You are here

Αναζητείται συμβιβαστική λύση για το Σύμφωνο Σταθερότητας

24/11/2003 10:57
Κυριολεκτικά σε μία κλωστή κρέμεται το Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς στη σημερινή συνεδρίαση του Εurogroup και σε αυτήν του Εcofin που θα ακολουθήσει θα φανεί κατά πόσο μπορεί να επέλθει συμβιβασμός με τους δύο μεγάλους παραβάτες: Τη Γερμανία και τη Γαλλία. Το θέμα αφορά άμεσα και την Ελλάδα, η οποία, φέρεται διατεθειμένη να παίξει το ρόλο του μεσολαβητή, προκειμένου να υπάρξει εκτόνωση της έντασης και να μην φτάσει η αντιπαράθεση στα άκρα.

Συγκεκριμένα, Βερολίνο και Παρίσι έχουν αποφασίσει να τηρήσουν από κοινού σκληρή στάση απέναντι στην Κομισιόν, αλλά και τις χώρες εκείνες που υποστηρίζουν ότι οι κανόνες του Συμφώνου πρέπει να τηρηθούν κατά γράμμα και, κατά συνέπεια, να επιβληθούν κυρώσεις εναντίον Γάλλων και Γερμανών, οι οποίοι όχι μόνο θα καταγράψουν δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης του 4% φέτος, αλλά αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο να πέσουν κάτω από το όριο του 3% πριν από το 2005, στην καλύτερη περίπτωση.

Μάλιστα, η γερμανική πλευρά αρνείται να δεχθεί την κίνηση καλής θέλησης της Κομισιόν, που δίνει αναβολή ως το 2005 στους Γερμανούς, με το επιχείρημα ότι αυτή η αναβολή συνοδεύεται από την απαίτηση να υπάρξει δραστική μείωση του δομικού ελλείμματος εντός του 2004. Κάτι τέτοιο, λέει ο Χανς Αϊχελ και το υπουργείο Οικονομίας, θα θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειες που καταβάλλονται από την κυβέρνηση Σρέντερ για την ανάκαμψη της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η Βundesbank επικρίνει δριμύτατα την κυβέρνηση για παραβίαση των κανόνων του Συμφώνου, όπως φάνηκε και από τις χθεσινές δηλώσεις του αντιπρόεδρου της Γιούργκεν Σταρκ, ο οποίος επισήμανε ότι μία αποστασιοποίηση από το Σύμφωνο Σταθερότητας θα πλήξει και την εμπιστοσύνη προς το ευρώ.

Σύμφωνα με χθεσινά δημοσιεύματα, οι πιθανότητες επίτευξης ενός συμβιβασμού στο σημερινό Εurogroup εξακολουθούν να είναι αρκετές. Οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν τους Γερμανούς έτοιμους να μην απορρίψουν κάθετα και καθʼ ολοκληρία τις θέσεις της Κομισιόν και τους επιτρόπους να μην επιμείνουν στην απαίτηση μείωσης του γερμανικού ελλείμματος εντός του 2004 κατά 0,8% σε σχέση με το φετινό. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις αναμένονται επίπονες και μακρές.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ελληνικής αντιπροσωπείας, που αναχωρεί σήμερα για τις Βρυξέλλες υπό τον υπουργό Οικονομίας κ. Ν. Χριστοδουλάκη, η κρισιμότητα της συνεδρίασης του Εurogroup και του Εco/fin, έγκειται στην αμφισβήτηση, από την πλευρά της Γαλλίας και της Γερμανίας, του νομικού πλαισίου των προτάσεων της Κομισιόν. Όπως εξηγούσε, στην «Η», ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Οικονομίας, «το πρόβλημα δεν είναι η αντίδραση των δύο χωρών απέναντι στην υποχρέωση επιστροφής των ελλειμμάτων τους κάτω από το όριο του 3%, αλλά η αμφισβήτηση του ίδιου του νομικού πλαισίου που επιβάλει τον καθορισμό προθεσμίας για την επαναφορά τους κάτω από το 3%...».

Τι λέει η Ελλάδα

Η ελληνική αντιπροσωπεία, μετά από τηλεφωνική επαφή που είχε αργά χθες το βράδυ με την ιταλική προεδρία, διαπίστωσε ότι η πρόταση της Κομισιόν για παροχή διορίας μέχρι το 2005 για την επαναφορά του ελλείμματος στα όρια του Συμφώνου, δεν πρόκειται να εγκριθεί. Γι’ αυτό και θα υποβάλει νέα βελτιωμένη πρόταση για επαναφορά των ελλειμμάτων το 2006, αλλά υπό τον όρο ότι θα γίνει σεβαστό το νομικό πλαίσιο του Συμφώνου. Εν τούτοις εκτιμάται ότι ένα ενδεχόμενο «μπλοκ» χωρών υπό τη Γαλλία και τη Γερμανία μπορεί να μπλοκάρει την όποια πρόταση. «Και σε αυτή την περίπτωση, θα πρόκειται για de facto ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας, που αποτελεί και το θεμέλιο της ΟΝΕ...», έλεγαν οι ίδιες πηγές του υπουργείου Οικονομίας. Όσο αφορά τη διαδικασία, η εκτίμηση της ελληνικής πλευράς είναι ότι η «μάχη» θα δοθεί στη σημερινή συνεδρίαση του Εurogroup μέχρι και τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ η αυριανή συνεδρίαση του Εco/fin, αναμένεται απλά να διαπιστώσει τη «σωτηρία», ή την «κατάργηση» του Συμφώνου.

«Μην πυροβολείτε τη Γερμανία»

Επιστολή στους ομολόγους του της ΕΕ έστειλε ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Χ. Αιχελ, χωρίς όμως να ξεκαθαρίζει τη στάση που θα τηρήσει. Ο Αιχελ διαβεβαιώνει μεν ότι «ποτέ δεν αμφισβήτησε το Σύμφωνο Σταθερότητας», ωστόσο προειδοποιεί ότι «η μακροχρόνια ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας δεν μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο εξαιτίας βραχυπρόθεσμων πολιτικών». Πάντως, στην επιστολή του τάσσεται υπέρ μιας κοινά αποδεκτής λύσης.