You are here

Αναστολή πληρωμής €280.3 χιλ. για κτίριο που ενοικιάζει το ΤΕΠΑΚ

09/10/2021 15:00

Το Ανώτατο ενέκρινε πρόσφατα αίτηση του ΤΕΠΑΚ για έκδοση διατάγματος αναστολής της πληρωμής ποσού άνω των €280.000 που επιδίκασε εναντίον του πρωτόδικα δικαστήριο μέχρι την εκδίκαση της έφεσης λόγω αβεβαιότητας επιστροφής του ποσού σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου, ημερομηνίας 29 Σεπτεμβρίου, με την πρωτόδικη απόφαση οι αιτητές διατάχθηκαν όπως καταβάλουν προς τους καθ’ ων η αίτηση ποσό €280.343,70 «… ως εκκαθαρισμένο οφειλόμενο ποσό για καθυστερημένα και οφειλόμενα ενοίκια μέχρι την 23.10.19 … με νόμιμο τόκο από της ημερομηνίας έγερσης της αγωγής ήτοι την 16.01.2018 μέχρι εξοφλήσεως …», συν έξοδα.
 
Εν σχέσει προς τη φερεγγυότητα των καθ’ ων η αίτηση και κατ’ επέκτασιν τη ικανότητα τους σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης να επιστρέψουν το ποσό‌ της απόφασης προς τους αιτητές (αν αυτό καταβληθεί), αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου, «κρίνουμε πως από τα όσα τέθηκαν, έχει καταδειχθεί επαρκώς εκ πλευράς αιτητών ότι η έγνοια τους - που κάλλιστα θα μπορούσε (κατά τα συμφραζόμενα από τη μαρτυρία), να χαρακτηρισθεί και ως φόβος - πως οι καθ’ ων η αίτηση δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν πίσω το εξ αποφάσεως ποσό στους αιτητές, είναι γνήσια και μάλιστα διαπλαστική ορατού επί τούτω κινδύνου, παρ’ όλον τον μόχθο των καθ’ ων η αίτηση να παρουσιάσουν την οικονομική τους ισχύ με αντίρροπη δυναμική».   

«Οι καθ’ ων η αίτηση, σε μια σημαντική πτυχή για την περί φερεγγυότητας διαλεκτική τους, δεν συμπεριέλαβαν στις ελεγμένες εταιρικές οικονομικές τους καταστάσεις για τα έτη που έληξαν την 31.12.17 και την 31.12.18, το συνολικό ποσό της εναντίον τους απαίτησης στην αγωγή 4318/15 (το οποίο ανέρχεται κατά τις παραγράφους Α, Γ και Ε στο Γενικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα της αγωγής σε €1.112.999,58, συν τόκους, ως αυτοί προσδιορίζονται στις παραγράφους Β, Δ και ΣΤ)», αναφέρεται.  
 
Αντ’ αυτού, προστίθεται, «οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν στις οικονομικές καταστάσεις‌ πως η αξίωση στην αγωγή 4318/15 αφορά στο (καταφανώς) μικρότερο ποσό των €311.058».
 
Τούτο, σημειώνει το Ανώτατο, «ως εκφρασμένο γεγονός, προξενεί προβληματισμό, και σωστά είναι που τέθηκε από τους αιτητές στην αγόρευση τους ως κατάσταση που δεν μπορεί‌ να παραγνωριστεί για ό,τι κρισίμως ενδιαφέρει».

Επίσης, αναφέρεται, «τούτο τρέφει - και αντικειμενικώς - τον φόβο των αιτητών ότι σε τελευταία ανάλυση (και κατά τα συναγόμενα από το σύνολο της μαρτυρίας δίχως να είναι απαραίτητη η φραστική αναφορά στον όρο που ακολουθεί), πως τούτοι θα υποστούν‌ ανεπανόρθωτη βλάβη ή αδικία εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα αναστολής».

Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποτιμά «τις ασαφείς και θολερές τοποθετήσεις των καθ’ ων η αίτηση (στην Ένσταση) για τα περί της οικονομικής τους ευρωστίας και προπάντων για το ότι είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες "… μεγάλου αριθμού ακινήτων στην Κύπρο …», τα οποία, ωστόσο, φέρεται να είναι (μερικά εξ αυτών τουλάχιστον) υποθηκευμένα».

Αυτό, στην απουσία μάλιστα και λεπτομερειών από τους καθ’ ων η αίτηση για το ακριβές περιεχόμενο των υποθηκών ώστε να
μπορεί το Δικαστήριο εντός των εξουσιών του να συνεκτιμήσει την εμβέλεια των εν λόγω υποθηκών σε σχέση προς το επίδικο ποσό αλλά και εκείνο που αξιώνεται εναντίον των καθ’ ων η αίτηση στην αγωγή 4318/15), στερεί από το Δικαστήριο (με υπαιτιότητα των Καθ’ ων η Αίτηση), τη δυνατότητα να προβεί στις όποιες αναγκαίες αποτιμήσεις και να τις εντάξει (για ό,τι αυτό θα μπορούσε
να αξίζει) στη συζητούμενη προβληματική. 

Σύμφωνα με το Ανώτατο, «από την προηγηθείσα εξέταση, εξάγεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προκειμένου να δείξουν πως θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε πιθανή αξίωση επιστροφής του εξ αποφάσεως ποσού, δεν έπεισαν (κατά μαρτυριακόν βάρος) πως θα έχουν επάρκεια ανάλογων οικονομικών πόρων».  
 
Εκφράζοντας προβληματισμό αναφέρεται στην αρχή ότι «ο διάδικος πρέπει να δρέπει ο ίδιος αμέσως τους καρπούς της επιτυχίας του ως εκ του αποτελέσματος της πρωτόδικης διαδικασίας». «Οι περιστάσεις αυτές είναι, στην προκειμένη, ο διαρρεύσας χρόνος (αν συνυπολογισθεί αθροιστικώς το όλον της δικαστικής διαδικασίας) και το ότι η Πρωτόδικη Απόφαση εκδόθηκε το 2019, παραμένοντας εισέτι ανικανοποίητη», προστίθεται.
 
Εντούτοις, σημειώνεται, «δεν μπορεί την ίδια στιγμή να αγνοηθεί και η ανάγκη (που και πάλιν υποδείξαμε παραπάνω), η έφεση να μην παραμείνει άνευ πρακτικού αντικείμενου, αν τελικώς οι καθ’ ων η αίτηση (Εφεσίβλητοι) αποτύχουν στην έφεση και δεν έχουν τα μέσα επιστροφής τού (αρκετά μεγάλου) εξ αποφάσεως ποσού προς τους αιτητές».  
 
«Το στάθμισμα - και η εξισορρόπηση των αρχών που προείπαμε - απολήγει σε κατ’ ενάσκησιν διακριτικής ευχέρειας έγκριση της αίτησης», αναφέρει το Ανώτατο.  
 
Σύμφωνα με το Δικαστήριο «οι Αιτητές απέδειξαν, ως είχαν το (αποδεικτικό) βάρος να πράξουν, τις προϋποθέσεις για επιτυχία της Αίτησης και πάντως, εξαιρετικές περιστάσεις, υπό την έννοια πως αν ναυαγήσει η Αίτηση, θα τους προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη και αδικία, για τους λόγους που πραγματευθήκαμε».
 
Διέταξε αναστολή υπό τον όρο ότι οι Αιτητές θα καταθέσουν εντός τριάντα (30) ημερών από σήμερα, προς ικανοποίηση της Αρχιπρωτοκολλητού, τραπεζική εγγύηση για το ποσό της Πρωτόδικης Απόφασης (€280.343,70), πλέον νόμιμο τόκο.

«Η αναστολή θα συνεχίζεται εφόσον η εγγύηση ανανεώνεται, με έξοδα των Αιτητών, ανά εξάμηνο, αρχομένης της περιόδου αυτής από την  επομένη της κατάθεσης της εγγύησης, ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτή οι δεδουλευμένοι τόκοι της αφορώσας περιόδου», αναφέρεται.