You are here

Μπλόκο εισαγγελέα σε προτάσεις μονιμοποίησης υπαλλήλων αορίστου

22/02/2020 07:47

Μπλόκο στα πλάνα βουλευτών για προώθηση της μονιμοποίησης υπαλλήλων αορίστου χρόνου στο δημόσιο, θέτει η νομική υπηρεσία, καθώς εντοπίζει προβλήματα συνταγματικής και νομοτεχνικής φύσεως σε δύο σχετικές προτάσεις νόμου που θα εξετάσει την Δευτέρα η επιτροπή οικονομικών.

Η νομική υπηρεσία προειδοποιεί επίσης, για το ενδεχόμενο αναπομπής των προτάσεων εάν ψηφιστούν ως έχουν, ή επιτυχημένης αναφοράς τους στο ανώτατο δικαστήριο.

Οι δύο προτάσεις προνοούν τη μετατροπή των εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου σε μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους.

Η πρώτη πρόταση κατατέθηκε τον περασμένο Οκτώβριο από βουλευτές του ΔΗΣΥ και του ΔΗΚΟ και αποσκοπεί στο να αποκτήσουν οι εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου στο δημόσιο τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα μέσω μετάταξής τους στη δημόσια υπηρεσία, όπως και το καθεστώς μονιμότητας του δημοσίου υπαλλήλου.

Η δεύτερη πρόταση κατατέθηκε από τον βουλευτή του Κινήματος Αλληλεγγύης Μιχάλη Γιωργάλλα, με σκοπό οι εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου θεσμικά να καταστούν μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι.

Αντισυνταγματική η πρώτη πρόταση

Όπως ενημερώνεται η επιτροπή οικονομικών εκ μέρους του γενικού εισαγγελέα, οι διατάξεις της πρώτης πρότασης με τίτλο «Ο περί Μετατάξεως Εργοδοτουμένων Αορίστου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 2019», προσκρούουν στο Σύνταγμα και στο ενωσιακό δίκαιο.

Συγκεκριμένα, όπως σημειώνεται, πρόνοιες της πρότασης επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό, καθώς επίσης καταστρατηγούν την Αρχή της Ισότητας που προβλέπεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, η οποία επιτάσσει την χορήγηση ίσης ευκαιρίας διεκδίκησης σε όλους τους προσοντούχους. Αναφορά γίνεται σε αποφάσεις Δικαστηρίου με βάση τις οποίες απαιτείται δημόσια προκήρυξη για την πλήρωση οποιασδήποτε θέσης στο Δημόσιο, κατ’ επιταγήν του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Περαιτέρω, αναφέρεται ότι θα προκύψει καταστρατήγηση της ελευθερίας εγκατάστασης, αφού (μη Κύπριοι) ευρωπαίοι πολίτες δε θα μπορούν να διεκδικήσουν τις θέσεις, απλά και μόνο επειδή δεν είναι εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου που εμπίπτουν στον πίνακα του διευθυντή τμήματος δημόσιας διοίκησης και προσωπικού.

Αρμοδιότητα της ΕΔΥ οι διορισμοί

Η πρόταση, σύμφωνα με τη νομική υπηρεσία, καταστρατηγεί την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, επεμβαίνοντας αδόκιμα και υφαρπάζοντας την αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΔΥ να αποφασίζει τα των διορισμών δημόσιων υπαλλήλων, με το να υποχρεώνει την ΕΔΥ να προφέρει σε υπάλληλο διορισμό, απλά και μόνο επειδή πληροί τα εκ του νόμου τυπικά προσόντα, ακόμα και αν η ΕΔΥ κρίνει ότι ο υπάλληλος είναι ακατάλληλος για τέτοιο διορισμό, καθώς επίσης, με το να προσδιορίζει την έναρξη ισχύος του διορισμού (που συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη), καθότι ο προσδιορισμός της έναρξης ισχύος εκτελεστής διοικητικής πράξης εμπίπτει επίσης στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Διοίκησης.

Προστίθεται ότι η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών απαγορεύει στο Κοινοβούλιο να επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να λάβει διοικητική απόφαση συγκεκριμένου περιεχομένου και επισημαίνεται ότι η ΕΔΥ είναι το μόνο αρμόδιο σώμα για διορισμό στη δημόσια υπηρεσία.

Νομοτεχνικά λάθη στη δεύτερη πρόταση

Σε ότι αφορά την δεύτερη πρόταση νόμου με τίτλο «Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019», σημειώνεται ότι οι διατάξεις της προσκρούουν στην Οδηγία 1999/70, διότι δεν εξισώνει επαρκώς τους μόνιμους και τους έκτακτους δημόσιους υπαλλήλους ως η Οδηγία απαιτεί.

Όπως αναφέρεται, η Οδηγία παραθέτει στο παράρτημά της, νομικούς κανόνες που μεταξύ άλλων καταρχήν εξισώνουν τις συνθήκες απασχόλησης των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» με αυτές των «αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου».

Η πρόταση νόμου χαρακτηρίζεται ασύμβατη με την Οδηγία διότι συνεχίζει να εξαιρεί την υπηρεσία σε έκτακτη θέση από τον ορισμό του όρου «δημόσια υπηρεσία» εκτός αν αρμόδια αρχή αποφανθεί διαφορετικά, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο, δηλαδή η έκτακτη υπηρεσία να περιλαμβάνεται στον άνω ορισμό εκτός αν αρμόδια αρχή αποφανθεί διαφορετικά. 

Παράλληλα, σύμφωνα με την νομική υπηρεσία, η αναφορά στην «οικεία εργοδοτική αρχή» που γίνεται στην πρόταση νόμου χρήζει βελτίωσης, όπως και γενικά η πρόταση νόμου που, όπως υποστηρίζεται, πάσχει από νομοτεχνικά λάθη.

Όπως σημειώνεται, για τους πιο πάνω λόγους, η Νομική Υπηρεσία θεωρεί ότι η ψήφιση των δύο προτάσεων νόμου, ως έχουν,  σε νόμους μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναπομπής ή/και επιτυχούς αναφοράς.

Της Μαρίας Χαμπή