You are here

Μόνο 7 από τους 12000 υπαλλήλους με «μη ικανοποιητική» απόδοση

23/10/2020 07:27

Μόνο επτά από τους δώδεκα χιλιάδες υπαλλήλους της κεντρικής κυβέρνησης αξιολογήθηκαν από τους προϊσταμένους τους να έχουν «μη ικανοποιητική» απόδοση, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

Η έκθεση αναδεικνύει για άλλη μια φορά ένα ακόμα πρόβλημα που δεν κατάφερε να λύσει η κεντρική κυβέρνηση – την ισοπεδωτική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων.

Η εικόνα, σύμφωνα με την ΕΔΥ, είναι «αποκαρδιωτική», αφού στο σσύνολο τους, οι δημόσιοι υπάλληλοι αξιολογούνται ως εξαίρετοι σε όλα τα κριτήρια της αξιολόγησης σε ποσοστό 97%.

Πειθαρχικές υποθέσεις

Το πόσο «εξαίρετοι» είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι συνάγεται και από το πόσο λίγοι αντιμετωπίζουν πειθαρχικές υποθέσεις για τη συμπεριφορά ή τις πράξεις τους.

Η επιτροπή δημόσιας υπηρεσίας αφιερώνει αρκετό χρόνο για να εξετάζει πειθαρχικές υποθέσεις εναντίον δημόσιων υπαλλήλων.

Όπως αναφέρεται στην ετήσια έκθεση της ΕΔΥ, κατά τη διάρκεια του 2019, η Επιτροπή είχε ενώπιον της προς εκδίκαση έξι πειθαρχικές υποθέσεις.

Οι τρεις ολοκληρώθηκαν εντός του 2019, ενώ οι τρεις εξακολουθούσαν να εκκρεμούν στο τέλος του υπό ανασκόπηση έτους. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 84 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, επιλήφθηκε εντός του 2019 δύο υποθέσεων μετά από ποινική καταδίκη των υπαλλήλων.

Το 2018 η ΕΔΥ είχε ενώπιον της 5 πειθαρχικές υποθέσεις

Οι ποινές που η Επιτροπή επέβαλε μέσα στο 2019 ήταν οι ακόλουθες:

- Σ’ έναν υπάλληλο την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.

- Σε έναν υπάλληλο την ποινή του υποβιβασμού σε κατώτερη θέση.

-Σε δύο υπαλλήλους χρηματική ποινή.

- Σε δύο υπαλλήλους την ποινή της αυστηρής επίπληξης.

Όσον αφορά τα ελαφρότερα πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία καθορίζονται στον Πειθαρχικό Κώδικα, ο Νόμος δίνει διακριτική εξουσία στην αρμόδια αρχή να τα εκδικάζει η ίδια συνοπτικά, χωρίς παραπομπή στην Επιτροπή. Οι ποινές που μπορούν να επιβληθούν από την αρμόδια αρχή είναι η επίπληξη, η αυστηρή επίπληξη ή η διακοπή της προσαύξησης για χρονική περίοδο που να μην υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Ασκώντας την εξουσία που της παρέχει ο Νόμος, η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια του 2019, έθεσε σε διαθεσιμότητα έντεκα υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 85 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, λόγω πειθαρχικής ή και αστυνομικής έρευνας ή και ποινικής δίωξης. Στο τέλος του 2019, εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε διαθεσιμότητα πέντε υπάλληλοι.

Παρόλο που με βάση τον αριθμό των θεμάτων στην Ημερήσια Διάταξη, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των θεμάτων αφορούσε διαδικασίες πλήρωσης θέσεων, σημαντικό μέρος του χρόνου των συνεδριάσεων της Επιτροπής αναλώθηκε σε πειθαρχικές υποθέσεις, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου υπήρξαν ακροαματικές διαδικασίες.

Κατά τη διάρκεια του 2019, έγιναν 54 συνεδρίες για την εκδίκαση πειθαρχικών υποθέσεων (2 αφορούσαν διαδικασίες μετά από ποινικές καταδίκες υπαλλήλων) οι οποίες, ενώ φαίνεται να αποτελούν μικρό ποσοστό (μόλις το 4% των θεμάτων που εξέτασε η Επιτροπή), εντούτοις σ’ αυτές αναλώθηκε σημαντικός χρόνος για τη διεκπεραίωσή τους από μέρους της Επιτροπής.

Ορισμένες μάλιστα από τις πειθαρχικές διαδικασίες στις οποίες υπήρξε ακρόαση, χρειάστηκαν αρκετές και, σε πολλές περιπτώσεις, ολοήμερες συνεδριάσεις, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι υποθέσεις.

Η εκδίκαση πειθαρχικών παραπτωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί αρμοδιότητα της Επιτροπής, με βάση τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του Πειθαρχικού Κώδικα (άρθρα 73 έως 86) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων. Η λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον οποιουδήποτε δημόσιου υπαλλήλου, προϋποθέτει γραπτή πρόταση από την αρμόδια σε κάθε περίπτωση αρχή.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 81(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή ή υποπέσει στην αντίληψή της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, αυτή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως για τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας. Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, σύμφωνα με τις διατάξεις των εν λόγω Νόμων, αν διαπιστωθεί ότι δυνατόν να έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο κρίνεται ότι δεν είναι εξ εκείνων που η ίδια δύναται να εκδικάσει συνοπτικά, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει το πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού μαζί με τις απόψεις της στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος, αν κρίνει ότι δικαιολογείται η άσκηση πειθαρχικής δίωξης, διατυπώνει το κατηγορητήριο. Σε τέτοια περίπτωση η αρμόδια αρχή παραπέμπει το θέμα στην Επιτροπή μαζί με την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού, το κατηγορητήριο και τα αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου η Επιτροπή να προχωρήσει σε ακρόαση της πειθαρχικής κατηγορίας που διατυπώθηκε εναντίον του υπαλλήλου.

Η ακρόαση πειθαρχικών υποθέσεων ενώπιον της Επιτροπής διεξάγεται, όπως προβλέπουν οι Νόμοι, κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά. Οι ποινές τις οποίες μπορεί η Επιτροπή να επιβάλει σε περίπτωση καταδίκης του υπαλλήλου, (άρθρο 79 των Νόμων) είναι οι εξής: (α) Επίπληξη (β) αυστηρή επίπληξη (γ) πειθαρχική μετάθεση∙ (δ) διακοπή ετήσιας προσαύξησης (ε) αναβολή ετήσιας προσαύξησης∙(στ) χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις απολαβές τριών μηνών∙(ζ) υποβιβασμός στη μισθοδοτική κλίμακα (η) υποβιβασμός σε κατώτερη θέση (θ) αναγκαστική αφυπηρέτηση∙και (ι) απόλυση. Εξάλλου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 84 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, όταν ποινική καταδίκη υπαλλήλου καταστεί τελεσίδικη, η Επιτροπή ζητά γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα κατά πόσον τα αδικήματα για τα οποία ο υπάλληλος καταδικάστηκε ενέχουν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Σε περίπτωση καταφατικής γνωμάτευσης η Επιτροπή, βασιζόμενη στα ευρήματα του ποινικού δικαστηρίου, επιβάλλει στον υπάλληλο την πειθαρχική ποινή που κρίνει αρμόζουσα, αφού του δώσει την ευκαιρία να ακουστεί.

Της Γεωργίας Χαννή