You are here

Ιδού η απόφαση της Επ. Ανταγωνισμού

29/12/2001 16:30
Ταχύτατες είναι οι εξελίξεις στο θέμα του πολέμου των τιμών αφού κατά τη χθεσινή συνάντηση του Προέδρου της Βουλής με αντιπροσωπεία της ΠΟΒΕΚ ο Δημήτρης Χριστόφιας κάλεσε την Επιτροπή Ανταγωνισμού να επέμβει άμεσα στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, είπε ο Πρόεδρος της Βουλής, «η Επιτροπή θα πρέπει να παραιτηθεί».

Ο Υπουργός Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού Νίκος Ρολάνδης που παρέλαβε χθες υπόμνημα της ΠΟΒΕΚ επεσήμανε την ανεξαρτησία της Επιτροπής Ανταγωνισμού που είναι αυτοκέφαλο σώμα που δεν συνεπάγεται κάτω από κανένα Υπουργείο. Ο αρμόδιος Υπουργός είπε επίσης ότι στο Υπουργείο μελετάται απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με βάσει την οποία οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν να περιορίσουν την πώληση κάτω του κόστους. Η απόφαση δεν υιοθετήθηκε ακόμη από το Συμβούλιο Υπουργών ή από το Ευρωκοινοβούλιο.

Υπόθεση Wal Mart

Νέο φως στο όλο θέμα ρίχνει πάντως η υπόθεση της Wal Mart στη Γερμανία που απεκάλυψε χθες η Stockwatch. Σύμφωνα με απόφαση της Γερμανικής Επιτροπής Ανταγωνισμού τον Σεπτέμβριο του 2000, η Wal Mart αναγκάστηκε να σταματήσει να πωλεί κάτω του κόστους. Κληθείς από τη Stockwatch να σχολιάσει την υπόθεση, ο κ. Ρολάνδης δήλωσε ότι είναι εις γνώσιν του η εν λόγω απόφαση. «Προφανώς [η αρμόδια Γερμανική Επιτροπή] έκρινε ότι η Wal- Mart, απέκτησε δεσπόζουσα θέση στην γερμανική αγορά και γι’ αυτό παρενέβη». Ο Υπουργός σημείωσε ότι η αμερικανική εταιρία, που έχει ετήσιο τζίρο πέραν των 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων, προέβη σε πραγματική «έφοδο» στη γερμανική αγορά εξαγοράζοντας πληθώρα τέτοιων επιχειρήσεων, αποκτώντας δεσπόζουσα θέση στην γερμανική αγορά. Ο κ. Ρολάνδης τόνισε ακόμη ότι η Κυπριακή Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού «προφανώς έκρινε ότι δεν υπάρχει θέμα δεσπόζουσας θέσης και γι’ αυτό δεν παρενέβη.».

Η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού

Πάντως η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν ξεκαθαρίζει το θέμα του πολέμου των τιμών αφού από τη μια επικαλείται την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και από την άλλη παραδέχεται ότι «το θέμα τούτο φαίνεται ότι απασχολεί σοβαρά και την ΕΕ και μέχρι σήμερα δεν έχει λυθεί σε κοινοτικό επίπεδο».

Xώρες όπως η Γαλλία και Ελλάδα δεν ανέμεναν την ρύθμιση του θέματος σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αφού πρόσφατα υιοθέτησαν νομοθεσίες σε εθνικό επίπεδο που απαγορεύουν πωλήσεις κάτω του κόστους. Η υιοθέτηση εθνικών νομοθεσιών, που θα τεθούν σε εφαρμογή από τις αρχές του 2002, πιθανόν να προμηνύει και την στάση που θα κρατήσουν οι εν λόγω χώρες στο Συμβούλιο Υπουργών κατά τη συζήτηση του όλου θέματος επηρεάζοντας επομένως και την τελική διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής οδηγίας.

Ο κίνδυνος, λοιπόν, «η νομοθεσία μας να βρεθεί σε σύγκρουση με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο» μετριάζεται από το προηγούμενο που υπάρχει στην Γερμανία αλλά και από την υιοθέτηση εθνικών νομοθεσιών στην Ελλάδα και στην Γαλλία. Το πρόβλημα βέβαια για την Κύπρο είναι ότι δεν είναι μέλος της ΕΕ και επομένως η διαπραγματευτική της δύναμη κατά τη διάρκεια διαπραγμάτευσης του σχετικού κεφαλαίου – που είναι ακόμα ανοικτό – είναι περιορισμένη σε σύγκριση με αυτή της Ελλάδας ή της Γαλλίας.



Με στόχο την πλήρη ενημέρωση των χρηστών της Stockwatch παραθέτουμε αυτούσια την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ημερομηνίας 20 Δεκεμβρίου 2001.

Απόφαση

Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού σε σημερινή της συνεδρία ημερομηνίας 20.12.2001, μεταξύ άλλων εξέτασε και το θέμα που αφορούσε καταγγελίες πώλησης αγαθών κάτω του κόστους και ομόφωνα κατέληξε στα πιο κάτω:

Η τιμή ή πώληση αγαθών και/ή υπηρεσιών κάτω του κόστους ρυθμίζεται από το άρθρο 82 της συνθήκης για την εγκαθίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το οποίο απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης που κατέχει μια επιχείρηση.

Η νομοθεσία περί Προστασίας του Ανταγωνισμού σε εθνικό επίπεδο, η οποία είναι πλήρως εναρμονισμένη με την Ευρωπαϊκή, καλύπτεται με το Νόμο 207/89 και το συγκεκριμένο θέμα, το άρθρο (6).

Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή για να έχει αρμοδιότητα να εξετάσει παρόμοιας φύσης καταγγελία θα πρέπει να έχει πληροφορίες και στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η καταγγελλόμενη/καταγγελλόμενες επιχειρήσεις που προβαίνουν στην πώληση αγαθών ή υπηρεσιών κάτω του κόστους κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Στις συγκεκριμένες καταγγελίες δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία ή πληροφορίες που να μπορούν να χαρακτηριστούν οι καταγγελλόμενοι ότι κατέχουν δεσπόζουσα θέση.

Ως εκ τούτοι η Επιτροπή, νομικά αδυνατεί να παρέμβει και κατ΄ επέκταση να αποφανεί ότι τέτοιου είδους ενέργεια αποτελεί παράβαση των κανόνων περί Προστασίας του Ανταγωνισμού όπως ρυθμίζονται από τη σχετική νομοθεσία.

Η αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με νομοθετική ρύθμιση σε εθνικό επίπεδο, πράγμα που έχουν υιοθετήσει κάποιες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γαλλία αλλά και η Ελλάδα της οποίας η σχετική νομοθεσία θα τύχει εφαρμογής από τις αρχές του 2002.

Το θέμα τούτο φαίνεται ότι απασχολεί σοβαρά και την Ευρωπαϊκή Ένωση και μέχρι σήμερα δεν έχει λυθεί σε κοινοτικό επίπεδο. Είναι επίσης γεγονός, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μελετά τρόπους νομοθετικής ρύθμισης του φαινομένου της πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών κάτω του κόστους και η Επιτροπή παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις.

Με βάση τα πιο πάνω, τυχόν νομοθετική ρύθμιση σε εθνικό επίπεδο πριν το όλο θέμα ρυθμιστεί σε κοινοτικό επίπεδο, εγκυμονεί κινδύνους η νομοθεσία μας να βρεθεί σε σύγκρουση με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και κατ’ ανάγκη θα χρειαστεί τροποποίηση έτσι ώστε να βρισκόμαστε σε πλήρη αρμονία.

Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το Κεφάλαιο του Ανταγωνισμού είναι ένα από τα Κεφάλαια που παραμένει ανοικτό και οι οιεσδήποτε βεβιασμένες ενέργειες πιθανό να αποτελέσουν τροχοπέδη στην προσπάθεια για ολοκλήρωση και κλείσιμο του κεφαλαίου τούτου.

Έχει περιπέσει στην αντίληψη της Επιτροπής ότι γίνεται προσπάθεια μεταξύ διαφόρων επιχειρηματιών αλλά και οργανωμένων συνόλων, σύναψης συμφωνίας ή κοινής δήλωσης. Τέτοια κοινή δήλωση ή συμφωνία, είμαστε της γνώμης θα παραβιάζει βασικές αρχές του Νόμου περί Προστασίας του Ανταγωνισμού και ειδικώς της πρόνοιες του άρθρου (4) του Νόμου 207/89, το οποίο απαγορεύει όλες τις συμπράξεις των επιχειρήσεων που έχουν σας αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό, ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Αν και τέτοια συμφωνία ή κοινή δήλωση ουσιαστικά δεν θα έχει καμιά νομική ισχύ ή δέσμευση, θα ήταν καλό να αποφευχθεί για ευνόητους λόγους.