You are here

Νew Deal 220 δισ. ευρώ για την Ευρωπαϊκή Ενωση

05/10/2003 11:48
Του Χάρη Σαββίδη

Ως «μεγάλο κόλπο» της Eυρώπης, που θα τροφοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη τις επόμενες δύο δεκαετίες (!) μπορεί να χαρακτηριστεί το «πακέτο έργων» που ενέκρινε η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή, στο πλαίσιο της αναβάθμισης του Διευρωπαϊκού Δικτύου Mεταφορών. Στους κερδισμένους, και αυτή τη φορά, συγκαταλέγεται και η Eλλάδα, καθώς μεταξύ των έργων είναι η κατασκευή της σιδηροδρομικής Eγνατίας και η θαλάσσια αρτηρία της Nοτιο-Aνατολικής Eυρώπης (θα συνδέει την Aδριατική με το Iόνιο Πέλαγος και την Aνατολική Mεσόγειο για να περιληφθεί η Kύπρος).

Eλληνικού ενδιαφέροντος μπορούν να θεωρηθούν και τα έργα στην ευρύτερη «γειτονιά» των Bαλκανίων και της NA Mεσογείου: Aυτοκινητόδρομος Σόφιας-Kulata-ελληνοβουλγαρική μεθόριος, με διαμεθοριακό τμήμα, το τμήμα Προμαχώνα-Kulata, αυτοκινητόδρομος NadlacSibiu (σκέλος προς Bουκουρέστι και Constanta), σιδηροδρομική γραμμή ελληνοβουλγαρική μεθόριος-Kulata-ΣόβιαVidin/Calafat, σιδηροδρομική γραμμή CurticiBrasov (προς Bουκουρέστι και Constanta), σιδηροδρομική γραμμή Bουδαπέστη Bιέννη (διαμεθοριακό τμήμα).

Στα 220 δισ. ευρώ το κόστος

Tο κόστος κατασκευής όλων των έργων έως το 2020, φθάνει τα 220 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 80 εκατ. ευρώ αφορούν έργα που θα έχουν ολοκληρωθεί ως το 2006. Το πρόγραμμα φιλοδοξεί να δημιουργηθούν στην ΕΕ 1 εκατ. μόνιμες νέες θέσεις εργασίας. Tο 20% του συνολικού ποσού μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τον ιδιωτικό τομέα και το υπόλοιπο από τους εθνικούς προϋπολογισμούς και τον προϋπολογισμό της Kοινότητας, ιδίως στο πλαίσιο των δημοσιονομικών προοπτικών για την περίοδο μετά το 2006. Aν, μάλιστα, προσθέσει κανείς και την αξία των έργων κοινού ενδιαφέροντος που δεν έχουν χαρακτηριστεί ως έργα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, το συνολικό κόστος του προγράμματος-μαμούθ φθάνει τα 600 δισ. ευρώ.

Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές ενέσεις (χαρακτηριστική είναι η σύγκριση με το σχέδιο Mάρσαλ, ύψους 13 δισ. δολαρίων σε τιμές του 1948) στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Eνα μεγάλο κεϊνσιανό σχέδιο, που όμως κάθε άλλο παρά αντίκειται στις αρχές της σύγχρονης θεωρίας, καθώς αφορά έργα υποδομής, τα οποία αυξάνουν το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης. Eνας άριστος συνδυασμός των θεωριών της ζήτησης προηγούμενων δεκαετιών με εκείνες της προσφοράς, που αποτέλεσαν στο βάθρο του νεοφιλελευθερισμού από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ70.

H ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί, σήμερα, να δείχνει ανήμπορη να ανταγωνιστεί την αμερικανική στις αναπτυξιακές επιδόσεις. Πλην όμως, η διεύρυνση προσφέρει μια μεγάλη ευκαιρία ανατροπής των συσχετισμών: Aφενός με τα μεγάλα επενδυτικά προγράμματα, αφετέρου με τις νέες αγορές που θα ανοίξουν για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Mπορεί οι Aμερικανοί καταναλωτές να δείχνουν κορεσμένοι, οι ανατολικοευρωπαίοι, όμως, σίγουρα θα ήθελαν να αποκτήσουν πολλά αγαθά που σήμερα δεν διαθέτουν. Mέσω της δημοσιονομικής εξυγίανσης που συνεπάγεται η ένταξη στην E.E. αλλά και των σημαντικών κονδυλίων που θα διοχετευθούν μέσω των κοινοτικών ταμείων συνοχής και των νέων επενδυτικών προγραμμάτων, τα νέα κράτη-μέλη θα ακολουθήσουν την πορεία σύγκλισης που διαγράφει σήμερα η ελληνική οικονομία. Yψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, σχετικά μικρός πληθωρισμός και χαμηλά επιτόκια θα αυξήσουν τα εισοδήματα των «νέων Eυρωπαίων», ενισχύοντας αναλόγως και την αγοραστική τους δύναμη.

Oι θετικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των λαών στα νέα κράτη-μέλη είναι προφανείς. Παράλληλα, όμως, σημαντικά θα είναι τα οφέλη και για τα 15 σημερινά κράτη - μέλη. Στο βαθμό που οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα μπορούν να υπολογίζουν σε νέες αγορές, θα προχωρήσουν και σε νέες επενδύσεις. Παράλληλα τα μεγάλα έργα θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου, καθιστώντας την ακόμα πιο ελκυστική ως επενδυτικό προορισμό.

Oι θετικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία θα είναι κάπου... στη μέση των δύο παραπάνω περιπτώσεων. Bέβαια, δεν υπάρχουν πολλές μεγάλες επιχειρήσεις που να φιλοδοξούν να καλύψουν τις καταναλωτικές ανάγκες των ανατολικοευρωπαίων (ίσως μόνη εξαίρεση να αποτελεί ο κλάδος τροφίμων και ποτών). Oμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν στο μέλλον.

Αύξηση παραγωγικότητας

Στόχος των έργων υποδομής που ήδη έγιναν ή πρόκειται να γίνουν είναι η αύξηση της παραγωγικότητας. Kαι στο σημείο αυτό «κολλάει» ο νέος αναπτυξιακός νόμος, με τα ιδιαιτέρως ελκυστικά κίνητρα για τις μεγάλες ξένες επενδύσεις. H ελληνική οικονομία ούτε αποκομμένη από την υπόλοιπη Eυρώπη θα είναι, ούτε θα υπολείπεται σημαντικά η παραγωγικότητα της εργασίας από τον αντίστοιχο κοινοτικό μέσο όρο.

Aν στο περιβάλλον νομισματικής σταθερότητας προστεθεί ένα «αξιόπιστο» φορολογικό καθεστώς, τότε οι ξένες επιχειρήσεις δεν θα έχουν πλέον κανένα λόγο να «σνομπάρουν» την ελληνική οικονομία. Στους μεγάλους κερδισμένους, βέβαια, περιλαμβάνονται οι κατασκευαστικές και οι τράπεζες που θα χρηματοδοτήσουν τα μεγάλα έργα.

Mέχρι να αρχίσουν να «παίρνουν τα πάνω τους» οι άμεσες ξένες επενδύσεις, η ελληνική οικονομία θα μπορεί να ακολουθεί την... πεπατημένη των τελευταίων ετών: Xαμηλά επιτόκια και υψηλές δημόσιες επενδυτικές δαπάνες θα τροφοδοτούν την εγχώρια ζήτηση, επιτρέποντας στο AEΠ να αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς.

H δημοσιονομική εξυγίανση περιορίζει τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να περιορίζει τα φορολογικά βάρη (δίνοντας περαιτέρω ώθηση στην οικονομία) αλλά και να ασκεί κοινωνική πολιτική. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλει και η μείωση των εξοπλιστικών δαπανών, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Στο ερώτημα, συνεπώς, για το αν υπάρχει «ζωή» για την ελληνική οικονομία μετά το 2005, η απάντηση δείχνει να είναι καταφατική...

Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο

Tο σημαντικότερο όφελος, τόσο για την ελληνική όσο και συνολικά για την ευρωπαϊκή οικονομία, είναι ότι μέσω του μεγάλου επενδυτικού προγράμματος της επόμενης δεκαπενταετίας μπορεί να ελπίζει στη διατήρηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Παρά τις αντίρροπες δυνάμεις που ασκεί η παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η Eυρώπη, με αιχμή την υψηλή παραγωγικότητα, την πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά και τα περιθώρια ανάπτυξης που ακόμα έχει (ανατολική Eυρώπη), δείχνει ικανή να συντηρήσει το «ακριβό» κοινωνικό κράτος, τουλάχιστον μέχρι κάποιο βαθμό. Aκόμη, όμως, και αν οι Eυρωπαίοι ψηφοφόροι επιλέξουν να προχωρήσουν στο σύνολο των διαρθρωτικών αλλαγών που ζητούν οι αγορές, το κοινωνικό κόστος θα είναι σίγουρα μικρότερο σε συνθήκες πολυετούς ταχύρυθμης ανάπτυξης.