You are here

Πρόταση ΕΕ για τους φορείς ισότητας

07/12/2022 18:55

Στόχος της νέας νομοθετικής πρωτοβουλίας για τους φορείς ισότητας της Κομισιόν είναι να τους στηρίξει στην προσπάθεια για εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ισότητα καθώς και για καλύτερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τα θύματα διακρίσεων, αναφέρει σε άρθρο της που δόθηκε στη δημοσιότητα και στα ελληνικά η Επίτροπος Ισότητας Χέλενα Ντάλι με την ευκαιρία της παρουσίασης της πρότασης την Τετάρτη.

«Οι ισχύοντες κανόνες της ΕΕ για την ισότητα απαιτούν τη σύσταση εθνικών φορέων ισότητας σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ» εξηγεί η κ. Ντάλι. «Τα εν λόγω θεσμικά όργανα έχουν αναδειχθεί ως απαραίτητα και πολύτιμα για την επιβεβαίωση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων για τα άτομα και για την υιοθέτηση πολιτικών ισότητας από τις δημόσιες αρχές και τους ιδιωτικούς οργανισμούς» προσθέτει.

«Πολλά κράτη μέλη έχουν δώσει στους φορείς ισότητας τους τη δυνατότητα να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο και να καταστούν βασικά κέντρα εμπειρογνωμοσύνης και υποστήριξης σχετικά με καταγγελίες διακρίσεων. Ενώ υπάρχουν πολλές ορθές πρακτικές, το τοπίο των φορέων ισότητας στην ΕΕ χαρακτηρίζεται από μεγάλη πολυμορφία, κάτι που, δυστυχώς, περιλαμβάνει επίσης ανεπαρκή ανεξαρτησία και περιορισμένες εξουσίες», αναφέρει.

«Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ισχύουσα νομοθεσία περιέχει ελάχιστα μόνο κριτήρια σχετικά με την ικανότητα και την ανεξαρτησία, χωρίς να καθορίζει πρότυπα» σημειώνει.

«Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ανισότητες στον τρόπο στήριξης των θυμάτων σε ολόκληρη την ΕΕ. Η οικοδόμηση μιας Ένωσης ισότητας σημαίνει ότι οι άνθρωποι σε όλα τα κράτη μέλη απολαμβάνουν ένα κοινό ελάχιστο επίπεδο προστασίας από τις διακρίσεις, με συγκρίσιμα δικαιώματα προσφυγής», όπως σημειώνει.

«Μέσω μιας νέας νομοθετικής πρωτοβουλίας που εγκρίθηκε σήμερα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θέλουμε οι φορείς ισότητας να αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητές τους, να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην επιβολή των κανόνων της ΕΕ για την ισότητα, να βοηθούν τα θύματα διακρίσεων να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, να συμμετέχουν σε δραστηριότητες πρόληψης και προώθησης, να ευαισθητοποιούν όσον αφορά το δικαίωμα στη μη διάκριση και να οικοδομούν γνώσεις και ικανότητες των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων», υπογραμμίζει.

«Αυτό είναι απαραίτητο, καθώς η αντίληψη περί επικράτησης διακρίσεων λόγω φυλετικής και εθνοτικής καταγωγής, σεξουαλικού προσανατολισμού, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας και ηλικίας είναι υψηλή και κυμαίνεται από 59 % έως 40%. Η περιορισμένη καταγγελία περιστατικών διακρίσεων εξακολουθεί να αποτελεί ευρέως διαδεδομένο πρόβλημα και πολλά περιστατικά δεν γίνονται γνωστά» συνεχίζει η Επίτροπος.

«Οι διακρίσεις επιφέρουν κόστος για τα άτομα, την κοινωνία και την οικονομία. Με δεδομένες τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις μακροχρόνιες προκλήσεις όσον αφορά τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας των γυναικών, των ατόμων με αναπηρία, των Ρομά και των ατόμων που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών. Η επίτευξη ισότητας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων αποτελεί σημαντική ευκαιρία για βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Και οι ισχυρότεροι φορείς ισότητας αποτελούν μέρος της λύσης», αναφέρει.

«Η προτεινόμενη νομοθεσία σχετικά με τα πρότυπα για τους φορείς ισότητας που μόλις δρομολόγησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα βελτιώσει τον τρόπο λειτουργίας των φορέων ισότητας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι φορείς ισότητας διαθέτουν ισχυρές διασφαλίσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία τους, λαμβάνουν επαρκή χρηματοδότηση και διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για την αποτελεσματική παροχή βοήθειας στα θύματα διακρίσεων», συνεχίζει.

«Η στήριξη, από φορέα ισότητας, των πολιτών που αντιμετωπίζουν διακρίσεις πρέπει να αποτελέσει παράγοντα αλλαγής. Οι υπηρεσίες των φορέων ισότητας θα πρέπει να παρέχονται δωρεάν και να είναι προσβάσιμες από όλα τα θύματα σε ισότιμη βάση, χωρίς φραγμούς», επισημαίνει.

Σύμφωνα με την ίδια, «οι φορείς ισότητας θα πρέπει να παρέχουν σε όλους τους καταγγέλλοντες και όλες τις καταγγέλλουσες πληροφορίες και προκαταρκτική αξιολόγηση της υπόθεσής τους. Θα είναι σε θέση να προτείνουν ορισμένους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης των περιπτώσεων διακρίσεων, μεταξύ άλλων την επιδίωξη φιλικού διακανονισμού μεταξύ των μερών, την περαιτέρω διερεύνηση, την έκδοση γνωμοδοτήσεων ή δεσμευτικών αποφάσεων και την προσφυγή στο δικαστήριο».

«Με τις προτάσεις μας, οι φορείς ισότητας θα είναι σε θέση να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην οικοδόμηση και την ανταλλαγή γνώσεων. Οι δημόσιοι οργανισμοί θα υποχρεούνται να διαβουλεύονται με τους εν λόγω φορείς με διαφανή και έγκαιρο τρόπο για θέματα που σχετίζονται με την ισότητα και να εξετάζουν τις συστάσεις τους», αναφέρει η κ. Ντάλι.

«Οι φορείς αυτοί θα είναι σε θέση να συμβάλλουν στη βελτίωση της συλλογής δεδομένων σχετικά με την ισότητα, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την παρακολούθηση και την τεκμηριωμένη χάραξη πολιτικής. Οι τακτικές εκθέσεις τους σχετικά με την κατάσταση σε θέματα ίσης μεταχείρισης και διακρίσεων θα συμβάλλουν στην ανάδειξη των προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν», γράφει.

«Εάν επιτύχουμε τον στόχο αυτό, οι φορείς ισότητας δεν θα είναι απλά ικανοί να καταπολεμούν τις διακρίσεις βραχυπρόθεσμα και σε μεμονωμένες περιπτώσεις· θα είναι σε θέση να στηρίζουν τα κράτη μέλη στην ενσωμάτωση της αρχής της ισότητας και στην προώθηση της προόδου μεσοπρόθεσμα προς την επίτευξη συνεκτικών κοινωνιών που βασίζονται στη δικαιοσύνη και την ένταξη» καταλήγει το άρθρο.