You are here

Γερμανία: Ζοφερές οι προοπτικές ανάπτυξης

23/03/2023 15:30

Τα πέντε μέλη της Επιτροπής Σοφών για τη γερμανική οικονομία, το σημαντικότερο συμβουλευτικό όργανο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, κατέθεσαν εκτάκτως μία έκθεση, μόλις τέσσερις μήνες μετά την επίσημη ετήσια εκτίμησή τους, σύμφωνα με την οποία οι προοπτικές για τη Γερμανία παραμένουν ζοφερές, με πρόβλεψη ανάπτυξης 0,2% φέτος και 1,3% το 2024.

Το πρόβλημα όμως είναι κυρίως ότι ο πληθωρισμός θα ανέλθει σε 6,6%, θα είναι δηλαδή σχεδόν το ίδιο υψηλός όσο και το προηγούμενο έτος (6,9%). Και το 2024 ο πληθωρισμός θα ανέλθει στο 3%, πάνω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, η πραγματική απώλεια ευημερίας θα συνεχιστεί και κατά το επόμενο έτος, παρά τις ονομαστικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις.

«Ο πληθωρισμός επηρεάζει ολοένα και περισσότερο την Οικονομία», τονίζει το μέλος της Επιτροπής Σοφών Μάρτιν Βέρτινγκ, παραπέμποντας στην άνοδο των τιμών παραγωγού και στις αναμενόμενες μισθολογικές αυξήσεις. Δεδομένου του επίμονου πληθωρισμού, η ομάδα των εμπειρογνωμόνων δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η ΕΚΤ θα πρέπει κατά τους επόμενους μήνες να επιμείνει σε μια αυστηρότερη νομισματική πολιτική.

Με φόντο τα θεαματικά προγράμματα διάσωσης των τραπεζών στις ΗΠΑ και την εξαγορά ανάγκης της μεγάλης ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, αυτή η εκτίμηση της Επιτροπής Σοφών έχει μεγάλη σημασία. Εδώ και πολύ καιρό μαίνεται στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη μια διαμάχη μεταξύ παραγόντων του χρηματοπιστωτικού τομέα και οικονομολόγων σχετικά με τη σωστή πορεία, σε σχέση με τη νομισματική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, οι προειδοποιήσεις ότι η ΕΚΤ ενδεχομένως να συμβάλει σε μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση με τις περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων και την πώληση κρατικών ομολόγων γίνονται ολοένα και πιο δυνατές. Στην τελευταία της συνεδρίαση την περασμένη Πέμπτη, η Κεντρική Τράπεζα αύξησε απτόητη τα επιτόκια κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Όμως, οι αναταράξεις στις ελβετικές τράπεζες έδωσαν ώθηση στους υποστηρικτές μιας λιγότερο σκληρής στάσης στη μάχη κατά της καταπολέμησης του πληθωρισμού, ο οποίος εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός. Ο Πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW), Μάρτσελ Φράτσερ, επέκρινε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα WELT την τελευταία απόφαση της ΕΚΤ. «Η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα μεγάλο ρίσκο, στη χειρότερη ένα μοιραίο λάθος». Με τον τρόπο της η ΕΚΤ είπε ότι η σταθερότητα των τιμών έχει προτεραιότητα έναντι της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτή είναι η λάθος σειρά, πιστεύει ο επικεφαλής του DIW: «Εάν όντως προκληθεί τώρα μία τραπεζική κρίση, θα βρεθούμε σε βαθιά ύφεση και η ΕΚΤ, θα αποτυγχάνει για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο στόχο της να σταθεροποιήσει τις τιμές».

Αντίθετα, η Επιτροπή Σοφών ξεκαθάρισε ότι δεν θεωρεί πως κινδυνεύει η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που είχε διαμορφωθεί κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, δήλωσε το μέλος της Επιτροπής Ούλρικε Μαλμεντιέ. Η διατραπεζική αγορά λειτουργεί καλά και η παροχή πιστώσεων στην πραγματική οικονομία είναι εξασφαλισμένη. Σε αντίθεση δε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι δυσκολίες των μεμονωμένων τραπεζών δεν βασίζονταν σε εν πολλοίς άχρηστα χρηματοοικονομικά προϊόντα, πρόσθεσε.

Τόσο ο πληθωρισμός όσο και η άνοδος των επιτοκίων, αποτελούν σημαντική επιβάρυνση για την οικονομική ανάπτυξη. «Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης που σχετίζεται με τον πληθωρισμό, οι χειρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και η αργή ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης εμποδίζουν μια ισχυρότερη άνοδο φέτος και του χρόνου», δήλωσε συνοψίζοντας τη δύσκολη οικονομική κατάσταση η Μόνικα Σνίτσερ, επικεφαλής της Επιτροπής Σοφών.

Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι και η ενεργειακή κρίση έχει λήξει, παρά την πρόσφατη ηρεμία στις αγορές. «Και για τον χειμώνα του 2023-2024, παραμένει ο κίνδυνος αλμάτων στις τιμές ή ακόμα και έλλειψης φυσικού αερίου», δήλωσε το μέλος της Επιτροπής Βερόνικα Γκριμ. Άλλωστε, το κίνητρο για την εξοικονόμηση Ενέργειας θα είναι μικρότερο, όταν οι τιμές θα μειωθούν εκ νέου. «Επομένως, η ενεργειακή κρίση απέχει πολύ από το να έχει τελειώσει».