You are here

Αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο η επίμαχη διάταξη για όρια ηλικίας συνταξιοδότησης δικαστών στην Πολωνία

24/06/2019 21:56

"Οι διατάξεις της πολωνικής νομοθεσίας περί μειώσεως του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης", καθώς "τα επίμαχα μέτρα παραβιάζουν την αρχή της ισοβιότητας των δικαστών και την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας", έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, βάζοντας τέλος στη διένεξη της πολωνικής κυβέρνησης με την Κομισιόν η οποία είχε ξεκινήσει και τη σχετική διαδικασία επί παραβάσει. Η πολωνική κυβέρνηση οφείλει πλέον να τροποποιήσει άμεσα το συγκεκριμένο νόμο, ο οποίος επί της ουσίας έδινε στην κυβέρνηση να παύει ή να επιτρέπει τη συνέχιση της καριέρας των δικαστικών κατά το δοκούν.

Το ΔΕΕ έκρινε συγκεκριμένα, ότι "η εφαρμογή του μέτρου περί μειώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στους δικαστές που ήδη υπηρετούν στο δικαστήριο αυτό έχει ως συνέπεια την πρόωρη παύση της ασκήσεως των δικαιοδοτικών καθηκόντων τους."

Επιπλέον το Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα της Πολωνίας περί του ότι η μείωση του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα 65 έτη είχε ως λόγο την πρόθεση εναρμονίσεως της ηλικίας αυτής με το γενικό όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, το οποίο ισχύει για το σύνολο των εργαζομένων στην Πολωνία, και βελτιστοποιήσεως, ταυτόχρονα, της ηλικιακής συνθέσεως των στελεχών του δικαστηρίου αυτού.

Πράγματι, η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η καθιέρωση νέου μηχανισμού ο οποίος παρέχει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη δυνατότητα να αποφασίσει, κατά διακριτική ευχέρεια, να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία της οποίας η χρονική διάρκεια είχε συντομευθεί κατά τον ως άνω τρόπο και το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο εφαρμόσθηκε στην περίπτωση περίπου του ενός τρίτου των εν ενεργεία μελών του δικαστηρίου αυτού, περιλαμβανομένης και της πρώτης προέδρου του, της οποίας η εγγυημένη από το Σύνταγμα εξαετής θητεία συντομεύθηκε, μπορούν να προκαλέσουν εύλογες αμφιβολίες ως προς τους πραγματικούς σκοπούς της μεταρρυθμίσεως αυτής.

Επιπλέον, "το μέτρο αυτό δεν είναι ούτε προσήκον για την επίτευξη των σκοπών που προβάλλει η Πολωνία ούτε αναλογικού χαρακτήρα", κρίνει το ΔΕΕ.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η εφαρμογή του μέτρου της μειώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στους εν ενεργεία δικαστές του δικαστηρίου αυτού δεν δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και θίγει την αρχή της ισοβιότητας των δικαστών η οποία είναι συμφυής της ανεξαρτησίας τους.

Επιπλέον επισημαίνεται ότι οι προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας από τους οποίους ο νέος νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξαρτά την ενδεχόμενη παράταση της ενεργού υπηρεσίας δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου πέραν του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δεν πληρούν τις απαιτήσεις αυτές.

"Πράγματι, η παράταση αυτή εξαρτάται πλέον από απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας η οποία λαμβάνεται κατά διακριτική ευχέρεια, καθόσον η έκδοσή της, αυτή καθ΄ αυτήν, δεν διέπεται από κάποιο αντικειμενικό και επαληθεύσιμο κριτήριο, και η οποία δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη", αναφέρει το ΔΕΕ. 

Τέλος, η απόφαση αυτή δεν είναι δεκτική ένδικης προσφυγής. Εξάλλου, το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, οσάκις κλήθηκε να γνωμοδοτήσει προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πριν αυτός λάβει την απόφασή του, αρκέσθηκε, κατά κανόνα και ελλείψει κανόνα που να το υποχρεώνει να αιτιολογήσει τη γνώμη του, να εκδίδει γνωμοδοτήσεις, θετικές ή απορριπτικές,  σε κάποιες περιπτώσεις άνευ αιτιολογίας και σε άλλες με αμιγώς τυπική αιτιολογία.

Ως εκ τούτου, οι γνωμοδοτήσεις αυτές δεν μπορούν να συμβάλουν ώστε να διαφωτιστεί κατά τρόπο αντικειμενικό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας που διαθέτει προκειμένου να επιτρέψει, δις και για χρονικό διάστημα τριών ετών κάθε φορά, μεταξύ της ηλικίας των 65 ετών και εκείνης των 71 ετών, παράταση της ενεργού υπηρεσίας δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η εξουσία αυτή μπορεί να προκαλέσει εύλογες αμφ΄ιβολίες, ιδίως στους πολίτες, ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των συμφερόντων που ενδέχεται να αντιπαρατεθούν ενώπιόν τους.

Με τη σημερινή απόφασή του, το ΔΕΕ υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι το δίκαιο της Ένωσης στηρίζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε Κράτος Μέλος μοιράζεται τις κοινές αξίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ με όλα τα υπόλοιπα Κράτη Μέλη και αναγνωρίζει ότι και αυτά τις αποδέχονται όπως το ίδιο.

"Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των Κρατών Μελών και, ιδίως, των δικαστηρίων τους ως προς την αναγνώριση των αξιών αυτών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση και μεταξύ των οποίων καταλέγεται η αρχή του κράτους δικαίου και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές", επισημαίνει το ΔΕΕ. 

Τα δε Κράτη Μέλη έχουν την υποχρέωση "να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια του Χάρτη, στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης".

"Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δικαιοδοτικό όργανο όπως το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να παρέχει την προστασία αυτή, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του εν λόγω οργάνου έχει πρωταρχική σημασία", θυμίζει το ΔΕΕ. 

Το Δικαστήριο διαπιστώνει εν συνεχεία ότι η απαραίτητη ελευθερία των δικαστών από κάθε είδους εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις επιτάσσει ορισμένες εγγυήσεις για την προστασία των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί το δικαιοδοτικό έργο, όπως είναι η ισοβιότητα. Η αρχή της ισοβιότητας επιτάσσει, ιδίως, να έχουν οι δικαστές τη δυνατότητα να παραμένουν στη θέση τους ενόσω δεν έχουν συμπληρώσει το υποχρεωτικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ή έως τη λήξη της θητείας τους οσάκις αυτή έχει ορισμένη χρονική διάρκεια.

Η εν λόγω αρχή, χωρίς να έχει εντελώς απόλυτο χαρακτήρα, επιδέχεται εξαιρέσεις μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.