You are here

Δεκτή η έφεση Κληρίδη για Ζολώτα, Φόλε

11/12/2019 11:38

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε σήμερα δεκτή την έφεση που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε διακοπεί η ποινική δίωξη των κατηγορουμένων Μιχάλη Ζολώτα και Μιχάλη Φόλε στην υπόθεση Focus.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αποφάσισε στις 7/8 τη διακοπή της δίκης για τους δύο κατηγορούμενους και την απαλλαγή τους από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας επειδή παραβιάστηκε το συνταγματικό τους δικαίωμα στην ελευθερία με την παράνομη έκδοση των εθνικών ενταλμάτων σύλληψης εναντίον τους.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε στις 4.4.2017 εντάλματα σύλληψης εναντίον των δυο κατηγορουμένων προκειμένου να διασφαλιστεί η παρουσία τους ενώπιον του κυπριακού δικαστηρίου, με σκοπό την παραπομπή τους στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας.

Ακολούθησε η έκδοση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης επί τη βάσει των οποίων οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν στην Ελλάδα και Ρουμανία και παραδόθηκαν στις κυπριακές αρχές προκειμένου να δικαστούν.  Εκκρεμούσης της δίκης, τα εντάλματα σύλληψης ακυρώθηκαν με ένταλμα Certiorari έπειτα από δύο αποφάσεις Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες οδήγησαν στον τερματισμό της ποινικής δίωξης εναντίον τους από το Κακουργιοδικείο.

Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμα των κατηγορουμένων «κατόπιν εκτέλεσης των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, τα οποία εκδόθηκαν στη βάση των παρανόμως εκδοθέντων ενταλμάτων σύλληψης».

Το τριμελές Εφετείο, με σημερινή ομόφωνη απόφασή του, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, αποδεχόμενο τους λόγους έφεσης που κατέθεσε η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «δεν έχουμε αμφιβολία ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε για τους λόγους που επικαλέστηκε η πλευρά της Δημοκρατίας».

Το Ανώτατο έκρινε ότι «τα εθνικά εντάλματα σύλληψης ακυρώθηκαν, χωρίς συνάρτηση με την μετέπειτα έκδοση των ευρωπαϊκών, για το λόγο ότι δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν, ως εθνικά εντάλματα σύλληψης, μέσο εξαναγκασμού, στην περίπτωση που οι εφεσείοντες θα εντοπίζονταν στην Κύπρο».

«Η μεταγενέστερη, συνεπώς, ακύρωση των εθνικών ενταλμάτων σύλληψης δεν συσχετίζεται και ουδόλως επηρεάζει τα ευρωπαϊκά. Η μετέπειτα ακύρωση τους δεν παραπέμπει σε παρανομία, ως προς τη σύλληψη και προσαγωγή των εφεσιβλήτων, που μόλυνε όλη τη διαδικασία, όπως είναι η εισήγηση των εφεσιβλήτων και όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο», προστίθεται στην απόφαση.

Σημειώνεται, επίσης, ότι η έκδοση των εθνικών ενταλμάτων σύλληψης, όπως ορθά εισηγήθηκε η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα δεν αποτελούσε και δεν συνιστούσε προϋπόθεση για την έναρξη της δίωξης των κατηγορουμένων.

Το Ανώτατο έκρινε ακόμη ότι «η Κατηγορούσα Αρχή δεν ενήργησε με κακή πίστη ή με δόλο, ή άλλο μεμπτό τρόπο. Δεν επιχειρήθηκε η παράνομη ή με οποιοδήποτε αθέμιτο τρόπο εξασφάλιση της παρουσίας των εφεσιβλήτων» ενώπιον του κυπριακού δικαστηρίου.

Σύμφωνα με την απόφαση, «η μεταγενέστερη ακύρωση των εθνικών ενταλμάτων, υπ` αυτές τις περιστάσεις, επ’ ουδενί στοιχειοθετεί αθέμιτη και καταχρηστική συμπεριφορά των κυπριακών διωκτικών αρχών και της κατηγορούσας αρχής, κατά τον ουσιώδη χρόνο ή οποτεδήποτε».

Συνεπώς, όπως αναφέρεται, « δεν μπορούν να παραπονούνται οι εφεσίβλητοι ότι επηρεάστηκαν τα δικαιώματα τους, επειδή το δικαστήριο προσπάθησε να διασφαλίσει το θεμελιακό δικαίωμα της παρουσίας τους στη δίκη τους. Ούτε μπορεί να λέγεται, όπως οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται, ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα τους επειδή βρέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου λόγω της ύπαρξης των εθνικών ενταλμάτων σύλληψης που αργότερα ακυρώθηκαν».

«Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι κατηγορίες εναντίον των εφεσιβλήτων επαναφέρονται» αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφασή του, και ζητά τη συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, με την ίδια σύνθεση.

Να σημειωθεί ότι η εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία είχε διακοπή εκκρεμούσης της έφεσης, είναι ορισμένη για συνέχιση στις 9 Ιανουαρίου 2020.

Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής στην υπόθεση, δικηγόρος της Δημοκρατίας Ανδρέας Αριστείδης, σε δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ, ανέφερε ότι  "η Νομική Υπηρεσία θα προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε οι κατηγορούμενοι  να ενημερωθούν για την αναβίωση του κατηγορητηρίου εναντίον τους και την συνακόλουθη υποχρέωσή τους να έρθουν στη Δημοκρατία ώστε να παρουσιαστούν ενώπιον του κακουργιοδικείου για συνέχιση της δίκης».  

«Θεωρούμε ότι και το Δικαστήριο, κατά την επόμενη δικάσιμο, θα δώσει τις ανάλογες οδηγίες ώστε να διευθετηθεί και να επιτευχθεί η παρουσία των δύο κατηγορούμενων", σημείωσε.

Ο Μιχάλης Ζολώτας αντιμετωπίζει κατηγορίες που αφορούν αδικήματα συγκάλυψης κατά παράβαση του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, ενώ ο Μιχάλης Φόλε αντιμετωπίζει κατηγορίες που αφορούν αδικήματα συναλλαγών που υποδηλώνουν διαφθορά, δεκασμού δημόσιου λειτουργού, ενεργούς δωροδοκίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι επίσης ο πρώην Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Χριστόδουλος Χριστοδούλου, η κόρη του Αθηνά Χριστοδούλου και οι εταιρείες Α. C. Christodoulou Consultants Ltd, Marfin Invesment Group – MIG (πρώην Marfin Financial Group - MFG) και Focus MaritimeCorp. ως νομικά πρόσωπα. Κατηγορούμενος στην υπόθεση ήταν και ο Ανδρέας Κιζουρίδης, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση μετά τη διακοπή της ποινικής του δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα.
 
Το κατηγορητήριο της υπόθεσης περιλαμβάνει 24 συνολικά κατηγορίες, σε σχέση με αδικήματα διαφθοράς, δεκασμού, δωροδοκίας, δωροληψίας, κατάχρησης εξουσίας, κατάχρησης εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

ΚΥΠΕ