You are here

Οικονομική ανάπτυξη με χαμηλούς μισθούς

12/12/2018 12:31

Στον οικονομικό κύκλο που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Κύπρο σήμερα, η ανοδική πορεία του ΑΕΠ, των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και του εισοδηματικού μεριδίου των κερδών, έχει αποσυνδεθεί από τους μισθούς και το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας, σημειώνει το Ινστιτούτο Εργασίας Κύπρου (ΙΝΕΚ) της ΠΕΟ.

Στην έκθεση για την οικονομία και απασχόληση το 2018, αναφέρεται ότι ενώ δηλαδή σε κάθε προηγούμενο οικονομικό κύκλο υπήρχε συμμετοχή του κόσμου της εργασίας στους καρπούς της οικονομικής μεγέθυνσης, στην τρέχουσα περίοδο οι μισθοί βρίσκονται σε στασιμότητα και το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ παρουσιάζει μείωση. Παρατηρείται, δηλαδή, αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης και της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων.

«Το φαινόμενο αυτό, δεν είναι ειδικά κυπριακό αλλά παρατηρείται σε μεγάλο αριθμό αναπτυγμένων χωρών (με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Βρετανία, την Ελλάδα και την Γαλλία) σχετίζεται αφενός με την πολιτική των κυβερνήσεων που αποσκοπεί στην αύξηση της κερδοφορίας και αφετέρου με την αδυναμία των συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων των εργαζομένων να σχηματίσουν, προς το παρόν, δυνάμεις επαρκούς αντίστασης στην πολιτική αυτή», σημειώνεται.

Επισημαίνεται ότι η αδυναμία αυτή σχετίζεται με την άνοδο του ποσοστού ανεργίας σε δυσθεώρητα ύψη κατά τα έτη πριν από την ανάκαμψη της οικονομίας αλλά και με τις κυβερνητικές πολιτικές αποδυνάμωσης και υποβάθμισης του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας με την συνεργασία των διεθνών οργανισμών.

Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται αύξηση, πρώτον, του συνόλου των εισοδημάτων του κεφαλαίου, δεύτερον, του εισοδηματικού μεριδίου των κερδών στο ΑΕΠ, τρίτον, του μέσου περιθωρίου κέρδους, και τέταρτον, της απόδοσης κεφαλαίου (δηλαδή των κερδών προ φόρων ως ποσοστό του επενδεδυμένου κεφαλαιακού αποθέματος).

Επομένως, όλοι οι δείκτες κερδοφορίας δείχνουν ότι υπήρξε αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας και σε όφελος του κεφαλαίου.

Η αναδιανομή αυτή πραγματοποιήθηκε χάρη στην συμπίεση των αμοιβών εργασίας χωρίς να υπάρξει αντίστοιχη μείωση των τιμών. Στον εξαγωγικό τομέα π.χ. σχεδόν το σύνολο της μείωσης του μοναδιαίου κόστους μετατράπηκε σε όφελος των εξαγωγικών επιχειρήσεων.

Κατά το 2015-2016, χάρη στον αποπληθωρισμό, υπήρξε μεγέθυνση της αγοραστικής δύναμης των μισθών κατά 2,5% περίπου στη διετία. Κατά το 2017-2018, η περίοδος της εσωτερικής υποτίμησης (ή ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού) ολοκληρώθηκε και ο πληθωρισμός επανεμφανίστηκε διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη του ονομαστικού μισθού.

«Στην παρούσα συγκυρία το μεν παραγωγικό δυναμικό απασχολείται πλήρως και αυτό δίνει στις επιχειρήσεις την δυνατότητα να αυξάνουν τις τιμές τους εκμεταλλευόμενες την περίσσεια ζήτησης έναντι της μέγιστης δυνατής παραγωγής (δηλαδή του δυνητικού ΑΕΠ). Από την άλλη πλευρά, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώνεται επί σειρά ετών και έχει μειωθεί σε 7%, οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών παραμένουν πολύ μικρές, πολύ κοντά στην περιοχή του μηδενός.

Η ανατροπή αυτής της ανισορροπίας (όπου η μείωση του ποσοστού ανεργίας δεν προκαλεί αυξήσεις των πραγματικών μι-σθών ή προκαλεί πολύ μικρές αυξήσεις) μπορεί να επιτευχθεί, με βάση όσα γνωρίζου- με μέχρι σήμερα για την αγορά εργασίας, μόνο με την άνοδο της μαχητικότητας και την καλύτερη συνδικαλιστική και πολιτική οργάνωση των δυνάμεων του κόσμου της εργασίας», τονίζεται.

Η μείωση του ποσοστού ανεργίας δεν οδήγησε σε αύξηση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας, όπως θα ήταν φυσικό να αναμένουμε, αλλά σε στασιμότητα. Μετάτην εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκε, έχει επέλθει διαρθρωτική μετατόπιση στην σχέση μεταξύ ποσοστού ανεργίας και μεριδίου της εργασίας, με την έννοια ότι οι δυνάμεις της εργασίας, για το ίδιο ποσοστό ανεργίας, επιτυγχάνουν τώρα σαφώς μικρότερο μερίδιο της εργασίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι τροποποιημένες θεσμικές συνθήκες που προέκυψαν από την εφαρμογή του μνημονίου λειτουργούν υπέρ των επιχειρήσεων αποδυναμώνοντας την διαπραγματευτική ισχύ των μισθωτών.

Στην έκθεση σημειώνεται ότι όσο επεκτείνεται το φαινόμενο των λιγότερων ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο, τόσο αυξάνεται η υπερεκτίμηση της συνολικής απασχόλησης και τόσο αυξάνεται η υποεκτίμηση του ποσοστού ανεργίας. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούμε εναλλακτικούς ως προς το ποσοστό ανεργίας δείκτες που αναδεικνύουν και την κοινωνική διάσταση του προβλήματος λαμβάνοντας υπόψη τους τις μεταβολές του αριθμού των ωρών εργασίας (μερική απασχόληση, εκούσια και ακούσια, επίπτωση των μειωμένων ωραρίων που επιβάλλονται σε περιόδους ύφεσης από τις επιχειρήσεις σε εργαζόμενους πλήρους ωραρίου κλπ).

Της Γεωργίας Χαννή