You are here

Λαγκάρντ: Είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε την πολιτική μας

12/12/2019 16:05

Oι πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη παραμένουν υποτονικές δήλωσε η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, τονίζοντας ωστόσο ότι παρατηρούνται τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης της επιβράδυνσης της ανάπτυξης.

Στην πρώτη συνέντευξη τύπου της, η κα. Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι δεδομένου του υποτονικού πληθωριστικού περιβάλλοντος συνεχίζει να είναι απαραίτητη μια εξαιρετικά διευκολυντική νομισματική πολιτική. 

Η ίδια τόνισε ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να προσαρμόσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία εφόσον χρειαστεί, ενώ ταυτόχρονα παραμένει δεσμευμένη στη συμμετρία. 

Το αδύναμο διεθνές εμπόριο και η αβεβαιότητα επιβαρύνουν τη μεταποίηση, σημείωσε η κα. Λαγκάρντ, αν και τα εισερχόμενα στοιχεία δείχνουν ότι η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί. Την ίδια στιγμή οι τομείς των υπηρεσιών και της κατασκευών δείχνουν ανθεκτική, πρόσθεσε. 

Όσον αφορά τις προβλέψεις για την οικονομία, η κα. Λαγκάρντ ανέφερε ότι η ΕΚΤ προβλέπει τώρα ότι η ανάπτυξη της ευρωζώνης θα διαμορφωθεί στο 1,2% το 2019, οριακά υψηλότερα από το 1,1% που αναμενόταν προηγουμένως. Το 2020 το ΑΕΠ της ευρωζώνης προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,1% έναντι προηγούμενης εκτίμησης για αύξηση 1,2%, ενώ το 2021 η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί στο 1,4%. Το 2022 η ανάπτυξη θα παραμείνει σταθερή στο 1,4%. 

Η νέα πρόεδρος της ΕΚΤ τόνισε ότι παραμένουν τα ρίσκα για την ανάπτυξη, αν και είναι λιγότερο έντονα με προηγουμένως. 

Ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 1,2% το 2019, ενώ το 2020 θα υποχωρήσει στο 1,1% προτού αυξηθεί στο 1,4% το 2021 και το 1,6% το 2022. 

Το χρονοδιάγραμμα της στρατηγικής αναθεώρησης

Θα είμαι ο εαυτός μου και γι’ αυτό μην προσπαθήσετε να με παρερμηνεύσετε ή να με συγκρίνετε, δήλωσε η νέα επικεφαλής της ΕΚΤ προκειμένου να αποφύγει τον κίνδυνο παρεξηγήσεων στην πρώτη της συνέντευξη τύπου μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

Σε ότι αφορά την «στρατηγική αναθεώρηση», υποστήριξε ότι δεν είναι κάτι ασυνήθιστο, πόσο μάλλον που η προηγούμενη έγινε το 2003. Πρέπει να εξεταστούν όλα τα θέματα. Θα γυρίσουμε κάθε πέτρα, θα πάρουμε τον χρόνο μας αλλά δεν θα πάρουμε πάρα πολύ χρόνο. Θέλουμε να ξεκινήσουμε τον Ιανουάριο και στόχος να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος της χρονιάς.

Η στρατηγική αναθεώρηση θα περιλάβει και συζητήσεις με κοινοβούλια, την ακαδημαϊκή κοινότητα και θα στοχεύσει στο να ακούσουμε τις απόψεις τους, τόνισε.

Κατά τη σημερινή του συνεδρίαση το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αποφάσισε ότι το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως.

Αμετάβλητα τα επιτόκια

Στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ σημειώνει επίσης: «Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά τους ή σε χαμηλότερα επίπεδα, έως ότου διαπιστώσει ότι οι προοπτικές για τον πληθωρισμό συγκλίνουν σθεναρά προς επίπεδο πλησίον, σε επαρκή βαθμό, αλλά κάτω του 2%, εντός του χρονικού ορίζοντα προβολής που εξετάζει και ότι αυτή η σύγκλιση αντανακλάται κατά τρόπο συνεπή στη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού.

Την 1η Νοεμβρίου ξεκίνησε εκ νέου η διενέργεια καθαρών αγορών, στο πλαίσιο του προγράμματος του Διοικητικού Συμβουλίου για την αγορά στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme - APP), με ύψος 20 δισ. ευρώ μηνιαίως. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι οι εν λόγω αγορές θα διενεργούνται για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να ενισχυθεί η διευκολυντική επίδραση των επιτοκίων πολιτικής του και ότι θα λήξουν λίγο πριν αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.

Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο, μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και πάντως για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και ενός διευκολυντικού, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής».

Πηγή: Euro2day