You are here

Το δίλημμα Σόλμπες: 3% ή διάλυση;

19/11/2003 10:14
Του Πέδρο Σόλμπες*

Όταν οι υπουργοί οικονομικών της ΕΕ συναντηθούν στις 25 Νοεμβρίου, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την πιο κρίσιμη απόφαση που χρειάστηκε να λάβουν από το ξεκίνημα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα ληφθούν διορθωτικά μέτρα για τα υπερβολικά ελλείμματα που διαπιστώθηκαν στη Γαλλία και τη Γερμανία, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στη Συνθήκη και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Η απόφασή τους θα επηρεάσει τον τρόπο που οι Ευρωπαίοι πολίτες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές αντιλαμβάνονται ένα στοιχείο-κλειδί του μοναδικού στη σύλληψή του μηχανισμού λειτουργίας της ΟΝΕ: Δηλαδή τη συνύπαρξη μιας νομισματικής πολιτικής που ασκείται σε κεντρικό επίπεδο από την ΕΚΤ με αποκεντρωμένες αλλά συντονισμένες δημοσιονομικές πολιτικές που ασκούνται από τα κράτη - μέλη. Δεν είναι σύμπτωση ότι ούτε στη Συνέλευση ούτε στη Διακυβερνητική Διάσκεψη, που άρχισε πρόσφατα τις εργασίες της, υπήρξε οποιαδήποτε πρόταση, πόσο μάλλον ομοφωνία, να μεταβληθεί το πλαίσιο αυτό.

Κατά την άποψή μου, οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΟΝΕ έχουν νόημα από οικονομικής απόψεως, δεδομένου ότι επιτρέπουν να αποφεύγονται: (i) Η απώλεια του ελέγχου των δημοσίων οικονομικών και η υπερβολική επιβάρυνση της κοινής νομισματικής πολιτικής, (ii) η δημιουργία δυσβάσταχτων δημοσιονομικών ανισορροπιών, που υπονομεύουν τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές. Με το πρόβλημα της χρηματοδότησης των συντάξεων να καραδοκεί, δεν έχουμε την πολυτέλεια να υιοθετήσουμε μια κοντόφθαλμη δημοσιονομική πολιτική στην Ευρώπη.

Την τελευταία πενταετία η Επιτροπή έδειξε ότι η ερμηνεία που δίνουμε στη Συνθήκη και το Σύμφωνο είναι ευέλικτη και στηρίζεται σε μια στερεή οικονομική ανάλυση. Απόδειξη του γεγονότος αυτού αποτελούν οι περιπτώσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι αναπτυξιακές συνθήκες επιδεινώθηκαν αισθητά μετά τις αποφάσεις που ελήφθησαν νωρίτερα στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προτείναμε να δοθεί στις χώρες αυτές ένα πρόσθετο έτος για να διορθώσουν τα ελλείμματά τους.

Οι πρόσθετες προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτούνται από τη Γαλλία και τη Γερμανία το 2004 και 2005 δεν υπερβαίνουν τις δυνατότητες στις οποίες μπορούν εύλογα να ανταποκριθούν οι οικονομίες τους, ιδίως ενόψει της ανάκαμψης που διαφαίνεται. Εάν δεν ληφθούν μέτρα προσαρμογής, θα αυξηθεί ο κίνδυνος να υπάρξει υπέρβαση του κριτηρίου του 3% για τέσσερα συνεχόμενα έτη.

Πρόκειται για μια μηχανιστική εφαρμογή του Συμφώνου από την Επιτροπή; Σε καμία περίπτωση, δεδομένου μάλιστα ότι οι προειδοποιητικές ενδείξεις υπήρχαν εδώ και δύο χρόνια: Η Γερμανία είχε ήδη το 2001 διαρθρωτικό έλλειμμα 3,3% του ΑΕΠ και η Γαλλία 3,7% από το 2002. Είναι αναμφίβολο ότι οι χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες να ανταποκριθούν στους κανόνες του Μάαστριχτ κατά την πρόσφατη κυκλική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, έσπειραν οι ίδιες τους σπόρους των προβλημάτων τους. Δεν κατόρθωσαν να βάλουν σε τάξη τους προϋπολογισμούς τους, όταν είχαν την ευκαιρία να το πράξουν κατά την περίοδο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης μετά την εκκίνηση της ΟΝΕ. Το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, παραδείγματος χάρη, αυξήθηκε από 60% το 2000 σε σχεδόν 64% του ΑΕΠ το 2003 και προβλέπεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, εκτός εάν ληφθούν έγκαιρα μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος. Η κατάσταση στη Γαλλία είναι παρόμοια. Όπως είναι επόμενο, οι μελλοντικές υποχρεώσεις βαρύνουν τις αποφάσεις των οικονομικών φορέων. Τα νοικοκυριά στην Ευρώπη αποταμιεύουν αντί να καταναλώνουν. Οι επιχειρήσεις φοβούνται μελλοντική αύξηση των φόρων και δεν επενδύουν.

Είναι αλήθεια ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν αποφασιστική σημασία για την αντιμετώπιση των ακαμψιών και των αναπτυξιακών μας προβλημάτων. Και η Επιτροπή στήριξε και ενθάρρυνε σημαντικά τις φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις που αναλήφθηκαν από τη γερμανική και τη γαλλική κυβέρνηση. Ωστόσο, δεν πρέπει να θέτουμε σε κίνδυνο τα μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων αυτών με ακατάλληλες βραχυπρόθεσμες δημοσιονομικές πολιτικές.

Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η Συνθήκη και το Σύμφωνο προβλέπουν προληπτικά και αποτρεπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των υπερβολικών ελλειμμάτων. Η πρόληψη δεν έφερε αποτελέσματα στην περίπτωση της Γερμανίας και της Γαλλίας. Η μη διόρθωση του ελλείμματος στα αρχικά στάδια θέτει σε λειτουργία το επόμενο στάδιο. Η δημοσιονομική ελευθερία ελιγμών περιορίζεται μετά από κάθε στάδιο και αυξάνεται η ασκούμενη πίεση. Εκεί βρισκόμαστε τώρα με τη Γαλλία και τη Γερμανία. Δεν προτείνουμε κυρώσεις, αλλά οι κυρώσεις πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι μια αξιόπιστη απειλή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, έτσι ώστε να εξακολουθεί να λειτουργεί το σύστημα. Οι κανόνες του παιχνιδιού επιτρέπουν «παράταση» σε περίπτωση ατυχήματος, αλλά δεν μπορούμε να ξαναπαίξουμε το παιχνίδι ή να ακυρώσουμε τον αγώνα, εάν σε μια ομάδα δεν αρέσουν τα αποτελέσματα. Η Συνθήκη και το Σύμφωνο από κοινού αποτελούν την εγγύηση της ίσης μεταχείρισης των κρατών - μελών. Από την άποψη αυτή η διαδικασία αποτελεί θέμα ουσίας.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν έχουμε το περιθώριο να λύσουμε αυτή τη φορά τα προβλήματά μας με ένα πολιτικό συμβιβασμό που δεν προβλέπεται στις διατάξεις της Συνθήκης. Πράγματι, αυτό θα ισοδυναμούσε με «αναστολή» της Συνθήκης και του Συμφώνου και την αρχή μιας νέας καθαρά διακυβερνητικής συμφωνίας για τη διαχείριση του νομίσματός μας, του ευρώ. Αναρωτιέται κανείς ποιος είναι ο σκοπός της θέσπισης ενός νέου συντάγματος το επόμενο έτος, εάν οι κυβερνήσεις δεν είναι διατεθειμένες να συμμορφωθούν με τους κανόνες που είναι θεμελιωμένοι στις σημερινές συνθήκες. Έχουμε αλήθεια το περιθώριο να συντονίσουμε τις οικονομικές πολιτικές μας, τον σημαντικότερο πυλώνα του νομίσματός μας, με «συμφωνίες κυρίων»; Ειδικότερα όταν, όπως διαπιστώσαμε την τελευταία τριετία, οι συμφωνίες αυτές δεν φέρνουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα; Αυτό είναι σε τελική ανάλυση το νόημα της απόφασης που πρέπει να λάβουμε την επόμενη εβδομάδα.