδύνου, επιπλέον, δεν ισχύει για όλες τις μερίδες του πληθυσμού, ιδιαίτερα δε για τους ανέργους. Επίσης, είναι αμφίβολο εάν η εν λόγω μείωση του κινδύνου φτώχειας μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα επειδή η κυπριακή οικονομία έχει ήδη υπερβεί κατά πολύ τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ που διασφαλίζει τις βασικές μακροοικονομικές ισορροπίες της οικονομίας.

Σε ό,τι αφορά της μακροοικονομικές εξελίξεις, η ΙΝΕΚ ΠΕΟ εκτιμά πως «πυκνώνουν τα σύννεφα υπερθέρμανσης της οικονομίας, επικαλούμενη στοιχεία της Eurostat, που είναι ορατά ήδη από το 2018 και σηματοδοτούν την είσοδο της οικονομίας σε περίοδο μη διατηρήσιμων ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ λόγω εμφάνισης σημαντικής ανισορροπίας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών».

Σημειώνει εξάλλου πως η οικοδομική δραστηριότητα «βρίσκεται ήδη σε κατάσταση υπερθέρμανσης η οποία προαναγγέλλει την επιβράδυνση του κλάδου», ενώ η συμβολή των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στην διαμόρφωση του ΑΕΠ έχει καταστεί αρνητική επειδή υποχωρεί η ζήτηση στις χώρες-πελάτες του κυπριακού τουρισμού, και επιπλέον, επειδή διατηρείται η εντεινόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.

Σύμφωνα με την έκθεση το 2019 υπήρξε αλλαγή του καθεστώτος οικονομικής μεγέθυνσης από εξωστρεφές (με κινητήρα τις εξαγωγές) σε εσωστρεφές (με κινητήρα τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και ιδιαίτερα την εσωτερική κατανάλωση).

«Υπό αυτές  τις συνθήκες, είναι εύλογο να αναμένουμε ότι κατά το 2020 θα υπάρξει περαιτέρω διεύρυνση του ήδη απειλητικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών».

Τέλος, αφού σημειώνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί στο 2,5% του ΑΕΠ, η ΙΝΕΚ ΠΕΟ εκτιμά ωστόσο πως λόγω της αύξησης του πληθυσμού, παρά την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας εντούτοις ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ανά κάτοικο παρουσιάζει μείωση, αφού η μεγέθυνση του ΑΕΠ επιμερίζεται σε μεγαλύτερο πληθυσμό.

Διαρθρωτική μετατόπιση

«Τα στοιχεία και της φετινής έκθεσης, έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι η επάνοδος σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αυτό δηλαδή που προβλήθηκε  από την κυβέρνηση ως success story, στηρίχτηκε πρακτικά σε μια μεγάλη διαρθρωτική μετατόπιση στη σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου», ανέφερε ο ΓΓ της ΠΕΟ Πάμπης Κυρίτσης.

Όπως είπε ο κ. Κυρίτσης, «τα ευρήματα της έκθεσης και τα συμπεράσματα στα οποία αυτή καταλήγει, θεωρούμε ότι τεκμηριώνουν πλήρως τους διεκδικητικούς στόχους της ΠΕΟ και του κινήματος των εργαζομένων ευρύτερα».

«Είναι φανερό ότι για να σμικρυνθούν οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και να υπάρξει μια δικαιότερη κατανομή του αποτελέσματος της ανάπτυξης, επιβάλλεται η διεκδίκηση ουσιαστικών  αυξήσεων στους μισθούς  των εργαζομένων κατά την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων», ανέφερε ο ΓΓ της ΠΕΟ

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΝΕΚ ΠΕΟ Παύλος Καλοσυνάτος ανέφερε στο δικό του χαιρετισμό ότι «θέλουμε να πιστεύουμε ότι και αυτή τη χρονιά με την έκθεση μας συμβάλουμε σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό για την αναγκαιότητα χάραξης μίας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής που θα θέτει στο επίκεντρο της τους εργαζόμενους, γυναίκες και άντρες και που θα έχει την πραγματική φιλοδοξία να ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες της λαϊκής οικογένειας».

Της Γεωργίας Χαννή